Δεν προκύπτουν μόνο ανάμεσα στα αδέρφια αλλά και μέσα σε παρέες ή ομάδες παιδιών. Μπορεί τέτοιου είδους επεισόδια να είναι πολύ κουραστικά, ιδίως για τους ενήλικες που ανακαλύπτουν ξαφνικά ότι δεν μπορούν να ηρεμήσουν τα πνεύματα, είναι όμως πολύ εποικοδομητικά για τα ίδια τα παιδιά. Δεν υπάρχει παιδί που να αρκείται στο παιχνίδι που κρατά στο χέρι και να μην ζηλεύει το παιχνίδι που βλέπει στο χέρι του άλλου παιδιού, ακόμα κι αν πριν από λίγο το κρατούσε στα δικά του χέρια και το αντάλλαξε κατόπιν διαπραγμάτευσης. Τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο, όταν το άλλο παιδί δείχνει να αρκείται στο παιχνίδι του. Σε γενικές γραμμές οι ενήλικες, ανάμεσά τους και οι γονείς, αδυνατούν να καταλάβουν τη λογική μιας τέτοιας συμπεριφοράς· ούτε καν τους περνά από το μυαλό ότι έτσι φέρονταν κι αυτοί στην ίδια ηλικία. Αρκούνται σε απλοϊκά συμπεράσματα που έχουν αντλήσει από παρόμοιου τύπου διενέξεις, όπου στην πραγματικότητα υπεισέρχεται πληθώρα ζητημάτων: ο εαυτός και ο άλλος, η απειλή που αποτελεί ο άλλος για τον εαυτό, η ρήξη, η σχέση με την ικανοποίηση και ιδίως με τη μυστηριώδη και ασύλληπτη ικανοποίηση που προσφέρει το αντικείμενο. Συναντάμε ένα διασκεδαστικό και εύγλωττο παράδειγμα στον Χάκλμπερι Φιν του Μαρκ Τουέιν. Ο μικρός πήρε εντολή από τον πατέρα του να βάψει το φράχτη του σπιτιού και στρώνεται στη δουλειά με μισή καρδιά, μέχρι που έρχονται οι φίλοι του να τον πάρουν να πάνε για ψάρεμα. Εκείνος, αντί να τους μιλήσει για την αγγαρεία που του έχει επιβάλει ο πατέρας τους, τους κάνει να πιστέχουν ότι η ικανοποίηση που του προσφέρει το βάψιμο του φράχτη είναι απείρως ανώτερη από τη χαρά του ψαρέματος. Οι φίλοι του εντυπωσιάζονται και θέλουν να δοκιμάσουν. Κι εκείνος όχι μόνο τους αφήνει να βάψουν, τον καθένα με τη σειρά του, αλλά τους ζητάει και χρήματα για την άδεια που υποτίθεται ότι τους παραχωρεί.
Για το παιδί το παιχνίδι δεν είναι απλώς ένα παιχνίδι. Επάνω του μπορεί να ασκήσει εξουσία, να το στολίσει με ο,τι του υπαγορεύει η φαντασία του και να προβάλει σε αυτό τα φαντάσματά του. Δεν έχει ούτε ταυτότητα ούτε χαρακτηριστικά αυτό καθαυτό. Θα περάσει πολύς καιρός μέχρι να τα αποκτήσει. Το συναρπαστικό κουνιστό αλογάκι ή το εξίσου συγκλονιστικό πυροσβεστικό όχημα που ξεθάφτηκαν από μια αποθήκη προσδιορίζονται ως τέτοια, αλλά η ανάμνηση που κρατά το παιδί από αυτά τα παιχνίδια συνδέεται περισσότερο με την φαντασιακή δραστηριότητα που συνοδεύει τη χρήση τους παρά με την ίδια τη χρήση. Από την άποψη αυτή, το αντικείμενο δεν είναι τόσο αυτό που είναι όσο αυτό που εγγράφεται σε μια αλυσίδα αναγκών. Όλοι μας έχουμε κάποια στιγμή κατα΄φυγει στη χρήση ενός αντικειμένου για να καλύψουμε την απώλεια- μια απώλεια σχεδόν αναντικατάστατη- του πρώτου αντικειμένου: του στήθους {με την ευρεία έννοια του όρου} της μαμάς.
Έτσι λοιπόν, όταν νιώθω ότι δεν μπορώ να αντικαταστήσω το χαμένο αντικείμενό μου με το αντικείμενο που κρατώ στο χέρι, θα δω μήπως μπορώ να το αντικαταστήσω με κάποιο άλλο. Με αυτό, για παράδειγμα, που έχει ο διπλανός μου. Κι αν δεν μπορώ να του το πάρω εύκολα, θα προσπαθήσω να διαπραγματευτώ μια ανταλλαγή. Πράγματα που ο άλλος θα αποδεχθεί, αφού βρίσκεται πάνω κάτω στην ίδια κατάσταση με μένα. Να, όμως, που μόλις το ανταλλάξουμε αυτός δείχνει να χαίρεται, ενώ εγώ δεν βρίσκω τίποτα ικανοποιητικό στο αντικείμενο που μου έδωσε. Αντί να του τη φέρω, την έφερα στον εαυτό μου! Δεν το δέχομαι- πρέπει να μου το δώσει πίσω. Μου λέει ότι δεν γίνεται, ότι εγώ του ζήτησα να ανταλλάξουμε και ότι, αφού δεν ήθελα, ας μην το πρότεινα! Ε, όχι!
Ο τσακωμός δεν έχει τελειωμό…
Όσο ανόητοι, κουραστικοί και άσκοποι κι αν φαντάζουν στον ενήλικα αυτοί οι τσακωμοί, άλλο τόσο σημαντικοί είναι για το παιδί, το οποίο μέσα από κάθε τέτοια περιπέτεια προσθέτει ένα ακόμα σημάδι, ένα ακόμα σημεία, μία ακόμα απόχρωση στην αντίληψη που διαμορφώνει για τον εαυτό του, για το περιβάλλον του και για τη θέση του σε αυτό. Το παιδί που ασκεί θριαμβευτικά την παντοδυναμία του θα βρεθεί κάποια στιγμή απέναντι σε ένα άλλο παιδί με ανάλογες προθέσεις, το οποίο θα καταφέρει να τσαλακώσει αυτήν την ψευδαίσθηση, χωρίς ωστόσο και το ίδιο να βγει αλώβητο από την αναμέτρηση, αφού και τα δύο παιδιά θα διδαχθούν το ένα από το άλλο τη χρήση των ελιγμών και των συμφωνιών. Τα πολιτικά συστήματα δεν επινόησαν τίποτα καινούριο σε αυτόν τον τομέα, και τα παιδιά είναι μεταξύ τους άριστοι καθρέφτες της πραγματικότητας που βιώνουν αλλά και άριστοι θεραπευτές το ένα για το άλλο.
Δεν πρέπει επομένως να ανακατευόμαστε για να ρυθμίζουμε τις διαφωνίες των παιδιών σχετικά με τα παιχνίδια. Δεν θα καταφέρουμε τίποτα. Και βέβαια το λάθος που πρέπει οπωσδήποτε να αποφύγουμε είναι να τους αγοράσουμε ένα ομαδικό παιχνίδι- το οποίο εξ ορισμού δεν μπορεί να το παίξει κανείς μόνος του- λέγοντας ότι είναι για όλους· το παιχνίδι αυτό πρέπει να ανήκει αποκλειστικά σε κάποιον, ακόμα κι αν τα άλλα παιδιά δεν έχουν αντίστοιχα παιχνίδια· τακτική που διδάσκει ταυτόχρονα την αλληλεξάρτηση και τη διαπραγμάτευση.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να αποφασίσουμε χωρίς καμία διαπραγμάτευση τι ανήκει σε ποιον επιβάλλοντας έτσι την ησυχία. Μπορούμε πάντα να πετύχουμε μια ανακωχή. Σύντομη ανακωχή. Γιατί η διαμάχη θα ξαναρχίσει γρήγορα, πολύ γρήγορα- ευτυχώς! Τότε μπορούμε να παρηγορηθούμε, αποδεχόμενοι το γεγονός ότι αυτή η ηλικία δεν ξέρει τελικά τι σημαίνει οίκτος.