Κατηφόρισε δίχως ανάσα. Οι βαριές ξύλινες πόρτες όλες σφαλιστές. Ούτε κουρτινάκι δεν κουνήθηκε. Μέχρι και τα ζωντανά, οι γάτες που άλλοτε αλώνιζαν σε αυτήν πλευρά της πόλης από τσίνγκο και τσαμούρια, κούρνιασαν κάτω από τις φθαρμένες καρέκλες μήπως και ακούσουν κάποια ακόμη ιστορία για την πατρίδα που είχαν αφήσει πίσω αυτοί οι ξυπόλητοι. Την πατρίδα του Τραντέλλληνα.
Η ζωή έχει και πάνω.
Δεύτερη φορά πήρε την ανηφόρα μήπως και ακούσει το πιάνο από το λαμπερό οίκημα. Έστησε αυτί. Τίποτε. Το μέχρι χθες πολύβουο αρχοντικό έμοιαζε, όπως όλα άλλωστε, εγκαταλελειμμένο και ορφανό. Πείσμωσε και προχώρησε. Με γρήγορους παλμούς έφτασε μπροστά στην είσοδο του ναού. Βρήκε τριπλή αλυσίδα. Κανένα σημάδι ζωής.
-Μα πού πήγε η ζωή! αναφώνησε και πήρε να περπατά στα στενά, όταν έφτασε στα αυτιά του ο ζωηρός ήχος από μια λύρα. Έκλαιγε η λύρα, δάκρυσε και αυτός. Ήταν μόλις που έφτασε στη γειτονιά του Μπεζεστένι.
Η ζωή έχει και ξαφνικό φως.
Ο ήχος της άλλοτε του έφερνε δάκρυα και άλλοτε τράνταζε τα μέσα του και αμόν αγρίμ’ λάγκευε. Μεσημέρι καυτό και σαν ο ήλιος κοκκίνισε εκείνη τη μέρα βρέθηκε από τα τσαμούρια στην πλευρά της πόλης, της Πάνω Πόλης να περπατά αδύναμος, κουρελής. Βιάστηκε ακολουθώντας το φως και ανάμεσα από σιωπές και το γιασεμί να τον ζαλίσει έφτασε στην Πύλη. Δυο βήματα παρακάτω και πέρασε μέσα στα κάστρα. Στη μικρή πλατεία είδε μαζεμένους άνδρες, γυναίκες και παιδιά να κάθονται και να την ακούν. Πλησίασε και αυτός και τότε την είδε. Ντυμένη στα μαύρα, με ένα τσεμπέρι που έκρυβε το κατασπρο σαν γάλα νεανικό πρόσωπο της.
– Όμορφα εν και εδώ, αλλά αμόν τεμέτερον τα σπίτια εκεί σιν πατρίδα κι είναι. Για αυτό παιδία ποτέ, μα ποτέ κι πρεπ’ να λησμονούμε.
Η ζωή έχει και αληθινό φως.
Και νύχτωσε εκεί στα ψηλά και κάτι από τη μυρωδιά της θάλασσας, κάτι από τη νοσταλγία και άρχισε ο κουρελής να τραγουδά και μαζί του τραγούδησαν και όλοι όσοι ήταν εκεί. Όλοι από τη γενιά του Διγενή.
Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!» Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται. – Μη κλαις, μη κλαις, Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκασαι. -Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία ‘πάρθεν. – Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.
Η ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί cookies για τη μέτρηση της επισκεψιμότητάς της και τη βελτίωση της περιήγησής σας. Πατώντας «OK» αποδέχεστε τη χρήση αυτών των cookies κατά την περιήγησή σας στην ιστοσελίδα μας.OkΑπόρριψηΔιαβάστε Περισσότερα