Το συννεφάκι
(Χάρης Σακελλαρίου)
Καλό μου συννεφάκι
σταμάτα και λιγάκι
μας έκανες παπιά,
μη βρέχεις άλλο πια.
Πίσω απ’ τη ράχη γείρε
κι αλλού να βρέξεις σύρε
σε χώρες και χωριά
που ‘ναι τα καλοκαίρια.
*
Παπαρούνες
(Γεώργιος Δροσίνης)
Οι παπαρούνες λυγερές
στον κάμπο σαν κοπέλες,
με πράσινα φορέματα
και κόκκινες ομπρέλες.
Από Γ. Δροσίνης, Σπίθες στη στάχτη, Eκδ. I.N.Σιδέρης,1940
*
Τριαντάφυλλο
(Γεώργιος Βιζυηνός)
Τριαντάφυλλο σγουρό
Χαϊδεμένο λουλουδάκι
πόσο πόσο λαχταρώ
να σου πάρω ένα φιλάκι.
Μα η κυρά τριανταφυλλιά
έχει αγκάθια κι αγκυλώνει
κι όποιος κλέφτει τα φιλιά
ακριβά της τα πληρώνει.
Δι’ αυτό μη φοβηθείς
σαν καλό παιδί όπου ‘μαι,
όταν βλέπω πως ανθείς
σ’ αγαπώ και ευχαριστούμαι.
Γιατί έχεις μία πνοή
που τες γειτονιές μυρώνει
κι έχεις βράδυ και πρωί
για τραγουδιστή εν’ αηδόνι.
*
Το κυκλάμινο
(Νίκος Τυπάλδος)
– Πώς σε λένε, λουλουδάκι;
– Να σ’ το πω: κυκλαμινάκι.
– Και ριζώνεις στο βουνό,
δίχως άνθη άλλα κοντά σου;
– Έχω σύντροφο (στοχάσου!)
το γαλάζιον ουρανό.
– Και τι κάνεις όλη μέρα;
– Τραγουδώ με τον αγέρα·
παίζω με τ’ αγριοπούλια·
με κοιμίζει πάντα η Πούλια·
και στολίζω ταπεινά
τις ραχούλες, τα βουνά…
– Και το χιόνι όταν φτάσει;
– Δε φοβάμαι… Θα περάσει…
Μες στη γη θα κοιμηθώ,
στου Θεού μας την αγκάλη.
Και τον άλλο χρόνο πάλι
με καινούργιο θα ’μαι ανθό!…
– Καληνύχτα, λουλουδάκι…
– Ώρα σου καλή, παιδάκι…
Το νερό
(Χάρης Σακελλαρίου)
Το νερό, το νερό
που κυλά καθαρό
από την πηγή στη βρύση
το διαβάτη να δροσίσει.
Το νερό, το νερό
που κυλά καθαρό
και ποτίζει τα δεντράκια
τ’ άνθη και τα χορταράκια.
*
Το ποταμάκι
(Ζαχαρίας Παπαντωνίου)
Από που είσαι, ποταμάκι;
– Από ‘κείνο το βουνό.
– Πώς τον ‘λέγαν τον παππού σου;
– Σύννεφο στον ουρανό.
– Ποια είναι η μάνα σου;
– Η μπόρα.
– Πώς κατέβηκες στη χώρα;
– Τα χωράφια να ποτίσω
και τους μύλους να γυρίσω.
– Στάσου να σε ιδούμε λίγο,
ποταμάκι μου καλό.
– Βιάζομαι πολύ να φύγω,
ν’ ανταμώσω το γιαλό.
*
Το φεγγαράκι
(ποίημα λαϊκής παράδοσης)
Φεγγαράκι σιγανό
πλέει μες τον ουρανό
σα σκαφίδι σκοτεινό.
Σαν καντήλι κάθε βράδυ
δίχως άναμμα και λάδι φέγγει μέσα στο σκοτάδι.
Ήθελα να το κρατώ
σαν το τόπι μου κι αυτό
δω κι εκεί να το πετώ.
Μα ποτέ σωστό δε μένει
μια τρανεύει, μια μικραίνει
σαν τι τάχα να παθαίνει
*
Το φεγγαράκι
(Αλέξανδρος Κατακουζηνός)
Φεγγαράκι φωτεινό
περπατεί στον ουρανό.
Ανεβαίνει στα ψηλά
και μας βλέπει και γελά.
Έλα κάτω, στρογγυλό
φεγγαράκι μου καλό.
Έλα μην αργείς πολύ,
το παιδί παρακαλεί.
*
Οι τέσσερις εποχές
(αγνώστου)
Ξέρω ένα γεροντάκι
που έχει δώδεκα παιδιά
και τα δώδεκα αγόρια
κι είναι όλα μια χαρά.
Ασπρομάλλης ο καημένος
γέρος, χρόνος τ’ όνομά του,
και οι δώδεκα οι μήνες
είναι τα δώδεκα παιδιά του.
Κι έχει ο καλός ο χρόνος
μόνο τέσσερα σπιτάκια
κι εκεί μέσα κατοικούνε
και τα δώδεκα παιδάκια.
Το φθινόπωρο είναι πρώτο
Που χειμώνα θα μας φέρει.
Να κι η άνοιξη προβάλλει
Με ζεστό το καλοκαίρι.