Δεκάδες τα ποιήματα, πολλοί οι ποιητές που έγραψαν για την ελιά. Από τον Όμηρο μέχρι τους πιο σύγχρονους. 2 ποιήματα, ένα δημοτικό τραγούδι και φυσικά ο άγιος παππούς Όμηρος που αγάπησε την ελιά μέσα στους χιλιάδες στίχους του, αγάπη διακριτή σε πολλά αποσπάσματα της Οδύσσειας (κυρίως) και της Ιλιάδας.
Στον Κωστή Παλαμά η ελιά είναι του ήλιου η θυγατέρα η χαιδεμένη και αγαπημένη. Ο ήλιος θρέφει την ελιά με την αγάπη του κι εκείνη παντού και πάντα αυτόν θέλει να κοιτάζει. Η σχέση ήλιου και ελιάς στο επίκεντρο. Ακολούθως τονίζεται ότι όπου γης και…πατρίς.
Η ελιά παντού στέκεται και δίνει τους καρπούς της, μέχρι να γεράσει, μέχρι να πάψει. Στον ίσκιο της ελιάς ξεκουράστηκε ο Ιησούς στο δάσος των ελαιών λίγο προτού σταυρωθεί και το δάκρυ του πότισε για πάντα τη ρίζα της. Η ελιά που είναι ο μόχθος των φτωχών και σπανίως των πλουσίων. Η ελιά που φωτίζει μέσα στη νύχτα με το φως του φεγγαριού πάνω στη ασημένια της φύλλα.
Κωστής Παλαμάς
Η ελιά
Είμαι του ήλιου η θυγατέρα
Η πιο απ’ όλες χαϊδευτή
Χρόνια η αγάπη του πατέρα
Σ΄ αυτό τον κόσμο με κρατεί
Όσο να πέσω νεκρωμένη
Αυτόν το μάτι μου ζητεί.
Είμ’ η ελιά η τιμημένη
Όπου και αν λάχει κατοικία
Δε μ’ απολείπουν οι καρποί.
Ως τα βαθιά μου γηρατειά,
Δεν βρίσκω στην δουλειά ντροπή.
Μ’ έχει ο θεός ευλογημένη,
Και είμαι γεμάτη προκοπή.
Είμ’ η ελιά η τιμημένη.
Εδώ στον ίσκιο μου μ’ αποκάτω
Ήρθ’ ο Χριστός να αναπαυθεί
Κι ακούστηκ’ η γλυκιά λαλιά του
Λίγο προτού να σταυρωθεί.
Το δάκρυ του, δροσιά αγιασμένη,
Έχει’ ς τη ρίζα μου χυθεί.
Είμ’ η ελιά η τιμημένη.
Και φως πράστατο χαρίζω
Εγώ στην άγρια τη νύχτα.
Τον πλούτο πα δεν τον φωτίζω,
Συ μ’ ευλογείς φτωχολογιά.
Κι αν απ’ τον άνθρωπο διωγμένη,
Με φέγγω μπρος στην Παναγιά.
Είμ’ η ελιά η τιμημένη.
*
Λορέντζος Μαβίλης
Η Ελιά
Στὴν κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσι,
γέρικη ἐλιά, ποὺ γέρνεις μὲ τὴ λίγη
πρασινάδα ποὺ ἀκόμα σὲ τυλίγει
σὰ νἄθελε νὰ σὲ νεκροστολίσει.
Καὶ τὸ κάθε πουλάκι στὸ μεθύσι
τῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγει
στὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνήγι,
στὸ κλαρί σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθίσει.
Ὢ πόσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκάνουν,
μὲ τὴ μαγευτικὴ βοὴ ποὺ κάνουν,
ὁλοζώντανης νιότης ὀμορφάδες
ποὺ σὰ θύμησες μέσα σου πληθαίνουν·
ὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουν
καὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες.
Ιωάννης Πολέμης
Η ελιά
(Αναγνωστικόν Έκτης Δημοτικού, 1964)
Ευλογημένο να ’ναι, ελιά, το χώμα που σε τρέφει,
κι ευλογημένο το νερό που πίνεις απ’ τα νέφη,
κι ευλογημένος τρεις φορές αυτός που σ’ έχει στείλει
για το λυχνάρι του φτωχού, για τ’ άγιου το καντήλι.
Δεν είσαι συ περήφανη σαν τ’ άλλα καρποφόρα,
που βιαστικά, ανυπόμονα, δεν βλέπουνε την ώρα
πότε με τ’ ανθολούλουδα τους κλώνους να σκεπάσουν
και με μια πρόσκαιρη ομορφιά τα μάτια να ξιπάσουν.
Εσύ ’σαι πάντα ταπεινή· πάντα δουλεύτρα, σκύβεις,
μ’ όλα τα πλούτη που κρατείς, μ’ όλο το βιο που κρύβεις.
Γι’ αυτό απ’ τα πρώτα νιάτα σου, που τα φιλούν οι ανέμοι,
ως τα βαθιά γεράματα, που το κορμί σου τρέμει,
και γέρνει κάθε σου κλαδί και κάθε παρακλάδι,
μέσα στον κούφιο σου κορμό δεν σου ’λειψε το λάδι.
Ιωάννης Πολέμης
Πατρίδα τα λιοτρίβια σου
Πατρίδα, τα λιοτρίβια σου
δουλεύουν νύχτα μέρα.
Με του λαδιού τη μυρωδιά
γεμίζουν τον αέρα.
Κι είν’ οι ελιές, Πατρίδα μου,
ακούραστες γριούλες.
Με τον καρπό τους τρέφουνε
παιδάκια και μανούλες.
Κι είν’ οι ελιές, Πατρίδα μου,
δέντρα ευλογημένα,
που στέκονται στον άνεμο
με τα κλαδιά απλωμένα.
*
Γιάννης Ρίτσος
Φεύγοντας απ’ τη Μονοβασιά
Πανάρχαιες ελιές, κούφιοι κορμοί συστραμμένοι·
το δύστυχο σταχτί· το καπνισμένο κίτρινο·
ίσκιοι των σύννεφων στους απέναντι λόφους.
Έρχεται υπάκουο το μακρινό, σε κοιτάει απ’ το πλάι·
ξεχνάς εκείνο που ‘θελες να του ζητήσεις· το χέρι σου
αφηρημένο περπατά στη μαλακιά ράχη του ζώου.
Ήταν αυτό; Και τι ήταν; Αντεστραμμένος χρόνος;
Οι γριές τυλίγουνε τα πόδια τους μ’ εφημερίδες,
τα δένουνε με σπάγκους. Προφυλάξεις, προφυλάξεις, –
ω, σιωπηλή διάρκεια· καθόμαστε χάμου στο χώμα
μ’ ένα καλάθι φραγκόσυκα, με το ’να παπούτσι του δρομέα, –
κι αυτή η επίμονη γυναίκα, η αποστεωμένη, η άγρια,
κάτω απ’ το δέντρο, μες στην πεισμωμένη λάμψη,
κρατώντας στα δυο χέρια της το απαρηγόρητο βρέφος.
Τότε ακριβώς ήταν που μάθαμε πως τίποτα δεν είχε χαθεί.
*
Άγγελος Σικελιανός
Το Διάβα του Ελαιώνα
(«Λυρικός Βίος Α’», Εκδόσεις Ίκαρος, 1965)
Στον Ιόνιο διάπλατο γιαλό διαβήκαμε, περνώντας
τον ελαιώνα, αγαπητό της Αθηνάς και πλήθια
σε ίσκιους βαθύ, σαν πέλαγο, και αχό με τους ανέμους.
Και ταξιδέψαμε το νου και το κορμί στους ίσκιους,
ανάμεσ’ από λούλουδα κι από ευωδιές, καθένας
στην αρμονία σα σε ραβδί αγριλίδας ζυγιασμένος.
Κι οι σαύρες, φωτοπράσινες, που δίπλα από τη ρίζαν
εκοίταγαν ασάλευτες στον ήλιο, και τα φίδια,
σα γητεμένα όλα βαθιά της αρμονίας μας ήταν,
και το ραβδί μου, ως πιστικού, το φίδι να πατήσει
δε σηκωνόνταν, στο μακρύ του κάμπου μονοπάτι,
μα ως σε κλαδί λογίζομουν να τυλιχτεί πως θα ’ρτει…
Κι η Γλαύκη πρώτη τη σιωπήν έκοψε, πρώτη, ως όταν
κόβεις ψωμί κριθάρινο, στη μέση, απά στο γόνα,
και η ευωδιά του ξεχειλάει αγγίζοντας τη φρένα.
Τέτοια και η Γλαύκη εμίλησε, που ’χε γλυκά ευωδιάσει
με λιόφυλλο το στόμα της κι ελούστη με τα φύλλα
και τον ανθό της λυγαριάς στα χέρια και στα χείλια…
*
Τα φύλλα της πικρά και άνθη της φαρμάκι της ελιάς όπου πήγε το πουλί να κάνει τη φωλιά του. Και ήρθε από τον Άδη. Όχι όπου κι όπου. Και απάνω εκεί γίνεται ο μικρός, όμορφος διάλογος για τη…ζωή στον Άδη.
Δημοτικό τραγούδι
Πουλάκι εβγήκε από τη γη και βγήκε
από τον Άδη και πήγε κι έκαμε φωλιά
σε μιας ελιάς κλωνάρι,
που είναι τα φύλλα της πικρά
και τα’ άνθια της φαρμάκι.
Το’ μάθαν οι βαριόμοιρες
και παν και το ρωτάνε:
-Πες μας, να ζεις, πουλάκι μου,
στον Άδη πως περνάνε;
Τάχα είν’ οι νιοι με τα’ άρματα
και οι νιες με τα στολίδια;
Τάχα είν’ και τα μικρά παιδιά με τα πολλά παιχνίδια;
-Εκεί στολίδια δε φορούν
κι άρματα δε βαστούνε
και τα καημένα τα παιδιά
τη μάνα τους ζητούνε.
*
Ο ιερός καρπός και το αδάμαστο δέντρο της ελιάς έδεσε πολλούς ανθρώπους στο άρμα του. Πολλοί την αγάπησαν και τόσο την αγάπησαν που ζήτησαν να τους συνοδεύει παντού και πάντα, ακόμα και στην κατοικία την τελευταία.
Παντελής Πρεβελάκης
– Αγαπάς τα δέντρα, Γιωργάκη; Με ρώτησε. Ποιο αγαπάς περισσότερο;
– Την ελιά αγαπώ περισσότερο, αποκρίθηκα.
– Κι εγώ την ελιά … όταν πεθάνω, να φυτέψεις μιαν ελιά καταμεσίς στο μνήμα μου, να με ρουφήξει με τις ρίζες της.
Κι απ’ τον καρπό που θα κάνει κάθε χρόνο, να μου ανάβεις ένα καντηλάκι.
– Έχε ζωή εσύ, κι εγώ ξέρω τι μνημούρι θα σου χτίζω, όταν έρθει η ώρα.
– Μπα; Είπε ξαφνιασμένη. Την ελιά μην ξεχάσεις!
Σαν ξέρω από τα κόκαλα μου θ’ ανάψει ένα φωτάκι, δε φοβούμαι το θάνατο.
*
Ο Οδυσσέας και ο Τηλέμαχος οργανώνουν τον ξεκαμό των μνηστήρων στη ρίζα μιας ελιάς. Η ιερότητα ξεκάθαρη.
Ομήρου Οδύσσεια
Ραψωδία ν
Τότες καθίσαν στῆς ἱερῆς ἐλιᾶς τὴ ρίζα οἱ δυό τους,
νὰ δοῦν πὼς θὰ ξεκάμουνε τοὺς ἄτιμους μνηστῆρες.
*
Στον περίβολο του σπιτιού του φύτρωνε κορμός μακρόφυλλης ελιάς. Η ελιά στο σπίτι, η ελιά στο συζυγικό κρεβάτι. Η ελιά παντού.
Ομήρου Οδύσσεια
Ραψωδία ψ (στ.206-227)
Μ’ αυτά τα λόγια θέλησε τον άντρα της να δοκιμάσει· ο Οδυσσέας όμως,
γεμάτος αγανάκτηση, στράφηκε στην πιστή γυναίκα του μιλώντας:
«Γυναίκα, άσχημο λόγο πρόφερες, που την ψυχή δαγκώνει.
Ποιος μετακίνησε την κλίνη; Το βλέπω δύσκολο
και για τον έμπειρο τεχνίτη ακόμη. Μόνο θεός, αν ήθελε,
θα το μπορούσε κατεβαίνοντας να της αλλάξει θέση· θνητός που ζει,
κι αν είναι στην ακμή της νιότης του, εύκολα δεν μπορεί να τη σαλέψει.
Γιατί σ’ αυτή την τορνευτή μας κλίνη κάποιο σημάδι υπάρχει
απαραγνώριστο – το ’καμα εγώ, άλλος κανείς.
Φύτρωνε μέσα στου σπιτιού μας τον περίβολο κορμός μακρόφυλλης ελιάς,
με θαλερό το φούντωμά της, κι αυτός χοντρός σαν μια κολόνα.
Γύρω του εγώ την κάμαρη έχτισα και την ανέβασα
με πέτρες πανωτές στο τελικό της ύψος· μετά τη στέγασα
καλά από πάνω, και την ασφάλισα με κολλητά πορτόφυλλα,
να αρμόζουν μεταξύ τους.
Τότε πια κούρεψα κλαδιά και φούντες της μακρόφυλλης ελιάς,
κλάδεψα με επιδέξια τέχνη τον κορμό απ’ τη ρίζα του,
με το σκεπάρνι τον πελέκησα, τον στάθμισα
για να ισώσει, τον δούλεψα να γίνει κλινοπόδαρο, κι άνοιξα
πάνω του τρύπες με το τρυπάνι. Αρχίζοντας μετά τον πλάνισα
και πάνω άπλωσα του κρεβατιού την τάβλα τελειώνοντας,
μ’ ασήμι, μάλαμα και φίλντισι την κλίνη στόλισα […].
*
«Εις ελαίαν»
Κάλβος Ανδρέας
Α
«Σύμβολον της ειρήνης
χαίρ’ ευσχήμων ελαία!
Υπόθεσις της λύρας μου
να γίνεις, με αναγκάζει
η ευγνωμοσύνη.
Β
Πλουμισμένην σε βλέπω
χρυσοκάρπιμον δένδρον.
οι κλάδοι σου ξανθίζουσι
και τ’ άσπρα σου άνθη πίπτοντα
την γην στολίζουν.
Γ
Κερκυραίων είσαι πλούτος,
κι αν του καιρού η μανία
βάρβαρα συγχωρεί
τον εξολοθρευμόν σου
σ’ εσέ ’γω ελπίζω.
Δ
Η θεά της σοφίας
εις τους ανθρώπους χάρισμα
έδωσ’ εσέ, κι η Έρις
Θεών των αθανάτων
διά σου διελύθη.
Ε
Καλλιστέφανον σ’ έκραξαν
οι αθληταί εις τα Ολύμπια
ότι εκ σου στέφανα έπλεκον
κι ο νικητής τα εφόρει
Νίκης σημείον.
ΣΤ
Αι δε ρωμαίαι παρθένοι
ξανθοπλόκαμοι κόραι
με αειθαλείς τους βλαστούς σου
αντί ρόδων εκόσμουν
τους νεονύμφους.
Ζ
Ουράνιον ξύλον πάντοτε
σ’ ενόμισαν οι αρχαίοι.
Ο γεωργός τιμάς
και δώρα προσαπόκτιζε
δι’ εσέ πρεπόντως.
Η
Τώρ’ οι εμμανείς κι ανόητοι
τους βλαστούς σου που η φύσις
κι ο ιδρώς του εργάτου ανέθρεψε
της φλογός εις θυσίαν
άσπλαχνα κόπτουν.*
Θ
Ω προνόμιον μωρίας!
Α δυστυχείς κι ασύνετοι!
θέλει φθάσει καιρός
που οι στεναγμοί σας μάταιοι
θέλει απομείνουν.
Ι
Συ δ’ ευτύχει, ω ελαία!
Αφθόνως τους καρπούς σου
δίδε πάντα εις ημάς
και ’γω ευγνωμόνως πάλιν
θέλει σε υμνήσω.»
(Ανδρέα Κάλβου «Ωδαί», Εκδόσεις Ίκαρος 2011, πρόλογος Κ.Θ. Δημαράς)
*
Βρεττάκος Νικηφόρος
«Η Λιομαζώχτρα»
από «Το Απογευματινό Ηλιοτρόπιο», 1976 (Διογένης)
«Με τη σκάλα στον ώμο, ανάμεσα στις ελιές, επέρασε
το φάντασμά της. Ήταν η μάνα μου, τη γνώρισα
απ’ το τσεμπέρι της που σάλευε λυμένο, από τα χέρια
κι από τη δέσμη του φωτός που απόπνεε το χαμόγελό της.
Η ώρα, το χώμα, ο γνώριμος κυματισμός του εδάφους
ταίριαζαν με την παρουσία της. Τη φώναξα χωρίς
αμφιβολία καμιά. εκείνη με χαιρέτησε
μ’ ένα νόημα αέρινο. Πάτησε έπειτα στα νύχια,
πήρε ν’ ανυψώνεται. Διάσχιζε τον αέρα
προς τον ουρανό, όπως ήταν, με τη σκάλα της.
(Κάθε τέτοια εποχή, απλώνει τα λιοπάνια της
και τα ξαναμαζεύει. Έρχεται και βοηθάει τη γη.)»
*
Λόρκα Φεντερίκο Γκαρθία
«Τοπίο»
Ποίημα Τσιγγάνικης Σιγκιρίγια
(μτφ. Ανδρέας Αγγελάκης, Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ Γυμνασίου, Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 1993)
«Ο κάμπος
με τα λιόδεντρα
ανοίγει και κλείνει
σαν βεντάγια.
Πάνω στον ελαιώνα
είναι ουρανός βαθύς
και μια σκούρα βροχή
από κρύα αστέρια.
Καλαμιές και σκιά τρέμουν
στου ποταμού την όχθη.
Ο γκρίζος αέρας κυματίζει.
Τα λιόδεντρα
φορτωμένα από κραυγές.
Ένα σμάρι
αιχμάλωτα πουλιά
που κουνάνε τις μακριές
μακριές ουρές τους στη σκιά.»
*
Ο ήλιος ο ηλιάτορας
Οδυσσέας Ελύτης
(απόσπασμα)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας
ο πετροπαιχνιδιάτορας
από την άκρη των ακρώ
κατηφοράει στο Ταίναρο
Φωτιά ‘ναι το πηγούνι του
χρυσάφι το πιρούνι του.
Ο ΗΛΙΟΣ
Εσείς στεριές και θάλασσες
τ’ αμπέλια κι οι χρυσές ελιές
ακούτε τα χαμπέρια μου
μέσα στα μεσημέρια μου
«Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!»
Από τη μέση του εγκρεμού
στη μέση του αλλού πελάγου
κόκκινα κίτρινα σπαρτά
νερά πράσινα κι άπατα
«Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!»
Με τα μικρά χαμίνια του
καβάλα στα δελφίνια του
με τις κοπέλες τις γυμνές
που καίγονται στις αμμουδιές
με τους λοξάτους πετεινούς
και με τα κουκουρίκου τους!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Εμείς ψωμί δεν έχουμε
και τέτοια δεν κατέχουμε
Χρόνους πολλούς μας πολεμάν
κι ανάσα δεν επήραμαν.
ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
Φύγανε τα πουλιά γι’ άλλου
μα εγώ στο κύμα του γιαλού
θεμέλιωσα το σπιτικό
να τ’ αποσώσω δεν μπορώ.
ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ
Τέσσερις μήνες χτίζουμε
και τους οχτώ γκρεμίζουμε
και κάθε γινωμένη ελιά
στοιχίζει και μια φαμελιά.
*
Αργύρης Εφταλιώτης
Σε μυτιληνιό λάδι
(Περιοδικό «Χαραυγή», 1911)
Λαδάκι μου, που έρχεσαι απ’ τις ξανθές ελιές,
που βύζαξαν οι ρίζες τους το χώμα που με βλάστησε,
αγάπες μού ξανάφερες και θύμησες παλιές,
που λέγω και το μάγιο σου από νεκρό μ’ ανάστησε.