Μια μικρή νοικοκυρά
(Γιάννης Βράχας)
Η μαμά μου η καλή
που την αγαπώ πολύ
πήρε έναν κουμπαρά
να μαζεύω τα λεπτά.
Βάζει ο παππούς δραχμούλα
κι η γιαγιά πενηνταράκι
κι ο μπαμπάς και η μανούλα
πότε πότε ταληράκι.
Δεν ξεχνώ πάντα κι εγώ
κάθε μέρα σαν μπορώ
για να βάζω τον παρά
στον καλό μου κουμπαρά.
Προίκα, λέει, η μαμά,
θα ‘ναι τούτα τα λεπτά.
κι όσο πιο πολύ τρανεύω
τόσο πιο πολλά μαζεύω.
Και σαν γίνω πια κοπέλα
τους γαμπρούς θα πιάνει τρέλα
-Να κορίτσι που αξίζει
το σπιτάκι να γεμίζει.
*
Ύμνος της αποταμιεύσεως
(Παύλος Νιρβάνας)
Τα λεπτά μου δεν πετώ
άσωτα δεν τα σκορπώ
Κυριακή και σχόλη.
Η δραχμή γεννάει δραχμή
και γεμίζει το σακί
φασόλι το φασόλι.
Τον καλό μου κουμπαρά
έχω μια παρηγοριά
στης ζωής τα βρόχια,
για την ώρα την κακιά,
πείνα, αρρώστια, γερατειά
και μαύρη φτώχεια.
Όσα κρύβω, οικονομώ
λίγα λίγα τ’ ακουμπώ
στο ταμιευτήριο,
θα ‘ρθη μέρα και στιγμή,
που διπλά θα χρειαστεί,
κάνω ένα μυστήριο.
Θέλετε μια συμβουλή:
και μεγάλοι και μικροί
ταμιεύετε όλοι,
η δραχμή γεννάει δραχμή
και γεμίζει το σακί
φασόλι το φασόλι.
*
Ο κουμπαράς
(Μαρία Κουβάλια)
Κοίτα στη βιτρίνα!
Χίλια δυο παιχνίδια
τραίνα καραβάκια
όλα ζηλευτά.
Κοίτα στρατιωτάκια,
κοίτα καραμούζες!
-Όχι, δε σ’ ανοίγω
τώρα, κουμπαρά.
-Μύρισε! απ’ το φούρνο
μόλις τα ‘χουν βγάλει.
Τον λειχούδη εσένα
περιμένουν τώρα
και οι μπακλαβάδες
και τα καταΐφια!
-Σώπα και δεν ήρθε
κουμπαρά μου η ώρα.
-Δες ο Ροβινσώνας
κι άλλες ιστορίες!
χίλια δυο βιβλία
κι όλα διαλεκτά.
Δες εκεί το Γκιούλιβερ
κοίτα τον Πινόκιο.
-Δεν σ’ ανοίγω ακόμα.
σώπα κουμπαρά!
Αύριο η μανούλα
έχει τη γιορτή της!
γίνεται στ’ αλήθεια
να το λησμονάς;
-Όταν για μανούλα
συναντήσης δώρα,
τότε κουμπαρά μου,
πρέπει να μιλάς.