Μερικές χιλιάδες χρόνια πριν. Ο μικρός Ποκ ζει μέσα σε μια σπηλιά. Τυλίγεται με σκεπάσματα αρκούδας και κουρνιάζει κοντά στη μητέρα του για να ζεσταθεί. Το πρώτο πρωί της άνοιξης, οι άντρες της σπηλιάς ετοιμάστηκαν για κυνήγι. Μάταια ο Ποκ περίμενε στην είσοδο της σπηλιάς να τον υπολογίσουν για μεγάλο και να τον πάρουν μαζί τους. Έμεινε πίσω,στην περιοχή της σπηλιάς, ως μικρός κι ακατάλληλος για κυνηγός. Μα για δες! Από ετούτη την απόρριψη, άρχισε η άνοιξη να φωτίζει τη σπηλιά και τη ζωή του.
Ήταν διαφορετικός ο κόσμος της σπηλιάς από τον έξω κόσμο κι ο βαρύς χειμώνας σε έκλεινε στον πρώτο απαγορεύοντάς σου να εξερευνήσεις τον τόσο γοητευτικό δεύτερο. Μα τώρα ήταν άνοιξη κι ο Ποκ άρχισε να καλπάζει στη φύση που αποκαλυπτόταν καθώς το χιόνι έλιωνε κι ο ήλιος φώτιζε τον ανεξερεύνητο πραγματικό κόσμο. Κι όταν βράδιαζε, απολάμβανε τις σκιές που δημιουργούσε η τηλεόραση της εποχής, η φωτιά, πίσω από τα σώματα των ανθρώπων της σπηλιάς του.
Μα ο ήλιος και η άνοιξη δεν θα άφηναν τη φωτιά να τους κλέψει έτσι εύκολα τη δόξα. Με το χέρι της μάνας του στο δικό σου, γνωρίζει τα πρώτα σημάδια των “ανθρώπων” της εποχής στους βράχους. Με μια πρώτη ματιά ήταν απλοί κύκλοι. Με τα μάτια της μάνας του, ήταν ημερολόγια φυτών, πουλιών, από καρβουνάκι. Παράξενο κι υπέροχο αυτό το καρβουνάκι, γίνηκε η αποκάλυψη εκείνης της μέρας και της ζωής του Ποκ. Ζήτησε από τη μητέρα να του το χαρίσει. Εκείνη τον πήγε πάνω από τα αποκαϊδια της φωτιάς να πάρει όσα θέλει. Σα να του αγόραζε δώρο ένα κουτί μολύβια έλαμψε το πρόσωπό του.
Αυτό ήταν! Από εκείνη τη στιγμή τα καρβουνάκια τον τραβούσαν σα μαύρα μαγνητάκια να βρει λείους βράχους, να χαράξει τις δικές του γραμμές, να βγάλει από μέσα του τον μικρό καλλιτέχνη που κρύβει κάθε παιδί. Βρήκε βράχους, το χέρι του βρήκε κυκλάκια να χαράξει. Κι αμέσως του φάνηκε γυμνό ένα σχέδιο με μαύρο καρβουνάκι κι αναζήτησε χρώματα, να ομορφύνει τα σχέδιά του, το βλέμμα του, τον κόσμο. Τα έψαξε στις αγριοφράουλες. Τα υποψιάστηκε στον παντεπόπτη ήλιο που τα πάντα χρωμάτιζε και φώτιζε.
Η ζωγραφική του έγινε πάθος. Το κυνήγι εξαφανίστηκε από τα ενδιαφέροντά του. Γιατί τα παιδιά, από παλιά ήταν στη φύση τους να είναι καλλιτέχνες, όχι βιοπαλαιστές. Να κρατούν μολύβια και να χαράζουν σχέδια, όχι ρόπαλα και να χαράζουν δέρματα (ακρογωνιαία ανάγκη για εκατομμύρια χρόνια). Η μάνα του είχε τη λύση. Τον πήγε στη σπηλιά, στον τρανό ζωγράφο των σπηλαίων, στο γέροντα που ζωγράφιζε στους βράχους, κατά παραγγελία πια, γιατί οι κυνηγοί πίστευαν ότι τους έφερνε τύχη στο διάβα τους για τροφή. Και μέσα στη σπηλιά του γέροντα, ο Ποκ θα γίνει πρώτο παιδί που θα αναζητήσει να ζωγραφίζει στους βράχους και- με έναν παράξενο τρόπο- αυτό θα τον κάνει έναν σπουδαίο…κυνηγό!
Η ιστορία του Ποκ σε πρώτο επίπεδο είναι η ιστορία των ανθρώπων. Η επιβίωσή τους στη σπηλιά και την εχθρική φύση, το κυνήγι των αντρών μόλις ο καιρός το επιτρέψει (εμείς σήμερα ψωνίζουμε από τα μάρκετ της περιοχής), η αναμονή των μικρών αγοριών για την ένταξή τους στις ομάδες κυνηγιού, η κοινωνική μάζωξη τους κάθε βράδυ πλάι στις σπίθες της φωτιάς.
Σε δεύτερο επίπεδο, είναι η ιστορία όλων των παιδιών του κόσμου. Το παιδί δε γεννήθηκε να κυνηγά το φαγητό (και το μεροκάματο) της ημέρας. Η ψυχή του λαχταρά παιχνίδι. Τα μάτια του μαζεύουν εικόνες. Τα χέρια του θέλουν να τις απεικονίσουν. Κάπως έτσι, ο Ποκ ξεφεύγει από την ομαδική λαχτάρα του κυνηγιού και γίνεται το παιδί-σύμβολο, ο πρώτος μικρός καλλιτέχνης που γυρεύει να ανακαλύψει τον κόσμο μέσα από τα χρώματά, τις μορφές, τις απεικονίσεις του.
Η ιστορία θα μπορούσε να λέγεται ή να έχει υπότιτλο έστω “Το καρβουνάκι”. Γιατί με αυτό το ασήμαντο κομμάτι γης, ο μικρός Ποκ νοηματοδοτεί τον κόσμο, ανακαλύπτει την τέχνη κι αυτό το αρχέτυπο ένστικτο που υπαγόρευσε στους ανθρώπους να εκφραστούν και να εκφράσουν τον κόσμο γύρω τους όπως τον αντιλαμβάνονταν. Οι ζωγραφιές των σπηλαιών, οι βραχογραφίες όπως είναι γνωστές, έγιναν με ελάχιστα εργαλεία (κλαδιά, τρίχες ζώων για πινέλα, κούφια οστά) και χρώματα από τον πλούτο της φύσης (κάρβουνο, αιματίτης, λεμονίτης κ.α.). Οι προϊστορικοί περίπου πρόγονοί μας ζωγράφιζαν πάνω στους βράχους ζώα, φυτά, κινδύνους, φιγούρες.
Ο Ποκ είναι διαχρονικά όλα τα παιδιά του κόσμου από τότε που εκείνο το παράξενο δίποδο κατέβηκε από το δέντρο (υπάρχουν πολλές ερμηνείες γιατί το έκανε) και άρχισε να βλέπει τον κόσμο από το ύψος της όρθιας στάσης, από τότε που άρχισε να χρησιμοποιεί τον αντίχειρά του για να φτιάξει τον υπέροχο κόσμο των εργαλείων που τόσο του ήταν απαραίτητα. Αν θέλετε να μυήσετε τα παιδιά, παραμυθένια, στις απαρχές του ανθρώπινου γένος, εκεί όπου ξεκίνησαν όλα, εκεί όπου ανασαίνει ακόμα η μήτρα όλων μας, η ιστορία του Μικρού Ζωγράφου των Βράχων είναι 40 σελίδες παραμυθένιας πυρίτιδας στα χέρια σας, ένα καρβουνάκι για να ξεκινήσει το ταξίδι σας σε εκείνους τους ανθρώπους. Κι όχι απλά να ξεκινήσει.
Το βιβλίο όμως έχει και δυο χρυσά παρακλάδια. Το ένα είναι τα χρώματα. Ο Ποκ τα ψάχνει. Αναζητά τις πηγές χρωματισμού του κόσμου. Ο ήλιος είναι μια απάντηση. Η γη είναι η δεύτερη. Δυο τους μας έδωσαν τα πάντα για εκατομμύρια χρόνια πριν έρθει η βοήθεια της χημείας και της βιομηχανίας. Μίξεις, προσμίξεις, φυσικά χρώματα στη γη. Ωραία λαβή για να εξερευνηθούν από ένα παιδί.
Το δεύτερο παρακλάδι είναι οι σκιές. Εκείνες οι σκιές που έφτιαχνε η φωτιά πίσω από τα κεφάλια των συναθροισμένων ανθρώπων. Αυτό το σπέρμα του θεάτρου σκιών και των σκιερών αναπαραστάσεων. Ο Χόμο Σάπιενς Σάπιενς, ο γλυκύς εκείνος πρόγονος είναι ίσως ο πρώτος συνειδητοποιημένος καλλιτέχνης και αφηγητής. Ο πρώτος παραμυθάς γύρω από τη φωτιά.
Πολύ ωραία τα φωτίζει σαν τη φωτιά των προγόνων όλα αυτά η ιστορία της Μαρίας Πετκανοπούλου. Με ωραίο ξεδίπλωμα της ιστορίας, με αποφυγή πλατειασμών στις τελικά μεστές νύξεις της για την κοινωνική ζωή και καθημερινότητα των “ανθρώπων” της εποχής, με τρυφερότητα και ρεαλισμό στο μεγαλύτερο τμήμα του παραμυθιού, με παρένθετες ποιητικές νοηματικά φράσεις σε κάποιες περιπτώσεις.
Πρόσφατα διάβασα κι εκείνα τα δύο παραμύθια του Στέφανο Μπορντιλιόνι (Ιστορίες πριν από την Ιστορία- Γύρω από τη φωτιά, Κυνηγώντας το μαμούθ). Το “Γύρω από τη φωτιά” μαζί με τον “Μικρό ζωγράφο των βράχων” της Μ. Πετακνοπούλου, είναι τα δύο βιβλία που χρειάζεστε για να φωτίσετε τους προϊστορικούς προγόνους μας στο βλέμμα και το νου των παιδιών. Θα πάψουν έτσι να πιστεύουν ότι τη βροχή τη ρίχνει ο θεός και θα γνωρίσουν το ανθρώπινο είδος, τότε, στο τρανό μεγαλείο που όλα τον έσκιαζαν κι όλα για εκείνον ήταν τόσο μα τόσο απροσδόκητα.
Καμία έκπληξη δε νιώθω για τη βράβευση της συγγραφέως για το βιβλίο αυτό ως πρωτοεμφανιζόμενης.
Η εικονογράφηση της 19χρονης τότε Άννας Καρνή, κόρης της συγγραφέως, σαν από το χρωματιστό ξυλοκαρβουνάκι του Ποκ βγαλμένη. Τα ρεαλιστικά στοιχεία βοηθούν στην κατανόηση από τα παιδιά.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ | |
---|---|
Τίτλος: | Ο μικρός ζωγράφος των βράχων |
Συγγραφέας: | Μαρία Πετκανοπούλου |
Εικονογράφηση: | Άννα Καρνή |
Εκδόσεις: | Καλειδοσκόπιο, 2011 (β’ έκδοση 2013) |
Διάκριση: | Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα 2011 από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (Greek Ibby) |
Σελίδες: | 44 |
Μέγεθος: | 20 Χ 28 |
ISBN: | 978-960-471-028-7 |