Γεννήθηκε το 1965 στην πρωτεύουσα. Σπούδασε βιολογία στην ίδια πόλη. Ως βιολόγος δεν γνωρίζουμε αν διέπρεψε, όμως η γνώση του και η ποιότητά των ελληνικών, γαλλικών και αγγλικών του έδωσαν τη δυνατότητα αυτή. Ως μεταφραστής έχει φέρει στα ελληνικά βιβλία συγγραφείς όπως οι Χέμινγουεϊ, Πόε, Ντίκενς, Καπότε, Α. Κρίστι, Στάινμπεκ, Ρούμπινσταιν, Φιτζέραλντ, Σαιντ Εξυπερύ και αρκετούς ακόμα.
Έζησε εννέα χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Πλέον κατοικεί στη Λευκάδα με τη σύζυγό του και τα δυο τους παιδιά, και περνά μεγάλα διαστήματα στην Ήπειρο. Έχει εκδώσει έντεκα βιβλία για ενήλικες, καθώς και βιβλία για παιδιά. Το Καρναβάλι των θαυμάτων και των τεράτων (Νάκας, 2008) εκδόθηκε επίσης στα γαλλικά (2018) και στα αγγλικά (2019).
Από τις Εκδόσεις Διόπτρα εδώ και λίγες εβδομάδες κυκλοφορεί Η Φάρμα των Ζώων σε διασκευή για παιδιά η οποία κερδίζει τον αναγνώστη με την προσέγγιση και τη συνολική αρτιότητα της έκδοσης (εικονογράφηση Θέντα Μιμηλάκη, επιμέλεια Λύντη Γαλάτη).
Ο σημαντικός συγγραφέας και μεταφραστής Μιχάλης Μακρόπουλος μας κάνει την τιμή και παραχωρεί #Συνέντευξη στο #ELNIPLEX.
Ποιες δυσκολίες κρύβει να διασκευάσεις για παιδιά, να μεταγράψεις ένα τέτοιο, εμβληματικό έργο που έχει διαγράψει μια τόσο μεγάλη τροχιά;
Πρόχειρα θα ’λεγα, πολλές και καμία. Πολλές, γιατί πρέπει η διασκευή να είναι κεφάτη, να ’ναι κατανοητή από ένα παιδί, πάνω απ’ όλα να μην είναι βαρετή (ας μη λησμονούμε ότι τα παιδιά είναι πολύ αυστηροί κριτές και σε τιμωρούν με την αδιαφορία τους αν διαπράξεις αυτό το πιο βαρύ αμάρτημα: να είσαι βαρετός). Επίσης, μια διασκευή ενός έργου σαν του Όργουελ πρέπει μεν να διδάσκει, χωρίς δε να δίνει την αίσθηση πως «κουνάει το δάχτυλο».
Και, ενώ πρέπει βέβαια να παραμείνουν ατόφια τα νοήματα του πρωτότυπου, ενός έργου βαθιά απαισιόδοξου, δεν μπορεί να παραμείνει αυτή η απαισιοδοξία όταν απευθύνεσαι σε παιδιά οχτώ και εννιά χρονών. Έτσι, διασκευάζοντάς την σεβάστηκα ως ένα σημείο το πρωτότυπο κι έπειτα το αποτίναξα (το «κέλυφος» της ιστορίας, όχι την ψυχή της) κι έπλασα τη δική μου Φάρμα των ζώων, βασισμένη σ’ αυτήν του Όργουελ (το λέω άλλωστε απερίφραστα στην αρχή και στο τέλος του βιβλίου).
Και γι’ αυτό απάντησα στην αρχή «πολλές και καμία». Όταν πια έπλασα στο μυαλό μου τη δική μου ιστορία, αφέθηκα απλώς ελεύθερος να τη γράψω, με μόνη έγνοια αυτήν που είπα και πρωτύτερα: διαβάζοντάς την ένα παιδί, να μη βαρεθεί, αλλά απεναντίας να την παρακολουθήσει με κέφι ως το τέλος.
Πώς σας βοήθησε η εμπειρία σας ως μεταφραστής;
Η εμπειρία που έχω ως μεταφραστής μ’ έχει βοηθήσει έτσι κι αλλιώς πολύ σ’ ό,τι γράφω. Όσο πιο πολύ γράφεις, τόσο ευκολότερα το κάνεις, κι όσο πιο εύκολα το κάνεις, τόσο περισσότερο «λύνεσαι». Είναι ένα σπορ η γραφή, ξέρετε. Θέλει προπόνηση, συχνά σκληρή προπόνηση μάλιστα, αλλά οι κόποι σου ανεξαιρέτως ανταμείβονται.
Τι πιστεύετε ότι προσφέρει στα μικρά παιδιά Η Φάρμα των Ζώων, πέραν της πρώτης γνωριμίας με ένα βιβλίο που μακάρι να γνωρίσουν αργότερα; Ποιες αξίες, ποια μηνύματα τους αφήνει μπροστά τους να δουν;
Να νιώσουν ίσως ότι όλοι είμαστε ίσοι κι ας μην είμαστε ίδιοι. Ότι η δημοκρατία θέλει δουλειά κι επίγνωση. Κι ότι δημοκρατία είναι να σέβεσαι ταυτόχρονα τους πολλούς και τον έναν.
Ωστόσο, είναι λίγο «πολλά» όλα αυτά, ή λίγο «βαριά», για ένα βιβλίο που εντέλει απευθύνεται σε μικρά παιδιά. Ας περάσουν λοιπόν καλά διαβάζοντάς το, ή ακούγοντας τους γονείς τους να τους το διαβάζουν, κι όλα τα άλλα θα έρθουν – ή ας ελπίσουμε ότι θα ’ρθουν.
Είναι επίκαιρο; Γιατί; Τι το φέρνει στο σήμερα;
Δεν ζούμε, ούτε ζήσαμε ποτέ, σε μια ουτοπική ισοπολιτεία. Πάντα, ξέρετε, υπάρχουν «κάποια ζώα που είναι πιο ίσα από τα άλλα». Πώς λοιπόν να μην είναι επίκαιρο τώρα – και, εδώ που τα λέμε, πώς να μην είναι επίκαιρο πάντοτε;
Ποιες αρετές θεωρείτε ότι έχει αυτό το κείμενο;
Του Όργουελ ή το δικό μου; Όπως θα καταλάβατε, διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους.
Πάντως, και στο μεν και στο δε, το ότι υπάρχουν ζώα που μιλούν και δρουν σαν άνθρωποι γεννά σ’ ένα παιδί μια αίσθηση οικειότητας.
Θα σας πω κάτι που θυμήθηκα τώρα δα. Κάποια στιγμή μετά το ’74 προβλήθηκε στην κρατική τηλεόραση μια εκδοχή της Φάρμας των ζώων σε κινούμενα σχέδια. Θυμάμαι την αδελφή μου (πολύ μικρή τότε) να κλαίει και να κλαίει με την τραγική ιστορία του αλόγου που πληγώθηκε. Υπάρχει λοιπόν συγκίνηση στο κείμενο. Και, στη δική μας διασκευή, υπάρχει επίσης χιούμορ.
Υπάρχει κάτι που δε σας άρεσε και δεν το συμπεριλάβατε στη διασκευή σας αυτή για αυτόν τον λόγο;
Που δεν μου άρεσε, δεν ξέρω – που δεν μπορούσα να το συμπεριλάβω, σίγουρα. Το ’πα και πρωτύτερα: η απαισιοδοξία του Όργουελ. Έπρεπε αυτή η Φάρμα των ζώων να ‘ναι αισιόδοξη. Τα παιδιά έχουν μια ζωή ολόκληρη μπροστά τους για να απαισιοδοξήσουν. Ας μη βιαζόμαστε.
Πώς «θεραπεύεται» η αρχομανία, κύριε Μακρόπουλε;
Πώς; Το ερώτημα τίθεται εδώ και μερικές χιλιάδες χρόνια. Έχει άραγε δοθεί κάποια απάντηση;
Ποιο είναι το βασικό λάθος που κάνουν οι γονείς και χτίζουν με τα παιδιά τους εξουσιαστικές σχέσεις;
Λάθος! Ας μην είμαστε τόσο αυστηροί. Η ανθρώπινη ιστορία είναι κάπως σαν σκυταλοδρομία. Οι γονείς υπήρξαν κάποτε παιδιά, και οι δικοί τους γονείς υπήρξαν κάποτε παιδιά κάποιων γονιών. Οι εξουσιαστικές σχέσεις μάς «έρχονται», σαν χαρακτηριστικά εγγενή του πολιτισμού μας, και ταυτόχρονα υπάρχουν ως χαρακτηριστικά βιολογικά εγγεγραμμένα. Δίνουμε λοιπόν μια μάχη με τον εαυτό μας. Πιστεύω, το κύριο λάθος μας, αν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε ως τέτοιο, είναι ότι νομίζουμε πως υπάρχουν συνταγές και μαγικά ραβδιά, για να ’ναι η σχέση μας με τα παιδιά μας σαν τηλεοπτική διαφήμιση με την τέλεια οικογένεια. Ε λοιπόν, δεν υπάρχουν. Έτσι, λίγη αυτογνωσία δεν βλάπτει.
Να ξέρουμε ότι, ναι μεν είμαστε οι «μεγάλοι», αλλά μερικές φορές ως άνθρωποι είναι αναπόφευκτο να γίνουμε και «μικροί». Και να ξέρουμε επίσης, ή να το θυμόμαστε πού και πού, ότι τα παιδιά μας κι εμείς είμαστε ό,τι θα έπρεπε να είναι και τα ζώα στη φάρμα του Όργουελ: όχι ίδιοι, αλλά ίσοι.
Έχετε εντοπίσει γεγονότα στην ελληνική ιστορία που μπορούν να αντιστοιχηθούν με γεγονότα από τη Φάρμα των Ζώων;
Φαντάζομαι, πολλά. Αλλά και σε ποιανής χώρας την ιστορία δεν υπάρχουν;
Θα γράψετε ξανά ίσης ή μικρότερης φόρμας βιβλίο για παιδιά;
Το κάνω ήδη, πάλι για τη Διόπτρα. Διασκευάζω τους Άθλιους του Ουγκώ, αυτήν τη φορά παραμένοντας πολύ πιο πιστός στο πρωτότυπο.
Και πρέπει να πω ότι ’ναι μια δουλειά που μ’ αρέσει στ’ αλήθεια – με «γεμίζει», θα μπορούσα να πω. Το να αφηγηθώ σ’ αυτό το παιδί που είναι ο φανταστικός ακροατής μου (σ’ ένα από τα δικά μου παιδιά, ας πούμε), με λίγα αλλά ουσιαστικά λόγια, μια τόσο μεγάλη ιστορία.
Σας ευχαριστώ.
Σας αντευχαριστώ για τις ουσιαστικές σας ερωτήσεις.