Ο σπουδαίος Νικόλαος Γ. Πολίτης στις Παραδόσεις (εκδ. Γράμματα 1994), αναφέρει την λαϊκή ιστορία του Ανήλιαγου και της Ανήλιαστης, ερχόμενη από τα Λεχαινά Ηλείας:
“Στο Χλομούτσι ήταν μια βασιλοπούλα, που την αγαπούσε το βασιλόπουλο της Παλιόπολης. Το βασιλόπουλο αυτό το λέγαν Ανήλιαστο, γιατί ποτέ δεν το έβλεπε ο ήλιος ούτε το φως της ημέρας, κι ήταν μοίρα του, αν ήθελε το ιδεί ο ήλιος, να μαρμαρωθεί. Το ίδιο και η βασιλοπούλα, και για τούτο την έλεγαν κι αυτή Ανήλιαστη. Για να βλέπονται, έκαμαν ένα λαγούμι από την Παλιόπολη ώς το Χλουμούτσι. Μια φορά, όμως, κει που γύριζε το βασιλόπουλο στο παλάτι του, έτυχε να βρεθεί όξω από το λαγούμι την ώρα που έκραζε ο πετεινός, και το πήρε η ημέρα και μαρμαρώθηκε. Και βρίσκεται ακόμη μαρμαρωμένο μέσα στο λαγούμι που έτρεξε να μπει. Πολλοί εδοκίμασαν και μπήκαν μέσα στο λαγούμι για να πάν’ από την Παλιόπολη ώς το Χλουμούτσι, για να βρουν το μαρμαρωμένο βασιλόπουλου. Μαζί μ’ αυτούς ήταν κι ένας παπάς. Αλλά, θέλεις από το πολύ σκοτάδι, θέλεις από φόβο, εφοβήθηκαν και γύρισαν πίσω”.
Κι εγώ που σε εκείνα τα μέρη δεν την άκουσα, έτυχε μια φορά να μου την πει μια νεράιδα λίγο πιο βόρεια, στη γη της Αιτωλίας και της Ακαρνανίας. Κι από εκεί θα σας την πω:
Σ’ ένα κάστρο, πιθανότατα στο κάστρο του Τρίκαρδου στην Αιτωλοακαρνανία, όπως μου είπανε οι νεράιδες που μου μαρτυρούνε όλα τα αυτά τα υπέροχα μυστικά, ζούσε έναν καιρό και μια φορά ένας λεβέντης όμορφος, ο Ανήλιαγος, πρωτότοκος, θαρρώ, γιος του βασιλιά της περιοχής. Μου είπαν ακόμη οι αγαπημένες μου νεράιδες, πως όταν ακόμα ήταν μωρό μέσα στην κούνια του, έσβησε το φως από το λυχνάρι που του είχε ανάψει ο πατέρας του και οι Νεράιδες τον καταράστηκαν να ζήσει για πάντα δίχως το φως του ήλιου να μπορεί να αντικρίσει. Αλλιώς…θα πέθαινε! Έτσι τον ονόμασαν “Ανήλιαγο” και ο πατέρας του ένα βαθύ του ‘χε φτιάσει παλάτι που έμπαινε μες τη γη, τόσο που δεν έφτανε ποτέ το φως από τις χρυσοφτέρουγες ακτίνες του ήλιου.
Κάθε βράδυ όμως, όταν ο βασιλιάς και παντεπόπτης ήλιος έδυε, έβγαινε απ’ το παλάτι του, περνούσε τον μεγάλο ποταμό του δάσους με τ’ άσπρο άλογό του και πήγαινε ν’ ανταμώσει την αγαπημένη του αρχόντισσα, την κυρά Ρήνη (Ειρήνη), που ζούσε στο δικό της κάστρο.
Γινόταν καιρό αυτό κι όμορφα κυλούσε ο καιρός. Μα ήρθανε μέρες που σκέψεις κακές ρίζωσαν στο μυαλό της κυρά Ρήνης. «Γιατί έρχεται κοντά μου μονάχα νύχτα;», αναρωτιόταν. «Και γιατί πάντοτε φεύγει πριν ξημερώσει;»
Σκέψεις κακές όταν ριζώσουν στο μυαλό μας σαν άρρωστοι φερνόμαστε και πράματα παράλογα θα κάνουμε. Να το ξέρεις και ακόμα καλύτερα να το θυμάσαι: ό,τι σκεφτόμαστε γίνεται η ζωή μας η ίδια λίγο καιρό μετά.
Καθόλου δεν της άρεσε της κυρά Ρήνης αυτή η συνήθεια του αγαπημένου της. «Μην αγαπά κάποια άλλη ο βασιλιάς μου;», δηλητηρίασε το μυαλό της ακόμη περισσότερο κι άλλο να κρατηθεί δε μπόρεσε. Βάλθηκε την αλήθεια να βρει κι ας μη γνώριζε το τίμημα το ακριβό που θα πληρώσει.
Αποφάσισε λοιπόν τον αγαπημένο της να ξεγελάσει και τι συμβαίνει να γνωρίσει. Διέταξε τους έμπιστους υπηρέτες της και σφάξανε όλα τα κοκόρια της περιοχής. Όλα!
Κι ήρθε το επόμενο βράδυ και ο Ανήλιαγος πήγε όπως πάντα στην κυρά Ρήνη με το άλογο του και πέρασε τη νυχτιά μαζί της. Αλλά κοκόρια να λαλήσουν δεν υπήρχαν κι έτσι ξεχάστηκε λίγο περισσότερο ο Ανήλιαγος. Κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και καβάλησε το άλογό του. Έτρεχε σαν αστραπή για να προλάβει. Πάνω που περνούσε τον ποταμό, λίγο πριν φτάσει στο κάστρο του, τον βρήκαν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου στην πλάτη, ξεπέζεψε και μαρμάρωσε εκεί για πάντα, πλάι στο ποτάμι του κάστρου του, θαμπωμένος από τη λάμψη του βασιλιά Ήλιου. Η κυρά Ρήνη είχε μάθει επιτέλους την αλήθεια αλλά μάλλον την είχε πληρώσει πολύ ακριβά…
Ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης είχε γράψει για το μύθο του Ανήλιαγου το εξής όμορφο ποίημα:
Ο Βασιλιάς Ανήλιαγος
Στο βασιλιά του Τρίκαρδου, το μοναχό παιδί
οι μοίρες που το μύρωσαν κατάρα είχαν κάνει
πως άμα ο ήλιος το ειδή
ευθύς θε να πεθάνει
Κι’ ο βασιλιάς πατέρας του μ’ ελπίδα να σωθεί
από του ήλιου το κακό και φλογισμένο μάτι
τώχτισε επίτηδες βαθύ
μέσα στη γη παλάτι
Χρόνια πέρασαν…Πέθανε ο γέροντας γονιός
και με την ώρα την καλή θα βασιλέψει τώρα
Ανήλιαγος ο μορφονιός
στου Τρίκαρδου τη χώρα
Κι ο βασιλιάς Ανήλιαγος τις μέρες του περνά
μες’ στα βαθιά παλάτια του και μοναχά το βράδυ
βουνά και κάμπους τριγυρνά
στης νύχτας το σκοτάδι
Κι’ η Κυρά Ρήνη η όμορφη τον είδε μια βραδιά
στο κάστρο εμπρός να κυνηγά μ’ ολόφωτο φεγγάρι
κι ένιωσε αγάπη στην καρδιά
για τ’ άξιο το παλικάρι …
Ο βασιλιάς Ανήλιαγος σαν κάθε βασιλιάς,
τώρα κι αυτός ολονυχτίς στη χώρα δε γυρίζει.
Σ’ αγαπημένη αγκαλιά γυρμένος ξενυχτίζει.
Μα στη χαρά του δεν ξεχνά της μοίρας το γραφτό.
Και πριν να φέξει στο βουνό και πριν να φέξει τ’ άστρο
αφήνει ταίρι ζηλευτό
και φεύγει από το κάστρο.
Του κάκου τον ρωτά η Κυρά γιατ’ έτσι πρωινά
την παρατάει μονάχη ! Εκείνος δεν της κρήνει
και μαύρη ζήλεια τυραννά
τη δόλια Κυρά Ρήνη.
Τόσο, που τι σοφίζεται η πονηρή Κυρά:
Όλους με μια τους πετεινούς του κάστρου της σκοτώνει
για να μη νιώσει μια φορά
ο νιος πως ξημερώνει
Ο βασιλιάς Ανήλιαγος γελιέται την αυγή!
Και πριν να ρθεί στον Τρίκαρδο κοντά στην Παλιο-Μάνη,
κατάρα! Ο ήλιος είχε βγει
κι ο νιος είχε πεθάνει
Συναισθήματα: καχυποψία-δυσπιστία
Μαθηματικές έννοιες: αργά, γρήγορα, βιασύνη
Ζώα: το άλογο, ο κόκκορας
Φυσικά φαινόμενα: ξημέρωμα, δύση ηλίου, ήλιος, ο κύκλος της μέρας
Αντικείμενα: γυαλιά ηλίου
Δείτε και μια άλλη εκδοχή: