Η Εύη Γεροκώστα, ανήσυχο πνεύμα, πάντα αναζητούσε τρόπους έκφρασης. Η τέχνη της αφήγησης ήρθε περίπου τυχαία στη ζωή της. Οι αφηγήσεις της σε γαληνεύουν, η κίνηση της αιθέρια και η φωνή της κρυστάλλινη, αιχμαλωτίζουν το βλέμμα. Όλα ξεκίνησαν από μια κόκκινη κλωστή σαν παραμύθι. Από τότε αφηγείται ιστορίες που τη «διάλεξαν» από τις τέσσερις γωνιές του κόσμου, όπως παραδέχεται η ίδια. Παρακολούθησε σεμινάρια, άκουσε άλλους παραμυθάδες και πολύ γρήγορα συνειδητοποίησε τη δύναμη αυτής της μοναδικής τέχνης. Σπούδασε στο τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και λογοτεχνική μετάφραση στο Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Γαλλικού Ινστιτούτου. Όμως στην πορεία την κέρδισε η αφήγηση και μέσα από τις ιστορίες της μεγαλώνει, μαθαίνει, εξελίσσεται, ανακαλύπτει συνεχώς πράγματα για τον εαυτό της. Αφηγείται ιστορίες για μικρούς και μεγάλους με μουσική, ζωγραφική, χορό και μαγεύει το κοινό της. Δεν διστάζει να δοκιμάσει αφηγήσεις λογοτεχνικών κειμένων και να μας εκπλήσσει ευχάριστα με το τόλμημά της αυτό. Το ELNIPLEX έχει τη χαρά να φιλοξενεί την αφηγήτρια και συγγραφέα Εύη Γεροκώστα.
Συνέντευξη στη Δώρα Πουρή
Πώς ανακάλυψες ότι σου αρέσει η τέχνη της αφήγησης και ποια ήταν τα πρώτα σου βήματα στο χώρο;
Όλα ξεκίνησαν λίγο αργά. Ως παιδί δεν άκουσα παραμύθια. Η μαμά μάλλον ντρεπόταν, οι παππούδες ήταν μακριά, οπότε μεγάλωσα χωρίς παραμύθια. Κάποια στιγμή, τελειώνοντας το σχολείο, βρέθηκα στο Παρίσι για διακοπές. Εκεί έπεσε στα χέρια μου ένα φυλλάδιο για ένα φεστιβάλ αφήγησης σ’ ένα παλιό μοναστήρι. Αποφάσισα να πάω. Δεν είχα καταλάβει ότι οι αφηγήσεις, που γίνονταν από παραμυθάδες όλου του κόσμου, θα γίνονταν στη μητρική τους γλώσσα και χωρίς διερμηνεία! Εκείνο το βράδυ άκουσα μία Αφρικάνα και έναν Κινέζο να λένε παραμύθια χωρίς να καταλαβαίνω τη γλώσσα τους, καταλαβαίνοντας όμως, μ’ έναν τρόπο μαγικό, τις ιστορίες! Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα ότι αυτή η τέχνη ήταν σπουδαία. Η σκέψη αυτή έμεινε στο συρτάρι του μυαλού μου για πολλά χρόνια, μέχρι που κάποια στιγμή έμαθα, πάλι μέσα από ένα φυλλάδιο, για ένα σεμινάριο με θέμα την τέχνη της αφήγησης, απ’ τα πρώτα τότε, πριν το 2000. Εκείνη την περίοδο είχα κλειστεί αρκετά στον εαυτό μου, σκέφτηκα λοιπόν ότι θα ήταν μια καλή «δοκιμασία» για μένα. Ένα μεγάλο ταξίδι, που ξεκίνησε μ’ ένα ετήσιο σεμινάριο, με δάσκαλο τον Στέλιο Πελασγό. Ένα μεγάλο ταξίδι, που συνέχισε με μια ομάδα αφήγησης, το «Κουβάρι με τα παραμύθια». Επτά άνθρωποι, πολύ διαφορετικοί μεταξύ μας, φτιάξαμε μια ομάδα αφήγησης για να λέμε ιστορίες σε στέγες ανηλίκων, φεστιβάλ, μικρές μουσικές σκηνές…
Μόνοι σας δηλαδή;
Κινητοποιηθήκαμε μόνοι μας μ’ ένα απίστευτο πείσμα. Κάναμε πολλά βήματα, ακριβώς επειδή υπήρχε η δύναμη της ομάδας. Ο ένας έσπρωχνε τον άλλον κι όλοι μαζί την ομάδα. Δύο χρόνια αργότερα, όπως σχεδόν πάντα συμβαίνει με τις ομάδες, οι δρόμοι μας χώρισαν. Τα πρώτα χρόνια μετά το Κουβάρι, συνέχισα να αφηγούμαι παραμύθια της προφορικής παράδοσης παρέα με μουσικούς, ζωγράφους και άλλους καλλιτέχνες. Ώσπου ξεκίνησε ένα ακόμη μεγάλο ταξίδι: η αφήγηση της λογοτεχνίας. Ένας καινούριος δρόμος. Ο δικός μου δρόμος.
Πράγματι, πολύ ωραία ιδέα!
Ήταν μια ιδέα που προκάλεσε αρκετές διαμαρτυρίες εκείνη την εποχή: «είναι η αφήγηση της λογοτεχνίας αφήγηση;», «επιτρέπεται ν’ αφηγηθεί κανείς λογοτεχνία;» «μήπως αφήγηση είναι μόνο τα λαϊκά παραμύθια;». Την είχα κι εγώ αυτή την απορία μέχρι που το δοκίμασα, χάρη σ’ έναν συγγραφέα -και πάντα θα του το οφείλω-, στον Σωτήρη Δημητρίου. Με είχε ακούσει να αφηγούμαι λαϊκά παραμύθια και μου είπε: «Εσύ πρέπει ν’ αφηγηθείς λογοτεχνία. Μπορείς να ξεκινήσεις με δικά μου κείμενα». Τότε μου φάνηκε ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον, γρήγορα όμως ανακάλυψα ότι είχε δίκιο. Παρόλα αυτά, δεν έχω αφηγηθεί ακόμα δικό του κείμενο! Έτσι ξεκίνησε αυτό το πείραμα. Δεν έχει σημασία αν δεν συμφωνούν όλοι. Συμφωνώ εγώ, κι αυτό μου είναι αρκετό…
Έχεις πειραματιστεί συνδυάζοντας την τέχνη της αφήγησης με τη μουσική, τη ζωγραφική, το χορό, το θέατρο και το πείραμα πέτυχε. Έχεις βρει τα συστατικά της επιτυχίας;
Η αλήθεια είναι ότι μου αρέσουν τα πειράματα στην αφήγηση, δεν τα φοβάμαι, και τα περισσότερα μου έχουν βγει σε καλό.
Έχεις κάνει ανάλογες σπουδές;
Σπούδασα στο τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και λογοτεχνική μετάφραση στο Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Γαλλικού Ινστιτούτου. Ασχολούμουν πάντα με το λόγο, σε διάφορες μορφές του. Πάντα αγαπούσα τα βιβλία, πάντα με ενδιέφερε η τέχνη. Και πάντα μου άρεσε το «μπέρδεμα» των διάφορων τεχνών.
Παραμύθια δεν σου έλεγαν μικρή, όμως εγώ θα σε ρωτήσω αν έχεις κάποιο παραμύθι που ξεχωρίζεις, που σε μαγεύει ν’ ακούς ξανά και ξανά, ως μεγάλη πια.
Είναι ένα από τα πρώτα λαϊκά παραμύθια που αποφάσισα να αφηγηθώ. Ένα παραμύθι από το Ρέθυμνο της Κρήτης. «Η τρουλίτα». Η τρουλίτα είναι ένα μικρό και άσχημο πουλί που περνά από διάφορα στάδια μέχρι να γίνει γυναίκα και να παντρευτεί το βασιλόπουλο, που την είχε παρόλα αυτά αποδεχτεί ως πουλί. Όταν πρωτοδιάβασα αυτό το παραμύθι, κατάλαβα ότι μάλλον έλεγε κάτι για μένα, το οποίο εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα. Δουλεύοντάς το για να το αφηγηθώ, συνέβαινε το εξής παράξενο: κάθε φορά που δοκίμαζα να το πω στον εαυτό μου, έπεφταν δάκρυα. Πέρασαν πολλοί μήνες μέχρι να καταλάβω το παραμύθι και αυτό που σήμαινε για μένα. Τότε κατάφερα να το μοιραστώ -να μιλήσω, δηλαδή, για τον εαυτό μου. Είχα την ευτυχία, αρκετά χρόνια μετά, να πάω στο χωριό της Τρουλίτας, στο Πέραμα Γεροποτάμου, και να την ακούσω από μια υπέροχη γιαγιά εκεί. Ήταν σα να έκλεισε ένας κύκλος τότε με τον πιο όμορφο τρόπο.
Με ποια κριτήρια επιλέγεις μια ιστορία για να την αφηγηθείς ή μήπως σε «διαλέγουν» οι ιστορίες για να τις αφηγηθείς, όπως έχεις πει παλιότερα;
Το πιστεύω αυτό, γιατί οι ιστορίες έρχονται με κάποιον τρόπο και με συναντούν. Έρχονται ξαφνικά, μέσα από ένα βιβλίο, μέσα από μια αφήγηση, μέσα από μια τυχαία συνάντηση. Κι έρχονται πάντα την κατάλληλη στιγμή, όταν τις χρειάζομαι, για να λύσω παλιούς κόμπους… και να δέσω καινούριους. Οι ιστορίες πρώτα απ’ όλα κάτι πρέπει να λένε για μένα, για τη στιγμή της συνάντησής μας. Φτάνουν σε μένα για να μου δώσουν απάντηση σε ό,τι ψάχνω. Γιατί αυτή είναι η δύναμη των παραμυθιών, λαϊκών ή λογοτεχνικών, ότι απαντούν σε ερωτήματα.
Τα λαϊκά παραμύθια έχουν τη ρίζα τους στο να δώσουν εξηγήσεις για φυσικά φαινόμενα και ερωτήματα. Όπως πώς γεννήθηκαν τα όνειρα;
Ακριβώς. Το πρώτο παραμύθι που έγραψα, το «Πώς γεννήθηκαν τα όνειρα» είναι η δική μου η ερμηνεία για το πώς ήρθαν τα όνειρα στον κόσμο. Την είχα ανάγκη μια τέτοια ερμηνεία, γι’ αυτό και την έχω πιστέψει πρώτη-πρώτη εγώ…
Όταν κλείνουμε τα μάτια μας, ονειρευόμαστε αυτό που επιθυμούμε πραγματικά…
Και τελικά έρχεται. Μπορεί ν’ αργήσει πολύ, όμως κάποια στιγμή έρχεται. Μου αρέσει να σκέφτομαι ότι οι επιθυμίες μας ταξιδεύουν μαζί με τις ιστορίες…
Μοιράζεις ελπίδες και όνειρα; Σε φαντάζομαι σαν καλή νεράιδα!
Δε νομίζω… έχω πολλά ελαττώματα για να είμαι καλή νεράιδα. Ίσως είμαι ένα ξωτικό με πολλά πρόσωπα και διαθέσεις –άνθρωπος δηλαδή…
Τι σε εμπνέει ν’ αποτυπώσεις μια ιστορία σου στο χαρτί, να γίνει βιβλίο;
Τελικά δεν έχω καταλήξει, και αυτό μου αρέσει πολύ. Με ρωτάνε «Τελικά τι είσαι; Συγγραφέας, αφηγήτρια, τίποτα από τα δύο ή και τα δύο;». Δεν ξέρω, και ενώ κάποια στιγμή προσπάθησα να το απαντήσω αυτό το ερώτημα, σκέφτηκα ότι τελικά δεν έχει νόημα. Μπορεί να είμαι όλα, μπορεί και να μην είμαι τίποτα απ’ όλα αυτά. Σημασία έχει ότι κάποιες στιγμές κάτι έρχεται και στο χαρτί. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα γράψω. Συνέβη όμως. Μέχρι τότε έλυνα κόμπους με την αφήγηση, και ξαφνικά άρχισα να δένω καινούριους με τη συγγραφή. Κι ο πιο μεγάλος λύθηκε από μια ιστορία που έγραψα, όχι για να γίνει βιβλίο αλλά για να τη μοιράζομαι με το στόμα και την καρδιά. Ένας κίτρινος λαστιχένιος δράκος βρέθηκε στα χέρια μου. Για μέρες τον είχα απέναντί μου. Με κοίταζε και τον κοίταζα. Του μιλούσα κι εκείνος σώπαινε. Μια μέρα που έγινε νύχτα, τον κοίταξα και με κοίταξε αλλιώτικα. Πήρα χαρτί, πήρα μολύβι. Κι όλα ξεκίνησαν με μια λέξη. Η μια λέξη έγινε δύο, τρεις, κι όλο μεγάλωνε… Κάτι παράξενο συνέβη, κάτι που δεν κατάλαβα αμέσως. Δεν το κατάλαβα γιατί δεν το είχα νιώσει μέχρι τότε. Αυτόματη γραφή. Όταν άφησα το μολύβι, σχεδόν τρόμαξα. Μπροστά μου είχα μια ιστορία. Μια ιστορία που γράφτηκε χωρίς διακοπή, μια ιστορία που δεν διορθώθηκε ποτέ. Έμεινε ακριβώς έτσι όπως πρωτογράφτηκε. Η ιστορία αυτή είναι το «Μια μέρα που έγινε νύχτα», που έγινε βιβλίο, αρκετό καιρό μετά, και που τελικά απάντησε, τουλάχιστον σε μένα, για το ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να αποφασίσει κανείς τι είναι. Αποφασίζει πάντα κάποιος άλλος για μας. Είμαι ήσυχη τώρα. Κάπως έτσι συνέβη και με τις υπόλοιπες ιστορίες που γράφω, οι οποίες όμως, αφού γράφονται, πάντα δοκιμάζονται με το στόμα -γι’ αυτό λέω ότι μάλλον δεν θα γίνω ποτέ συγγραφέας! Οπότε οι ιστορίες του χαρτιού περνάνε όλες την ίδια δοκιμασία.
Πόσο χρόνο χρειάζεται προετοιμασία ένα κείμενο ώστε να το αφηγηθεί και να δέσει; Κάθε αφήγηση σου είναι ίδια ή διαφέρει;
Κάθε στιγμή είναι διαφορετική, κάθε κοινό είναι διαφορετικό, γιατί όλα αλλάζουν κάθε μέρα που περνάει. Οπότε πώς μπορεί μία αφήγηση να είναι ίδια με την άλλη; Έχει να κάνει με το κοινό που έχεις μπροστά σου, τη διάθεσή σου, το σημείο όπου αφηγείσαι. Αλλιώς θα πεις ιστορίες κάτω από τον δυνατό ήλιο, αλλιώς παρέα με συννεφάκια, αλλιώς δίπλα στη θάλασσα και αλλιώς στο δάσος. Κι είναι όμορφο αυτό, γιατί κάθε φορά νομίζεις ότι αφηγείσαι την ιστορία για πρώτη φορά. Τα τελευταία χρόνια, όταν ανακαλύπτω μια ιστορία που μου «μιλάει», βιάζομαι. Την έχω συνεχώς στο μυαλό και στην καρδιά μου, θέλω αμέσως να την πω. Από εκεί και πέρα η ιστορία εξελίσσεται μαζί με μένα, αλλάζει, μεγαλώνει. Είναι ζωντανές οι ιστορίες, ολοζώντανες, και πρέπει να τις ακολουθούμε.
Είναι αμφίδρομη η σχέση αφηγητή κοινού; Τα παιδιά πώς αντιδρούν;
Νομίζω κανείς δεν μπορεί να αφηγηθεί χωρίς να έχει μάτια να κοιτάζει. Γι’ αυτό άλλωστε οι αφηγητές δεν αγαπάμε το απόλυτο σκοτάδι. Θέλουμε μάτια να κοιτάζουμε, γιατί κάθε ιστορία απευθύνεται σε κάποιον. Μπορεί να κοιτάζουμε μάτια άγνωστα, όμως στα μάτια αυτά βλέπουμε αυτόν που έχουμε στο μυαλό μας. Και τα μάτια δεν έχουν ηλικία.
Ισχύει και για τους εκπαιδευτικούς αυτό. Τι θα συμβούλευες τους εκπαιδευτικούς όσον αφορά τον τρόπο που αφηγούνται ιστορίες;
Νομίζω οι εκπαιδευτικοί είναι οι ίδιοι μια ιστορία, μια ιστορία που ξεδιπλώνεται κάθε μέρα μπροστά στα παιδιά. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να φοβούνται να αφηγηθούν. Τα παιδιά είναι εκεί, με μάτια και αυτιά ορθάνοιχτα. Διψάνε. Οπότε ας μην τους δίνουμε σταγόνες, ας τους δώσουμε άφθονο νερό. Τους λέμε ιστορίες, τους διαβάζουμε ιστορίες, ακούμε όμως και τις δικές τους.
Είναι πολύ σημαντικό για εκπαιδευτικούς αλλά και για γονείς. Κάθε παιδί να έχει το χρόνο να μιλήσει για τα θέματα που το απασχολούν.
Ακριβώς! Ακόμη και τι είδαν στον ύπνο τους το προηγούμενο βράδυ, κάτι που έγινε στο σχολείο, ένα πρόσωπο που τους έκανε εντύπωση. Το έχουν ανάγκη τα παιδιά αυτό.
Η τέχνη της αφήγησης χρειάζεται κάποιο χάρισμα ή διδάσκεται;
Ίσως ούτε το ένα ούτε το άλλο. Όλοι μπορούμε να πούμε ιστορίες, το πιστεύω στ’ αλήθεια, και πρώτα απ’ όλα για τον εαυτό μου. Οι ιστορίες με βοήθησαν ν’ ανοίξω το μυαλό μου, την καρδιά μου, τα μάτια μου στους άλλους ανθρώπους. Δεν ξέρω αν διδάσκεται. Σίγουρα υπάρχουν τεχνικές. Όμως για μένα το σημαντικό είναι ν’ ακούει κανείς ιστορίες από άλλους, νομίζω ότι αυτό είναι το μεγαλύτερο σχολείο. Κάθε αφηγητής έχει το δικό του τρόπο. Έχει ενδιαφέρον να μου μιλάει για την εμπειρία του και να μου δίνει λίγη από τη γνώση του, όμως κάθε αφηγητής είναι μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Το μόνο που έχει να κάνει είναι, μέσα από τους άλλους, ν’ ανακαλύψει τον δικό του τρόπο, όποιος κι αν είναι αυτός, όσες αντιρρήσεις κι αν υπάρχουν. Υπάρχει χώρος για όλους, για όλες τις τεχνικές, για όλους τους τρόπους αφήγησης, για όλα τα ρεπερτόρια.
Ανακαλύπτεις στοιχεία για τον εαυτό σου μέσα από την αφήγηση;
Κάθε ιστορία που συναντώ με αλλάζει. Κάθε φορά που αφηγούμαι, έστω και μια τόση δα ιστορία, αλλάζω, μεγαλώνω, μαθαίνω, πονάω, θεραπεύομαι, νιώθω. Δεν μπορώ να τις αποχωριστώ τις ιστορίες. Είναι σαν μια πολύ ελαφριά καμπούρα στην πλάτη μου…
Επισκέπτεσαι συχνά σχολεία;
Ναι, και το χαίρομαι πολύ, γιατί κάθε σχολείο είναι ένας καινούριος κόσμος. Αυτές τις μέρες ετοιμάζομαι για την άγονη γραμμή. Θα πάω στο αγαπημένο Κουφονήσι, να συναντήσω τα δέκα παιδιά του νηπιαγωγείου του νησιού και τα είκοσι του δημοτικού, για να τους πω ιστορίες και ν’ ακούσω τις δικές τους. Με συγκινεί ακόμα και η σκέψη. Το Κουφονήσι είναι, χρόνια τώρα, καταφύγιο για μένα. Και τώρα ήρθε η στιγμή να το επισκεφθώ για πρώτη φορά στα τέλη του φθινοπώρου, και να το φυλάξω αλλιώτικα στην καρδιά μου.
Ποια είναι τα σχέδια σου για τη φετινή χρονιά;
Η φετινή χρονιά ξεκίνησε μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο. Ζω στην Καλλιθέα, εκεί γεννήθηκα, εκεί μεγάλωσα. Σε συνεργασία με τη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Καλλιθέας λοιπόν, οργάνωσα έναν κύκλο τριών περιπάτων σε γειτονιές, λιγότερο ή περισσότερο γνωστές, για μικρούς και μεγάλους. Για τρία Σάββατα περπατήσαμε περίπου 60 άτομα. Σταματούσαμε, λέγαμε παραμύθια, ακούγαμε μουσική, μοιραζόμασταν αστεία, συναντούσαμε ανθρώπους που έζησαν την Καλλιθέα παλιότερα… Μια πραγματικά συγκινητική εμπειρία. Μαζί με τους περιπατητές ξαναγνώρισα τη γειτονιά μου και βρήκα έναν άλλο τρόπο να μοιραστώ ιστορίες που αγαπώ: χωρίς σκηνικό, χωρίς ατμόσφαιρα, στο δρόμο, ανάμεσα σε ανθρώπους, κίνηση, θόρυβο. Περπατήσαμε ακόμα και με καταιγίδα!
Φέτος θα κάνω πραγματικότητα και ένα μικρό όνειρο: ετοιμάζω μια παράσταση με ιστορίες του Αργύρη Χιόνη, αγαπημένου πεζογράφου και ποιητή, που δυστυχώς έφυγε πολύ νωρίς. Όταν επικοινώνησα μαζί του, χρόνια πριν, για να του ζητήσω άδεια να αφηγηθώ μια ιστορία του, παρόλο που δεν με ήξερε και δεν τον ήξερα, αφού μιλήσαμε για λίγα λεπτά, μου είπε μια κουβέντα που δεν θα την ξεχάσω ποτέ: «Πάρε, κυρά μου, τις ιστορίες μου, είμαι σίγουρος ότι θα τις προσέχεις». Όταν βρεθήκαμε από κοντά, λίγο καιρό πριν φύγει, του υποσχέθηκα ότι θα κάνω μια παράσταση μόνο με ιστορίες του, κι εκείνος υποσχέθηκε ότι θα έρθει να τη δει. Η παράσταση θα γίνει τελικά, κι εκείνος θα τη δει από εκεί που βρίσκεται…
Παράλληλα, την τελευταία μέρα του Οκτωβρίου, έχει πρεμιέρα στο θέατρο η παράσταση «Η ψυχή του βιολιού», που βασίζεται σε μια ανέκδοτη ιστορία μου. Μια ομάδα νέων ανθρώπων, μουσική, λόγος, σωματικό θέατρο, σκιές. Ελπίζω το πείραμα να πετύχει…
Πολύ ωραία! Σου ευχόμαστε καλή επιτυχία!
Κι από μένα ένα μεγάλο, ένα τεράστιο ευχαριστώ!