Ο Ντέρεκ Άντονι Ρέιμοντ γεννήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 1965 στις Αντίλλες. Το αγώνισμά του ήταν τα 400 μέτρα, στο στίβο. Κέρδισε πολλά μετάλλια σε διεθνείς αγώνες και διοργανώσεις (xρυσό στο παγκόσμιο του Τόκιο το 1991 με την ομάδα 4Χ400 της Μ. Βρετανίας, αργυρό στο παγκόσμιο της Ρώμης το 1987 κ.α.)
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης το 1992 είχε προκριθεί με άνεση στον ημιτελικό των 400 μέτρων και μάλιστα χαρακτηριζόταν ως ένα από τα φαβορί για μετάλλιο. Λίγο μετά τα 150 μέτρα της κούρσας, στα 16 δευτερόλεπτα της διαδρομής, ο Ρέιμοντ σταμάτησε την κούρσα του κουτσαίνοντας. Γονάτισε για λίγο πιάνοντας τον τένοντά του. Είχε σχιστεί και πονούσε φριχτά.
Λίγα δευτερόλεπτα μετά, σηκώθηκε και άρχισε να κουτσαίνει προσπαθώντας να τερματίσει, κρατώντας με το χέρι του τον δεξί του τένοντα. Εκείνη τη στιγμή, ένας άντρας έσπασε το "δίχτυ" των ανθρώπων ασφαλείας του σταδίου και άρχισε να τρέχει προς το μέρος του. Φαινόταν αποφασισμένος. Ήταν ο πατέρας του, Τζιμ Ρέιμοντ. Τον αγκάλιασε. "Δεν χρειάζεται να το κάνεις αυτό", είπε στο γιο του. "Ναι, πρέπει να το κάνω" του απάντησε αποφασιστικά ο Ντέρεκ. "Θα το τελειώσουμε μαζί λοιπόν αυτό", του είπε ο πατέρας του και κρατώντας τον, τον οδήγησε προς τον τερματισμό. Λίγα μέτρα πριν τη γραμμή του τερματισμου, τον άφησε μόνο για να δεχτεί ένα ανεπανάληπτο standing ovation από όλο το στάδιο που χειροκροτούσε την αυταπάρνηση, την αγωνιστικότητα και την ακαταμάχητη θέληση του αθλητή να τερματίσει.
Η κούρσα του Ρέιμοντ έμεινε στην παγκόσμια ιστορία του αθλητισμού ως μία απο τις πλέον εμβληματικές στιγμές των αγώνων και των αδάμαστων ολυμπιακών ιδεών.