Ζητήσαμε από τον Πέτρο Μπουλούμπαση ένα Book Secret το το νέο βιβλίο του Δημήτρη Τσιλινίκου “Η Ζωή με τον μπαμπά“, το οποίο εικονογράφησε. Είναι η επιστροφή του εξαιρετικού εικονογράφου στην εικονογράφηση ελληνικού βιβλίου για παιδιά μετά το πολυβραβευμένο Οχ, χταπόδι, λάθος πόδι! του Αντώνη Παπαθεοδούλου, τρία χρόνια πριν.
Η απάντησή του πράγματι δεν ήταν Book Secret. Ήταν κάτι πολύ περισσότερο. Έτσι, (αδιάφορο για το πού ανήκει κάτι) το εντάξαμε στην στήλη “Εγώ για το βιβλίο μου“. Ο Πέτρος Μπουλούμπασης γράφει ένα μεστό κείμενο που φανερώνει μια ολόκληρη φιλοσοφία και τρόπο δημιουργίας πίσω από το “εικονογραφώ βιβλία για παιδιά”:“Δεν είμαι βέβαιος αν τα παρακάτω μπορούν να λογίζονται ως book secret. Ο τίτλος αυτός μοιάζει να κουβαλά μεγάλες προσδοκίες εξάλλου! Κατά τη γνώμη μου ωστόσο, το συγκεκριμένο βιβλίο, λόγω θεματολογίας κυρίως, παρουσίασε εξαρχής εκείνες τις προϋποθέσεις ώστε, πέρα και εκτός από την συνηθισμένη νόρμα-διαδικασία δημιουργίας εικονογράφησης ενός κειμένου, να προκαλέσει επιμέρους σκέψεις από μέρους μου, έτσι ως μια παράλληλη ιστορία. Μια παράλληλη ιστορία που δεν ξέρω πόσο ενδιαφέρον μπορεί να έχει για κάποιον άλλο. Για μένα όμως είχε.
Όταν ξεκινάς να διαβάζεις ένα κείμενο που αρχίζει: “Η μαμά λείπει σε ταξίδι, οπότε κι εγώ ζω τη ζωή μου με τον μπαμπά…” εξαρχής γίνεται αντιληπτό το θέμα όπως επίσης ότι προφανώς η ιστορία είναι αυτοβιογραφική (σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον). Επίσης αυτομάτως γεννιέται το ερώτημα… όταν λέμε “ταξίδι”, τι ακριβώς εννοούμε;
Ερώτηση που τελικά ποτέ δεν έκανα, αν και ενδόμυχα ήθελα να ξέρω την απάντηση. Όχι για το βιβλίο, έτσι κι αλλιώς ούτε ο σκοπός του κειμένου ήταν να σταθεί σε κάτι τέτοιο. Από καθαρά ανθρώπινο ενδιαφέρον.
Θα ήταν ερώτηση εκτός βιβλίου. Εκτός ύλης.
Αποφάσισα λοιπόν να το αφήσω στο μυαλό μου μετέωρο. Δημιουργικά έτσι είχε και περισσότερο ενδιαφέρον, οπότε στη πρώτη εικόνα έκανα κάτι που νομίζω ότι μπορεί ο καθένας να το δει όπως θέλει.
Μια τυπική οικογενειακή φωτογραφία σε κάποιο μέρος του σπιτιού, όπου η μαμά ουσιαστικά υπάρχει στην εικόνα αλλά δεν φαίνεται, την καλύπτει ένα βάζο τοποθετημένο μπροστά.
Αυτή η παράλληλη οπτική, της ιστορίας πίσω από την ιστορία, ήταν από τη μια πρωτόγνωρη, και ταυτόχρονα λειτούργησε στο να “μπω” στη δημιουργική διαδικασία με άλλο τρόπο. Τρόπο που δεν θα είχε ως κύριο γνώμονα μόνο το εικαστικό αποτέλεσμα, αλλά και την προσπάθεια συναισθηματικής απόδοσης του συγκεκριμένου βιώματος, της συγκεκριμένης συνθήκης.
Να σημειώσω ότι με τον συγγραφέα δεν γνωριζόμασταν, οπότε αυτή η συναισθηματική εμπλοκή που το θέμα προσέφερε, έγινε εντονότερη, όταν κάποια στιγμή μου έστειλε μια φωτογραφία του ίδιου και της κόρης του (βασικής ηρωίδας του βιβλίου – φωτογραφία που κατόπιν ενέταξα σε μια σελίδα του βιβλίου). Η ιστορία αυτή λοιπόν έπαψε να είναι θολή, απέκτησε εικόνα, πρόσωπα συγκεκριμένα. Το γεγονός αυτό συντέλεσε με τρόπο καθοριστικό στο να υπάρχει από μέρους μου η πρόθεση, καθ’ όλη τη διαδικασία της εικονογράφησης ότι, από τη μια δημιουργώ εικόνες για ένα κείμενο οικουμενικού ενδιαφέροντος και παράλληλα από την άλλη εικονογραφώ την καθαρά δική τους ιστορία.
Το τελικό αποτέλεσμα έγινε αυτό που έγινε. Όταν κάποια στιγμή συναντηθήκαμε και δια ζώσης με τον συγγραφέα στη Θεσσαλονίκη, στην ερώτησή μου κατά πόσο έπεσα μέσα σε όλο αυτό, η απάντηση του ήταν “τελείως”!
Και μετά είπαμε κι άλλα…”