Το τραγούδι “Εκδρομή” είναι σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου και μουσική του Θανάση Γκαϊφύλλια. Το ερμηνεύει ο τελευταίος με τη συμμετοχή της Μαρίζας Κωχ.
Η ιδέα για τη δραματοποίηση του τραγουδιού είναι της δασκάλας Μαρίας Λουκά, η οποία και την υλοποίησε με την τάξη της. Εγώ απλώς βοήθησα σε κάποια σημεία. Η παραπάνω φωτογραφία είναι από την παρουσίαση της δραματοποίησης, στην οποία επίσημος προσκεκλημένος ήταν ο ίδιος ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας.
Ρόλοι: στρατιώτες, μαυροφορεμένες γυναίκες, αγρότες και αγρότισσες, φοιτητές και φοιτήτριες (δεν υπάρχει ακριβής αριθμός, γιατί καθορίζεται κάθε φορά από τον αριθμό των παιδιών που συμμετέχουν)
Γαλάζια πεύκα τρέχουν στο μυαλό μου
σε τούτη την αξέχαστη εκδρομή,
τα σύνεργα σκουριάζουν στον γυλιό μου
βαρέθηκα να είμαι στη γραμμή.
Οι στρατιώτες με βήμα και σχηματισμό στρατιωτικό ανεβαίνουν στη σκηνή. Ένας από αυτούς φοράει μια κατασκευή τανκ (από χαρτόκουτα) στο κεφάλι.
Στη γραμμή σαν στρατιώτες που πηγαίνουν
στον άλλο κόσμο, που γυρνούν και δεν πεθαίνουν.
Συνεχίζοντας το βήμα σημειωτόν πηγαίνουν στην άκρη της σκηνής και μετά στέκονται σαν αγάλματα στοχεύοντας τους θεατές.
Γυναίκες μαύρες κι είναι τρομαγμένες,
τσιγκέλι ο κόσμος δίχως ουρανό.
Οι μαυροφορεμένες γυναίκες ανεβαίνουν με στρατιωτικό βήμα στη σκηνή και στα μάτια τους φαίνεται ο τρόμος.
Στραγγίζει το κορμί μου στους μπαξέδες,
με γδέρνουν σαν μοσχάρι και πονώ.
Οι γυναίκες αρχίζουν να σκάβουν τη γη, σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπό τους.
Δεν είμ’ εδώ γι’ αυτούς που με ζητάνε,
είναι κλειστό το μαγαζί και δεν πουλάμε.
Οι γυναίκες κουνούν τα χέρια τους τρομαγμένα, δείχνοντας άρνηση. Στη συνέχεια, μετακινούνται στην άλλη άκρη της σκηνής με στρατιωτικό πάλι βήμα και μένουν σαν αγάλματα με τον φόβο ζωγραφισμένο στα πρόσωπά τους.
Αράζουν οι χωριάτες στα βαγόνια
και τρώνε το κασέρι με ψωμί,
στα μάτια τους τα τρομαγμένα χρόνια,
χάρτινα χρόνια, χάρτινη ζωή.
Οι αγρότες και οι αγρότισσες ανεβαίνουν στη σκηνή με στρατιωτικό βήμα. Τα χέρια τα έχουν πίσω από το κεφάλι, δείχνοντας ότι χαλαρώνουν. Μετά κάνουν ότι τρώνε, κοιτώντας δεξιά κι αριστερά από φόβο μην τους δει κανείς.
Δεν είμ’ εγώ αυτός που κυνηγάτε,
λάθος η πόρτα κι ο αριθμός μη με ρωτάτε.
Οι αγρότες και οι αγρότισσες κοιτούν τους στρατιώτες και κουνούν αριστερά δεξιά τα δάχτυλά τους, ενώ είναι το ένα παιδί πίσω από το άλλο. Οι στρατιώτες τους στοχεύουν κάνοντας τα χέρια τους κάννη όπλου.
Πικρός αέρας μέσα στη ζωή μου
παραμονεύει ο θάνατος κρυφά.
Μην μου χαλάς αυτήν την εκδρομή μου
μη με γυρίζεις πίσω στα στενά.
Αυτά που θέλω να σου πω δεν τα θυμάσαι,
κλείνεις τα μάτια μα το ξέρω δεν κοιμάσαι.
Με βήμα στρατιωτικό οι δυο ομάδες πάνε μπροστά στη σκηνή, ενώ οι στρατιώτες τους περικυκλώνουν. Απελπισμένοι οι αγρότες και οι αγρότισσες κλείνουν τα μάτια με απάθεια αγγίζοντας ο ένας τον άλλο. Όλοι μένουν ακίνητοι. Οι φοιτητές και οι φοιτήτριες έρχονται στη σκηνή από το βάθος που παρακολουθούν οι θεατές. Φωνάζουν δύο φορές μαζί με την τραγουδίστρια τη φράση “Δεν κοιμάσαι” κι ανεβαίνουν στη σκηνή ξυπνώντας το πλήθος. Όλοι μαζί ρίχνουν τους στρατιώτες κάτω.
Δείτε όλο το άρθρο και φωτογραφίες εδώ.