Για να γίνει πιο ελκυστική η αγαπημένη ιστορία του Ανήλιαγου σκέφτηκα κάποια στιγμή να την οπτικοποιήσω. Πήρα λοιπόν σκιές, σιλουέτες (υπάρχουν ωραίες στο διαδίκτυο) και έπαιξα με το περίγραμμά τους. Κολλάς το μαύρο σκίτσο σε λευκό χαρτί, κόβεις μισό πόντο πάνω από το περίγραμμα τους ώστε το μαύρο σκίτσο να τυλιχτεί από μια γλυκιά ιδέα λευκού και όλο μαζί μετά το ξανακολλάς σε μαύρο κάνσον χαρτόνι. Το αποτέλεσμα θυμίζει μαύρο θέατρο. Οι πιο καλλιτέχνες μπορούν να ζωγραφίσουν απευθείας πάνω στο μαύρο χαρτόνι με φωσφοριζέ χαρτόνι (κι εδώ ερχόμαστε πιο κοντά στο μαύρο θέατρο αλλά και στην τεχνική του black light) ή να σχεδιάσουν με μπλάνκο ροδέλα.
Η ιστορία του Ανήλιαγου αγαπήθηκε από τα παιδιά, ζωγραφίστηκε και μπήκε στα χείλη τους ως συζήτηση.
Διαβάστε όλο το μύθο εδώ.
Σ’ ένα κάστρο ζούσε έναν καιρό και μια φορά ένας λεβέντης όμορφος, ο Ανήλιαγος, πρωτότοκος γιος του βασιλιά της περιοχής. Όταν ακόμα ήταν μωρό μέσα στην κούνια του, έσβησε το φως από το λυχνάρι που του είχε ανάψει ο πατέρας του και οι Νεράιδες τον καταράστηκαν να ζήσει για πάντα δίχως το φως του ήλιου να μπορεί να αντικρίσει. Αλλιώς…θα πέθαινε! Έτσι τον ονόμασαν “Ανήλιαγο”…
και ο πατέρας του ένα βαθύ του ‘χε φτιάσει παλάτι που έμπαινε μες τη γη, τόσο που δεν έφτανε ποτέ το φως από τις χρυσοφτέρουγες ακτίνες του ήλιου.
Κάθε βράδυ όμως, όταν ο βασιλιάς και παντεπόπτης ήλιος έδυε, έβγαινε απ’ το παλάτι του, περνούσε τον μεγάλο ποταμό του δάσους με τ’ άλογό του και πήγαινε ν’ ανταμώσει την αγαπημένη του αρχόντισσα, την κυρά Ρήνη (Ειρήνη), που ζούσε στο δικό της κάστρο.
Γινόταν καιρό αυτό κι όμορφα κυλούσε ο καιρός. Μα ήρθανε μέρες που σκέψεις κακές ρίζωσαν στο μυαλό της κυρά Ρήνης. «Γιατί έρχεται κοντά μου μονάχα νύχτα;», αναρωτιόταν. «Και γιατί πάντοτε φεύγει πριν ξημερώσει;»
Σκέψεις κακές όταν ριζώσουν στο μυαλό μας σαν άρρωστοι φερνόμαστε και πράματα παράλογα θα κάνουμε. Να το ξέρεις και ακόμα καλύτερα να το θυμάσαι: ό,τι σκεφτόμαστε γίνεται η ζωή μας η ίδια λίγο καιρό μετά.
Καθόλου δεν της άρεσε της κυρά Ρήνης αυτή η συνήθεια του αγαπημένου της. «Μην αγαπά κάποια άλλη ο βασιλιάς μου;», δηλητηρίασε το μυαλό της ακόμη περισσότερο κι άλλο να κρατηθεί δε μπόρεσε. Βάλθηκε την αλήθεια να βρει κι ας μη γνώριζε το τίμημα το ακριβό που θα πληρώσει.
Αποφάσισε λοιπόν τον αγαπημένο της να ξεγελάσει και τι συμβαίνει να γνωρίσει. Διέταξε τους έμπιστους υπηρέτες της και σφάξανε όλα τα κοκόρια της περιοχής. Όλα!
Κι ήρθε το επόμενο βράδυ και ο Ανήλιαγος πήγε όπως πάντα στην κυρά Ρήνη με το άλογο του και πέρασε τη νυχτιά μαζί της. Αλλά κοκόρια να λαλήσουν δεν υπήρχαν κι έτσι ξεχάστηκε λίγο περισσότερο ο Ανήλιαγος. Κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και καβάλησε το άλογό του. Έτρεχε σαν αστραπή για να προλάβει. Πάνω που περνούσε τον ποταμό, λίγο πριν φτάσει στο κάστρο του, τον βρήκαν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου στην πλάτη, ξεπέζεψε και μαρμάρωσε εκεί για πάντα, πλάι στο ποτάμι του κάστρου του, θαμπωμένος από τη λάμψη του βασιλιά Ήλιου.
Η κυρά Ρήνη είχε μάθει επιτέλους την αλήθεια αλλά μάλλον την είχε πληρώσει πολύ ακριβά…