More
    xmas banner agori koimismeno_elniplex 1068x150
    patakis_marselen banner_elniplex 1068x150
    xmas banner agori koimismeno_elniplex 1068x150
    patakis_marselen banner_elniplex 1068x150
    xmas banner agori koimismeno_elniplex 1068x150
    patakis_marselen banner_elniplex 1068x150
    patakis_xmas banner skroutz_elniplex 405x150
    xmas banner agori koimismeno_elniplex 405x150
    patakis_marselen banner_elniplex 405x150

    Ο Μορμόλης

    Ο Μορμόλης (1974, MINOS EMI)
    Μουσική : Γιάννης Σπανός

    mormolhs

    Μουσική, τραγούδια και σκηνές από το θεατρικό έργο του Ράινερ Χάχφελντ όπως παρουσιάστηκε στο θέατρο Αθηνά από την παιδική σκηνή του Γιάννη Φέρτη και της Ξένιας Καλογεροπούλου τη θεατρική σεζόν 1973-1974. Ο δίσκος εκδόθηκε το Πάσχα του 1974. Η μετάφραση ήταν του Παναγιώτη Σκουφή ενώ τους στίχους του δίσκου έγραψε η Εύα Κυριαζή.

    Παίζουν και τραγουδούν:Γιάννης Φέρτης (Αφηγητής)Χρήστος Λεττονός (τραγουδιστής)Τάνια Τσανακλίδου (Μάντα)Χρήστος Βαλαβανίδης (Ρίκης)Πάνος Δελής (θείος)Έρση Μαλικέντζου (θεία)Ντίνος Δουλγεράκης (Μπουρίνιας- Δήμαρχος- Υπουργός)Γιώργος Χριστόπουλος (Άνθρωπος από την τηλεόραση- Αστυφύλακας)
    Εξώφυλλο δίσκου: Διονύσης Φωτόπουλος

    Ακούστε ολόκληρο το δίσκο εδώ

    Αποδελτιώσαμε τα μουσικά μέρη (τραγούδια του δίσκου) και τα τιτλοφορήσαμε ενδεικτικά καθώς το παραμύθι δε διαιρείται σε μουσικά κομμάτια αλλά ακούγεται ενιαία.

    Μια φορά κι έναν καιρό-εισαγωγή
    Μια φορά κι ένα καιρό
    Σ’ ένα δάσος σκοτεινό κατοικούσε μια γριά
    που ‘χε έντεκα παιδιά
    Το ‘να πήγε για κυνήγι
    τ’ άλλο κίνησε να φύγει
    για ταξίδι μακρινό
    πέρα στον ωκεανό.
    Πέντε πήρανε τ’ αμάξι
    να πουλήσουνε μετάξι,
    τα άλλα δύο πήγαν φαντάροι
    κι άλλο ένα στο φεγγάρι.

    Έτσι, μένει στη γριά,
    ένας γιόκας μοναχά.
    Βασιλιάς περνά μια μέρα
    με ωραία θυγατέρα
    που της πήρε τη μιλιά
    κάποια μάγισσα κακιά.

    Ο κακός ο δράκος πάλι
    είχε μέλι στο μπουκάλι
    όποιος έτρωγε το μέλι
    ψάρευε μεγάλο χέλι
    και το χέλι στο τηγάνι
    όποιος τόλμαγε να βάνει
    έβγαζε μεγάλη γλώσσα
    και κακάριζε σα κλωσσα.

    Λέει ο βασιλιάς στο γιο
    ποιος θα πάει στο βουνό
    να βρει το κακό τσακάλι
    να το βάλει στο μπουκάλι.

    Και του μπουκαλιού το μέλι
    να το φάει και να βρει χέλι
    να το φέρει στο παιδί μου
    και να πάρει την ευχή μου.
    Κίνησε το νιο παιδί
    και φοβάται μη χαθεί
    μα κι οι άλλοι στο παλάτι
    άγρυπνοι δεν κλείνουν μάτι.
    Πως εγένηκε το πράγμα
    θα το δούμε απόψε αντάμα
    κι όποιος όρεξη δεν έχει
    ως εδώ και μη παρέκει.

    Ο Μορμόλης
    Ο Μορμόλης ό,τι κάνει
    θα το κάνει μια χαρά
    κι αν θυμώνουν οι μεγάλοι
    μεις δε δίνου- μεις δε δίνουμε παρά.
    Ο Μορμόλης έχει κέφι όταν όλοι δε μιλούν
    και κρατεί μεγάλο ντέφι
    να χορεύουν να χορεύουν να γελούν.

    Αν πατήσετε τον κάλο
    ο Μορμόλης σας δαγκώνει
    αν δε δώσετε ρεγάλο
    ο Μορμόλης, ο Μορμόλης ξεσπαθώνει.

    Κάθε φωνακλάς θα σκάσει
    κι ο γκρινιάρης θα σωπάσει
    κι όποιον κλαίει και πονά
    ο Μορμόλης, ο Μορμόλης τον τσιμπά.

    Τι ‘ναι τάχα ο Μορμόλης
    πες τη θεία και στο θείο
    πράγμα, άνθρωπος, θηρίο
    πες στο θείο, πες στη θεία να χαρείς.

    Ο Μορμόλης ειν’ Μορμόλης
    κι εμείς είμαστε εμείς.

    Μια φορά κι έναν καιρό
    Μια φορά κι έναν καιρό
    ζούσαμε ζωή και κότα
    κι ο Μορμόλης ήρθε εδώ
    και δε ζούμε και δε ζούμε σαν και πρώτα.

    Πας ν’ ανοίξεις το ψυγείο
    ο Μορμόλης σε κοιτά
    μπαίνεις στο λεωφορείο
    ο Μορμόλης, ο Μορμόλης σε σκουντά.

    Είναι μες το πορτοφόλι
    διπλωμένος στα λεφτά
    και πληρώνεις με Μορμόλη
    στο Μορμόλη, στο Μορμόλη δανεικά.

    Όταν πας στο περιβόλι
    τη ζωή να σου κρατά
    και ποτίζεις με Μορμόλη
    του Μορμόλη, του Μορμόλη τα φυτά

    Έχεις κρύψει στο πατάρι
    τη γραβάτα την καλή
    κάποια μέρα στο παζάρι
    ο Μορμόλης, ο Μορμόλης τη φορεί.

    Ο Μορμόλης, ο Μορμόλης
    είναι το στοιχειό της πόλης.

    Η τηλεόραση
    Μέσα στο σπίτι σε κάθε γωνιά
    ένα κουτάκι σαλεύει,
    ανάβει σβήνει με δύο κουμπιά
    και τους μεγάλους μαγεύει
    πρωί μεσημέρι απόγευμα βράδυ
    κάποιος το βάζει
    μικροί και μεγάλοι μες το σκοτάδι
    κάνουνε χάζι.

    Η μανούλα στην κουζίνα
    μαγειρεύει και ξεχνά
    η γιαγιάκα η Ματίνα
    χασμουριέται μα κοιτά.
    Ο παππούς που τρώει σούπα
    και κρεμιέται στο κουτί
    πιάνει με τα αυτιά την κούπα,
    με τη μύτη το ψωμί.

    Γύρω γύρω καθισμένοι και στη μέση λαμπερή
    τηλεόραση αναμμένη κι ο Μανόλης στο σκαμνί.

    Έχω μια στην τουαλέτα
    και άλλες πέντε στο σαλόνι
    τρεις κυλούν με βαγονέτα,
    έχω μια και στο μπαλκόνι.
    Η γιαγιά ξετρελαμένη
    δεν κουνάει από το σπίτι
    το Βαρτάνη περιμένει
    να φανεί στο νεροχύτη.

    Ο μπαμπάς με το ξυράφι
    κόβεται συχνά και βρίζει
    η μαμά φτιάχνει πιλάφι
    και ξεχνά να βάλει ρύζι.
    Το θαυματουργό κουτί
    το λατρεύουν οι κουτοί
    στο κουτί κουτός κοιτά
    κουταμάρες στη σειρά.

    Ο θυμός του κυρίου Μπουρίνια
    Α, δεν τ’ αντέχω πια τα παλιόπαιδα!
    Μου τρυπήσανε τα αυτιά με τη γαϊδουροφωνή τους
    δεν αντέχω άλλο πια την κακή ανατροφή τους.
    Μη μου γλωσσοκοπανάς το κεφάλι μου πονάς
    Μ’ εκνευρίζεις κι αν μιλάς κι αν σωπαίνεις κι αν……
    -Ελάτε να τα φτιάξουμε
    -Τα μούτρα σας να σπάσουμε
    -Αυτός ο άνθρωπος έχει μεγάλη γκρίνια,
    θαρρώ πως οι μεγάλοι μοιάζουνε του Μπουρίνια.
    Αχ, οι μεγάλοι πολύ συχνά δεν έχουν γνώση σαν τα μωρά.

    Με πιάνει το παράπονο
    Με πιάνει το παράπονο και κλαίω
    να βλέπω κήπους σφαλιστούς
    Στα κάγκελα παιδιά σκαρφαλωμένα
    να λαχταρίζουν τους κισσούς.

    Με πιάνει το παράπονο και κλαίω
    να βλέπω τοίχους με γυαλιά
    Να μη μ’ αφήνεις να χοροπηδάω
    καθώς τα δέντρα, τα πουλιά.

    Με πιάνει το παράπονο και κλαίω
    που έχουν άλλοι τα κλειδιά
    κι αφήνουν, βουβούς τους κήπους
    να ζουν σε τέτοια μοναξιά.

    Με πιάνει το παράπονο και λέω
    δε θα ‘ρθει κάποτε η στιγμή
    να ρίξουν τα παιδιά τους φράχτες
    κάτω να μπουν και να χαρούν τη γη.

    Μ’ αρρώστησε ο Μορμόλης
    Βλέπω το Μορμόλη
    τρέμουνε τα πόδια,
    τρέμουνε τα χέρια
    σαν μιλούν γι αυτόν,
    τρέμει το κεφάλι
    έχω καρδιοχτύπι
    και σπαζοκολιάζω
    σαν μιλούν γι αυτόν.
    Κι όμως ξέρω ότι
    ο Μορμόλης είναι
    ένα παλιοκούτι
    είμαι εγώ κουτός.
    Μ’ έχει τρελάνει,
    με έχουν βασκάνει
    έχουνε σαλέψει
    τα συλλογικά.
    Το ‘χουν παρακάνει
    με έχουνε πλανέψει,
    μ’ έχουνε μαγέψει
    τα μορμολικά.
    Βοήθα με Μορμόλη,
    σώσε με Μορμόλη,
    άγιε μου Μορμόλη
    και θαυματουργέ
    βάστα τα μυαλά μου
    κράτα την καρδιά μου
    δώς μου την υγεία μου
    παντοδύναμε.

    Ο στρατηγός
    Ως εδώ και μη παρέκει
    το ποτήρι γέμισε
    σημαδεύω με τουφέκι
    όποιον λοξοδρόμησε .
    Κεραυνούς θα ξαμολύσω
    φοβερά αστραπόβροντα
    με φωτιές θα πολεμήσω
    και ψηλά παγόβουνά.
    Χάνω την υπομονή μου
    και θα γίνω ύαινα
    θα φορέσω τη στολή μου
    θα κρατήσω τρίαινα
    βράζει ώρα όχι άλλα πείσματα
    θα γεμίσει όλη η χώρα
    ζωηρά σαλπίσματα.

    Έρευνα
    Ψάχνω, ψάχνω, ξετρυπώνω
    έχω μύτη και τη χώνω.
    Άκουσα γενναίο κρότο,
    κάποιο τρίξιμο
    σαν να τρώει λαγός καρότο
    ήταν βήξιμο.

    Δεν καταλαβαίνω γρι
    δε με νοιάζει πια το γκρι.

    Ψάχνω , ψάχνω, ψάχνω, ψάχνω!

    Βρήκες κάτι, βρήκες κάτι;
    θα μου μείνει το γινάτι.
    Αφουγκράσου παρακεί

    Θαρρώ πως θα φωνάξω
    τη χωροφυλακή

    Ορκίζομαι υπουργικά
    να βρω τον παλιομασκαρά!

    Υπουργός σαν κάνει όρκους,
    βρείτε γρήγορα ενόρκους.

    Ψάχνω , ψάχνω, ψάχνω, ψάχνω!

    Ο Μορμόλης είναι εκεί κι όλους μας πολιορκεί.
    Ο Μορμόλης ειν’ εδώ κι όπου να ‘ναι θα τον βρω.

    Πήρε τέλος το παιχνίδι
    Πήρε τέλος το παιχνίδι, κουραστήκαμε
    του θεάτρου το σανίδι βαρεθήκαμε
    τα παιχνίδια τελειώνουν και ξεφτίζουνε
    όταν οι χαρές παλιώνουν, ξαναρχίζουμε.

    Οι χαζοί, χαζοί θα μείνουν
    δε μαθαίνουνε
    αν αινίγματα δε λύνουν
    την παθαίνουνε.

    Όταν πάτε σπίτι όλοι
    να προσέξετε
    όλα γίνονται Μορμόλης
    για να παίξετε.

    Ο Μορμόλης λέει τώρα
    στην παρέα σας
    πως θα φύγει σ’ άλλη χώρα,
    καλησπέρα σας!

     

    Απόστολος Πάππος
    Απόστολος Πάππος
    Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1976. Νηπιαγωγός. Κάποτε έφτιαξε το ELNIPLEX. Τώρα γράφει γι' αυτό μόνο όποτε του αρέσει κάτι.
    RELATED ARTICLES

    Most Popular