Ο λαίμαργος
(Κατίνα Παϊζη)
Έχω δυο μικρά χεράκια,
Ένα στόμα, δυο ματάκια,
Δυο αυτιά, δυο ποδαράκια,
Δυο σειρές λευκά δοντάκια
Όλα αυτά, καλοί μου φίλοι,
Μου χρειάζονται πολύ.
Το καθένα τους, θα δείτε
Τώρα, πόσο μ’ ωφελεί.
Τα ποδάρια, για να τρέχω
Στου παππού το περιβόλι
Και καθημερινή και σκόλη.
Τα ματάκια για να βλέπω
Κι ένα φρούτο να μην χάνω
Τα χεράκια, για να πιάνω
Και στο στόμα, για να βάνω
Μήλα , σύκα, κερασάκια.
Και τα κάτασπρα δοντάκια
Να μασούν και να δαγκάνουν
Και δουλειά άλλη να μην κάνουν.
*
Ο κύκλος του ψωμιού
(Χάρης Σακελλαρίου)
Να σας πω πώς γίνεται
και στον κόσμο δίνεται
απ’ το σπόρο το σταράκι,
το γλυκό, γλυκό ψωμάκι.
Πρώτα πρώτα οι γεωργοί,
σαν οργώσουνε τη γη,
μες στη χούφτα σπόρο παίρνουν
και στη γη κάτω τον σπέρνουν.
Τον καλό το Θεριστή
τραγουδώντας, γελαστοί,
με δρεπάνια που γυαλίζουν
στάχυα ολόχρυσα θερίζουν.
Και στ’ αλώνι θα στρωθεί,
θα τριφτεί, θα πατηθεί
κι ύστερα το καθαρίζουν,
πιάνουνε και το λιχνίζουν.
Κι από εκεί θα φορτωθεί
και στο μύλο θ’ αλεστεί
κι η μυλόπετρα γυρίζει,
άσπρο αλεύρι μάς χαρίζει.
Σαν το παίρνει με χαρά
η καλή νοικοκυρά,
μες στη σκάφη τ’ απιθώνει
και το πλάθει, το ζυμώνει.
Κι όταν καλοζυμωθεί,
πάει στο φούρνο να ψηθεί,
με το φτυάρι μια του δίνουν
μέσα να ψηθεί τ’ αφήνουν.
Κι όταν βγει λαχταριστό,
ροδοκόκκινο, ζεστό,
τρώει, τρώει το παιδάκι
το γλυκό, γλυκό ψωμάκι.
*
Ανεβαίνω στη μηλιά
(Χάρης Σακελλαρίου)
Ανεβαίνω στη μηλιά
και κρεμιέμαι απ’ τα κλαδιά,
Πράσινο να φτάσω μήλο,
μα με μάλωσε το φύλλο.
-Ανυπόμονο παιδί
Άσε το χλωρό κλαδί!
Μοναχό του θα λυγίσει,
σαν το μήλο κοκκινίσει.
Τότε να ‘ρθεις χαρωπό
να σ’ αφήσω, να σου πω
μήλα κόκκινα να φτάσεις
να χαρείς και να χορτάσεις.
*
Η ελιά
(Κωστής Παλαμάς)
Είμαι του ήλιου η θυγατέρα
η πιο απ’ όλες χαϊδευτή.
Χρόνια η αγάπη του πατέρα
Σ’ αυτόν τον κόσμο με κρατεί.
Όσο να πέσω νεκρωμένη,
Αυτόν το μάτι μου ζητεί.
Ειμ’ η ελιά η τιμημένη.
Δεν ειμ’ ολόξανθη, μοσχάτη
τριανταφυλλιά ή κιτριά,
θαμπώνω της ψυχής το μάτι,
για τ’ άλλα μάτια είμαι γριά.
Δε μ’ έχει αηδόνι ερωμένη,
μ’ αγάπησε μία θεά,
ειμ’ η ελιά η τιμημένη.
Όπου κι αν λάχω κατοικία,
δε μ’ απολείπουν οι καρποί.
Ως τα βαθιά μου γηρατεία
δε βρίσκω στη δουλειά ντροπή.
Μ’ έχει ο Θεός ευλογημένη
κι είμαι γεμάτη προκοπή.
Eιμ’ η ελιά η τιμημένη.
Φρίκη, ερημιά, νερά και σκότη,
Tη γη εθάψαν μια φορά.
Πράσινη αυγή με φέρνει πρώτη
Στο Nώε η περιστερά.
Όλης της γης είχα γραμμένη
την εμορφιά και τη χαρά.
Eιμ’ η ελιά η τιμημένη.
Εδώ στον ίσκιο μου από κάτου
Ήρθ’ ο Χριστός ν’ αναπαυθεί,
κι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά του
λίγο προτού να σταυρωθεί.
Το δάκρυ του, δροσιά αγιασμένη,
έχει στη ρίζα μου χυθεί.
Eιμ’ η ελιά η τιμημένη.
Οι στροφές 3 και 5 περιλαμβάνονται στο Αναγνωστικό Β’ τάξης δημοτικού, 1963, ΟΕΔΒ.
Οι υπόλοιπες από Άπαντα του Κ. Παλαμά.
*
Τα παιδιά της γης
(Λίνα Κάσδαγλη)
Λεμόνι
Ο χειμώνας κι αν θυμώνει,
λεμονιά γερτή ως το χώμα,
τον καρπό της καμαρώνει:
Δροσερή χαρά στο στόμα,
ζουμερό, ξανθό λεμόνι.
Πορτοκάλι
Μόλις η άνοιξη θα ‘ρθει,
Πώς μυρίζουν οι άσπροι ανθοί!
Και στο κρύο, στη συννεφιά,
φως και χρώμα κι ομορφιά–
πορτοκάλια χρυσαφιά.
Κρεμμύδι
Λέει το κρεμμύδι: «Δεν μπορώ να νιώσω
γιατί όλοι κλαίνε σαν βρεθούν κοντά μου.
Εγώ είμαι τρυφερό κι ήμερο τόσο
κι όλους τους αγαπώ με την καρδιά μου».
Φασολάκι
Το φασολάκι σκαρφαλώνει όπου κι αν βρει.
Κι έκανε το φουστάνι του κουρέλι.
Μα λέει η μητέρα η φασολιά: «Ας χαρεί,
κι εγώ του το μπαλώνω, δε με μέλει».
Τα κεράσια
«Το Μάη θα γίνουν τα κεράσια» λένε
οι σπουργίτες. «Καλά θα βολευτούμε!»
Και τα κεράσια που τ’ ακούνε κλαίνε
και ρωτάν: «Πού θα πάμε να κρυφτούμε;»
Μουριά
Μόλις η μουριά τα πρώτα
φύλλα της πετάξει,
μεγαλώνουν τα σκουλήκια
που μας κάνουν το μετάξι.
Κι όταν έρθει το ζεστό,
τ’ αγαπημένο καλοκαίρι,
στα παιδιά με τα πανέρια
μούρα ολόγλυκα θα φέρει.
Μηλιά
Απ’ τη μηλιά γλυκόμηλο,
κατέβα σε παρακαλώ.
Σε περιμένουν τα παιδιά
με τη χαρούμενη καρδιά.
Κυδωνιά
Χρυσοχέρα η Κυδωνιά,
δεν προφταίνει στη δουλειά.
Χίλια δυο γλυκά μας δίνει
και πελτέ σαν το ρουμπίνι.
Από το Aνθολόγιο Δημοτικού, Α’ μέρος, ΟΕΔΒ, 1975
(Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων)
*
Φραγκοσυκιά
(Στέλιος Σπεράντσας)
Όλο αγκάθια είσαι γεμάτη.
Φαίνεσαι πολύ κακιά,
Α, κυρά φραγκοσυκιά.
Καθώς διάβαινα σιμά σου,
Μου συρες προχτές με βιά
Την καινούργια μου ποδιά.
Μα αν μου δώσεις ένα σύκο,
-ντα τσιμπάς τι σ’ ωφελεί;-
Θα σε πω πολύ καλή.
*
Καρπούζι
(Στέλιος Σπεράντσας)
Τέτοια γλύκα δεν είν’ άλλη.
Τι καρπούζι μια φορά!
Κι ειν’ η φέτα του μεγάλη,
σα μια βάρκα του ψαρά.
Έγια μόλα κι έγια λέσα.
Βάρκα, πάμε στο νησί.
Έχεις μαύρα ψάρια μέσα
κι έχεις και γλυκό κρασί.