Τα χρόνια τα παλιά, τα πιο παλιά απ’ όλα, άρεσε στους θεούς να τακτοποιούν τον κόσμο κι ύστερα να κάθονται να τον θαυμάζουν. Μα πιο πολύ απ’ όλα τους άρεσε να ονειρεύονται. Να βλέπουν στον ύπνο τους όμορφα πράγματα κι ύστερα να ξυπνούν να τα βλέπουν μπροστά σους ολοζώντανα. Κάποιος έτσι ο ήλιος έγινε στρογγυλός και χρυσός, η μέλισσα ζουζούνιζε μες το μελίσσι της κι όλος ο κόσμος κάπως έτσι γίνηκε.
Τις συνήθειες των θεών, τις είχανε κι οι άνθρωποι. Ονειρεύονταν. Μα τα δικά τους όνειρα, ανθρώπινα καθώς ήταν, χρειάζονταν κόπο και προσπάθεια για να τα δουν ολοζώντανα μπροστά τους κάποια μέρα.
Από ένα όμορφο όνειρο του Ποσειδώνα, φτιάχτηκε το στογγυλό, πανέμορφο νησί της Ατλαντίδας και οι κάτοικοι της, οι Ατλάντιοι. Και μετά από πολλά όνειρά του, αντάμωσε κι αγάπησε την όμορφη Κλειτώ, κόρη του Ευήνορα και της Λευκίππης. Έγινε γυναίκα του κι η ευτυχία τους ήταν απροσμέτρητη. Πέντε φορές γέννησε η Κλειτώ, από δυο αγόρια κάθε φορά. Μισοί θεοί από του πατέρα τους τη γενιά, μισοί άνθρωποι από της μάνας τους. Πολλά έμαθε ο Ποσειδώνας στους γιους του: να οργώνουν το χώμα, να αρμενίζουν τη θάλασσα, να μιλάνε και να αγαπούν τις λέξεις, να λογαριάζουν, να ξεχωρίζουν το καλό από το κακό, το δίκιο απ’ τα άδικο. Μα ξέχασε ένα κι αυτό θα τους μάθαινε η Κλειτώ. Η Μαρία Αγγελίδου το καταγράφει. Ένα κομμάτι ελληνικού λόγου σε “παιδικό” βιβλίο που, επιτρέψτε μου την έκφραση, θεωρώ όχι απλά υποδειγματικό, αλλά ένα πεντακάθαρο δείγμα αψεγάδιστου ποιητικού λόγου δίχως ηλικία:
Σαν μεγάλωσαν, λοιπόν, κι ήρθε η ώρα τους να παντρευτούν, τους φώναξε η Κλειτώ κι άρχισε να τους ρωτάει έναν έναν αν ήξεραν όλα όσα πρέπει να ξέρει ένας άντρας, πριν παντρευτεί και κάνει παιδιά δικά του.
“Ξέρετε να μιλάτε;”, τους ρώτησε. “Και ξέρετε ν’ ακούτε;”
“Ναι, μάνα”, της αποκρίθηκαν με ένα στόμα ο Άτλαντας και τα αδέρφια του.
“Ξέρετε να γελάτε; Ξέρετε και να κλαίτε;”
“Ναι, μάνα”
“Ξέρετε να ξεχωρίζετε το καλό από το κακό; Το δίκιο από τ’ άδικο;”
“Ναι, μάνα”
Ξέρετε να κάνετε κουράγιο; Ξέρετε να χορεύετε;”
“Ναι, μάνα”
Ξέρετε να κόβετε την μπουκιά σας στα δύο και να δίνετε τη μισή στον αδερφό σας;”
“Ναι, μάνα”
Τρεις μέρες μετά, βρήκε αυτό που είχε ξεχάσει ο Ποσειδώνας. Και τους το έμαθε αυτή: να ονειρεύονται. Κι όλα τους τα έμαθε για την τέχνη των ονείρων, πριν φύγει για τον Όλυμπο και την αγκαλιά του Ποσειδώνα. Παντρεύτηκαν οι γιοι τους, έκαναν δικά τους παιδιά. Τα χρόνια περνούσαν, οι γενιές διαδέχονταν η μία την άλλη κι όλα όμορφα καμωμένα έμοιαζαν στη ζωή και το νησί τους. Ονειρεύονταν. Κι ο,τι ονειρεύονταν το δημιουργούσαν. Και κάπως έτσι η χώρα τους όλο και ομόρφαινε, όλο και λάμπραινε. Και κάποτε δεν έμεινε τίποτε άλλο να λαχταρήσουν. Και σταμάτησαν να ονειρεύονται. Και σταμάτησαν να ποθούν και να δημιουργούν. Οι άνθρωποι είχαν μάτια και δε θαύμαζαν τίποτα πια. Στην αδιαφορία και την ανορεξία βούλιαζαν. Και τότε οι θεοί οργίστηκαν. Η Ατλαντίδα άρχισε να βουλιάζει. Όμως η ελπίδα δεν είχε χαθεί. Και μια άλλη ζωή ξημέρωσε για τα “παιδιά” του Ποσειδώνα…
Εξαιρετικό! Μα εξαιρετικό! Υψηλή αφηγηματική τέχνη, λέξεις και προτάσεις, λόγια και εικόνες αρμονικά σπαρμένες σε ένα ολάνθιστο χωράφι μυθολογίας, συμβολισμών και ονείρων. Το απόσπασμα που παρέθεσα παραπάνω συμπυκνώνει όλη την ουσία της ζωής. Τι πρέπει να ξέρει ένας άνθρωπος πριν κάνει δική του οικογένεια; Να μιλά και να ακούει. Να γελά και να κλαίει. “Απέναντι σε κάθε χαρά που δοκιμάζουμε”, έγραφε ο Λιαντίνης στη Γκέμμα, “στέκεται αναγκαία και μια ισόποση λύπη. Ο άνθρωπος που δεν πληρώνει την κάθε ηδονή του με ίση σε ποσότητα αλγηδόνα, ζει μια ζωή αφύσικη. Δηλαδή ψεύτικη ως τη ρίζα της. Και ότι θα ρθει η μέρα, o dies irae που λέγανε, που αυτή την ψευτιά θα την πληρώσει με τον αφανισμό του απ’ τον πλανήτη μας.”
Τι άλλο πρέπει να ξέρει ο άνθρωπος; Να έχει την κρίση να διακρίνει το καλό από το κακό, το δίκαιο από το άδικο. Να ξέρει να κάνει κουράγιο γιατί οι οδύνες είναι δεδομένες. Να ξέρει να χορεύει, να γλεντά, να ευφραίνεται δηλαδή, γιατί έτσι γεμίζει ομορφιά η ζωή. Να ξέρει να μοιράζεται τη μπουκιά του με τον αδερφό του. Κι όπου αδερφός, κάθε λαμπρός άνθρωπος και ύπαρξη.
Οι άνθρωποι της Ατλαντίδας έφτασαν σε δυσθεώρατα ύχη ευδαιμονίας. Μα όταν σταματάς να ονειρεύεσαι, σταματά ο Έρως να σε ωθεί σε δημιουργία νέα. Κι αυτό είναι θάνατος. Σε βουλιάζει.
Δεν έχω λόγια για την ομορφιά αυτού του βιβλίου. Έργο τέχνης και οι ζωγραφιές της Μαρίνα Μαρκολίν, που αποτυπώνει με υψηλή αισθητική αφαιρετικά κυρίως στιγμιότυπα από την ιστορία, κάνουν κυρίαρχη μια αίσθηση “παλιού”. Την ίδια στιγμή αισθάνεσαι ότι βλέπεις φωτογραφίες που κράτησε ο ύπνος σου σε κάποιο όνειρό του.
Παρα-προτείνεται, φίλοι.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ | |
---|---|
Τίτλος: | Οι άνθρωποι που δεν έβλεπαν όνειρα- Ο Μύθος της χαμένης Ατλαντίδας |
Συγγραφέας: | Μαρία Αγγελίδου |
Εικονογράφηση: | Μαρίνα Μαρκολίν |
Εκδόσεις: | Πατάκη, 2005 |
Σελίδες: | 34 |
Μέγεθος: | 23 Χ 30 |