Η ιστορία της μεγαλόφωνης ανάγνωσης, το μοντέρνο read aloud ή, αν προτιμάτε, το clare legere των λατίνων, είναι ουσιαστικά η ιστορία της ίδιας της ανάγνωσης. Μεγαλόφωνη ανάγνωση υπάρχει από τότε που υπάρχουν έντυπες ιστορίες στην ανθρωπότητα, κάπου δηλαδή πριν από πέντε χιλιάδες χρόνια. Και πριν από αυτήν, όμως, οι άνθρωποι αφηγούνταν τις ιστορίες τους, προφορικά και μεγαλόφωνα πάντα. Κάπως έτσι, μπορούμε να πούμε ότι το να λες μια ιστορία σε άλλους με τη φωνή σου στεντόρεια και πειστική, είναι μια δραστηριότητα που βρίσκεται στο αίμα των ανθρώπων, πριν ακόμα βγουν από τα σπήλαια, για να μην πω πριν κατέβουν από τα δέντρα της αδυσώπητης και επικίνδυνης ζούγκλας, όπου η χλωρίδα και πανίδα ήταν ακόμα πυκνές.
Όσοι, λίγοι, γνώριζαν ανάγνωση στον δυτικό κόσμο, και οι ελάχιστοι από τον υπόλοιπο, διάβαζαν δυνατά. Δεν υπήρχε σιωπηλή ανάγνωση. Οι μοναχοί στα μοναστήρια, που ήταν συνήθως διαβαστεροί και “γραμματιζούμενοι”, διάβαζαν δυνατά. Το να διαβάζεις από μέσα σου, άλλωστε, θεωρούνταν τότε μάλλον κάτι σε αγένεια και η ανάγνωση των βιβλίων, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, ως μια διαδικασία σιωπηλή και τόσο διαδεδομένα πολύ προσωπική, είναι υπόθεση μερικών δεκαετιών, ας πούμε δυο-τριών ντουζίνων απ’ αυτές. Αυτά ισχυρίζεται η μία όχθη των μελετητών. Γιατί μια άλλη, απέναντι, λέει ότι η σιωπηλή ανάγνωση υπήρχε από την αρχαιότητα, αλλά δεν ήταν ιδιαίτερα αναπτυγμένη.
Η ευγενής διαμάχη μιλάει για… εργοστασιακές ρυθμίσεις. Ο άνθρωπος, ο Ευρωπαίος δηλαδή, πριν τον 17ο αιώνα είχε ως βασική λειτουργία στο εγχειρίδιό του τη μεγαλόφωνη ανάγνωση, ενώ ο άνθρωπος των τελευταίων δύο-τριών αιώνων έχει ως εργοστασιακή ρύθμιση την εσωτερική, σιωπηλή ανάγνωση. Η βιομηχανία του βιβλίου το απαιτεί σχεδόν αυτό, το προβάλλει ως μοτίβο μιας αλγοριθμικής σχεδόν λειτουργίας και καθόλου δεν σφάλλει.
Η ιστορία αλλάζει κάπου στον 17ο-18ο αιώνα, όχι ασφαλώς μεμιάς και αιφνιδίως. Η ανάγνωση κατά μόνας ήταν ένα νέο χόμπι που αναδυόταν, κυρίως στις κοινωνίες των πλουσίων και των πέριξ τους, οι οποίοι είχαν πρόσβαση στη γνώση και τη νέμονταν κατά το δοκούν, δυσανάλογα ασφαλώς. Η ανάπτυξη των τυπογραφείων και του Τύπου έδωσαν επιπλέον ώθηση στη σιωπηλή ανάγνωση, καθώς περισσότεροι πια κρατούσαν ένα ολιγοσέλιδο έντυπο επικαιρότητας στα χέρια τους, μπορούσαν να το διαβάσουν παντού, σχεδόν καθημερινά, οπότε επειδή η τρέλα δεν πάει πάντα στις βουνοκορφές, η φωνή του τρελού που περπατάει και διαβάζει φωναχτά χαμήλωσε και σταδιακά χάθηκε πίσω από τον οισοφάγο, σε μια κατάβαση ιστορικής σημασίας για την ανθρωπότητα. Ήταν η ώρα να κυριαρχήσει η εσωτερική, σιωπηλή, ιδιωτική ανάγνωση, αυτή που ερχόταν αργά από την ελίτ, τόσο που κάποτε, η κρυφή ανάγνωση του βιβλίου ή της εφημερίδας του διπλανού σου να θεωρείται παράπτωμα, καλή μου λαθρανάγνωση.
Η εσωτερικοποίηση, το αδιόρατο σιωπητήριο που επήλθε σταδιακά στο συλλογικό, εξωστρεφές, φωναχτό διάβασμα έφερε στο προσκήνιο την εσωτερική ζωή του ανθρώπου, μια ιδιόρυθμη πνευματική ιδιώτευση. Δεν είναι όλα δημόσια, δεν είναι όλα προς έκθεση και διανομή, δεν είναι όλα της αγοράς και του δημόσιου περιπάτου. Τώρα ο γραπτός λόγος σου δίνει τον χρόνο να τον κρατήσεις ξανά και ξανά μπροστά στο βλέμμα σου, να μην ηχεί μόνο στα αυτιά σου. Η εσωτερική ζωή κανονικοποιείται, δυναμώνει, καθώς η φωνή κινείται αντιστρόφως ανάλογα. Ο άνθρωπος βρίσκει στη σιωπή και τις παύσεις ένα πολύτιμο καταφύγιο. Η πνευματική αναζήτηση γίνεται υπόθεση προσωπική, υπόθεση στην οποία μπορούν να έχουν πρόσβαση οι γυναίκες, υπό προϋποθέσεις και άνθρωποι χαμηλότερης τάξης. Δεν αρέσει αυτό σε όλους∙ συντηρητικοί κύκλοι σκανδαλίζονται από τη δυνατότητα φτωχών ή γυναικών να διαβάζουν πράγματα που δεν είναι θεάρεστα ή με τη βούλα των επίσημων εξουσιών και αυθεντιών, καθώς τραντάζονται οι ανεπάρκειές τους, ενώ η γνώση και η φαντασία απλώνει κάθετα και οριζόντια στο πόπολο.
Και όταν ο καπιταλισμός θεριεύει και το βιβλίο γίνεται ένα πνευματικό προϊόν της ελεύθερης αγοράς, τότε μπορεί να θεωρείται ένα αντικείμενο προσωπικό, μπορείς να το πάρεις, να το έχεις δικό σου, να έχεις πολλά, για πάντα. Αμάρτημα μέγιστο, ολίσθημα αποτρόπαιον. Τώρα μπορείς να σκέφτεσαι, μόνος, να παράγεις δρόμους σκέψης, δίχως να έχεις ανάγκη μέντορες, θρησκευτικά ή πολιτικά κατηχητικά. Η εσωτερική ανάγνωση είναι η δεύτερη ευκαιρία που έψαχναν οι άνθρωποι. Ο θάνατος της μεγαλόφωνης ανάγνωσης ήταν ορατός. Αλλά δεν θα ήταν οριστικός.
Έπρεπε, όμως, να υπάρξουν και άλλες μικρές ή μεγαλύτερες συνωμοσίες για να φτάσουμε στην ανάπτυξη της προσωπικής, σιωπηρής ανάγνωσης, προοδευτικά, από την αρχαιότητα μέχρι τους αιώνες της Αναγεννήσεως. Στο βιβλίο του, Space Between Words: The Origins of Silent Reading, ο Paul Saenger εξερευνά τις αλλαγές που έγιναν προκειμένου η μορφή κειμένου με την οποία η σκέψη έχει παρουσιαστεί στους αναγνώστες να φτάσει σε αυτήν που ο σύγχρονος δυτικός αναγνώστης βλέπει ως αμετάβλητη και σχεδόν καθολική. Ήταν ο διαχωρισμός των λέξεων που έκανε τα κείμενα πιο ευανάγνωστα και άνοιξε τον δρόμο μιας επανάστασης της ανάγνωσης. Γιατί αυτό που σήμερα μοιάζει αυτονόητο, κάποτε ήταν αδιανόητο. Οι λέξεις ήταν ενωμένες και η μεγαλόφωνη ανάγνωση ήταν σχεδόν μονόδρομος.
Στο βιβλίο του ο Saenger θέτει ανάμεσα σε άλλα το ερώτημα γιατί ο διαχωρισμός των λέξεων άργησε να έρθει. Η απάντηση βρίσκεται, όπως αναφέρει, “στις αρχαίες αναγνωστικές συνήθειες με την προφορική τους βάση, και στο κοινωνικό πλαίσιο όπου γινόταν η ανάγνωση και η γραφή. Ο αρχαίος κόσμος δεν ήθελε να κάνει την ανάγνωση ευκολότερη και ταχύτερη. Για διάφορους λόγους, αυτά που οι σύγχρονοι αναγνώστες θεωρούν ως πλεονεκτήματα – ανάκτηση πληροφοριών αναφοράς, αυξημένη ικανότητα ανάγνωσης «δύσκολων» κειμένων, μεγαλύτερη διάχυση του γραμματισμού – δεν θεωρούνταν πλεονεκτήματα στον αρχαίο κόσμο. Η αντίληψη ότι ένα μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού θα έπρεπε να είναι αυτόνομοι και αυτοκινούμενοι αναγνώστες ήταν εντελώς ξένη προς την ελιτίστικη νοοτροπία του αρχαίου κόσμου. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του βιβλίου περιγράφει λεπτομερώς πώς η νέα μορφή διαχωρισμού λέξεων, σε συνδυασμό με τη σιωπηλή ανάγνωση, εξαπλώθηκε από τα βρετανικά νησιά και σταδιακά επικράτησε στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία και την Ισπανία. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με τον θρίαμβο της σιωπηρής ανάγνωσης στο σχολαστικισμό και τις λατρευτικές πρακτικές του ύστερου Μεσαίωνα“.
Φτάνοντας στον 20ο αιώνα και τις μέρες μας, στην μετά-millenium εποχή, και την υπερπροσφορά πολλών διαφορετικών έντυπων βιβλίων, αλλά και νέων μορφών που αντλούν από το οπλοστάσιο της μεγαλόφωνης ανάγνωσης, όπως τα audio books/ηχητικά βιβλία-ηχογραφημένες αφηγήσεις, μπορούμε να σημειώσουμε ότι σήμερα όλα ανεξαιρέτως τα βιβλία που κυκλοφορούν, είναι κατάλληλα για μεγαλόφωνη ανάγνωση μέχρι την ηλικία των έξι περίπου ετών, αφού το 99% των παιδιών 0-6 ετών δεν γνωρίζει ανάγνωση, ως εκ τούτου πρέπει να του το διαβάσει μεγαλόφωνα κάποιος που γνωρίζει ανάγνωση. Οι νηπιαγωγοί, επί παραδείγματι, δεν διαβάζουμε στα παιδιά από μέσα μας. Διαβάζουμε όχι μόνο μεγαλόφωνα, από πάντα και για πάντα, αλλά με στραμμένο το βιβλίο προς τα παιδιά ώστε να βλέπουν τις εικόνες, συμβάσεις της γραφής (π.χ. αριστερά προς τα δεξιά), λέξεις, διάστιχο κ.α. Και η μόνη μας έγνοια είναι να βρούμε το βιβλίο που ταιριάζει στο αναγνωστικό και πνευματικό δυναμικό της ομάδας μαθητών που διαθέτουμε κάθε φορά. Το ίδιο ισχύει και για τους γονείς. Μέχρι το παιδί τους να σπάσει τον κώδικα της ανάγνωσης, διαβάζουν αποκλειστικά μεγαλόφωνα. Βλέποντας την κόρη μου στα 4,5 της χρόνια πλέον να πιάνει βιβλία μόνη της και να τα ξεφυλλίζει, μπορεί να κάνει τις δικές της “αναγνώσεις” σε ιστορίες που της έχουν ήδη διαβαστεί, αλλά όχι σε εκείνες που δεν γνωρίζει.
Όταν από την πρώτη δημοτικού και μετά, τα παιδιά κατακτούν σταδιακά τους μηχανισμούς της ανάγνωσης και μπορούν να διαβάσουν και μόνα τους, τότε αναμφίβολα μπορούμε να δούμε αφενός την ανάδυση της δικής τους προσωπικής, εσωτερικής, σιωπηλής ανάγνωσης, αφετέρου τα σημαντικότατα οφέλη της μεγαλόφωνης ανάγνωσης. Κι εδώ η μεγαλόφωνη ανάγνωση γίνεται συνειδητή επιλογή: “διαβάζουμε μαζί;”. Ναι. #diavazoume. Τα σώματά μας είναι κοντά, μπορεί και να ακουμπάμε ο ένας τον άλλο ή να καθόμαστε αγκαλιά, η φωνή μου σηκώνει όρθια την ιστορία μπροστά σου, τριγύρω σου, οι δεσμοί μας, συναισθηματικοί και άλλοι, ενισχύονται. Όλες οι ευεργεσίες της μεγαλόφωνης ανάγνωσης είναι παρούσες. Ελλοχεύει όμως ένας κίνδυνος που μου έχουν αναφέρει πολλές μαμάδες, εδώ και είκοσι και πλέον χρόνια που συνομιλώ μαζί τους. Διάβαζαν συστηματικά στα παιδιά τους μέχρι και τα 10-11 τους, κάθε βράδυ σχεδόν. Και κάποια στιγμή τα παιδιά τους δεν ήθελαν να διαβάσουν μόνα τους. Γιατί δεν ήξεραν αυτή τη διαδικασία. Είχαν συνηθίσει στον γονιό-ηχείο που διαβάζει αυτός και μόνο αυτός. Γι’ αυτό, έφτασα να σκέφτομαι -και είδα ότι το προτείνουν και μελετητές- να εναλλάσσουμε τους ρόλους στη μεγαλόφωνη ανάγνωση. Κάποιες φορές εγώ, έλα τώρα και εσύ, διάβασέ μου κάτι που σου αρέσει και εσύ. Να μη μένουμε στους ίδιους ρόλους.
Στην τάξη τα οφέλη είναι προφανή: η δημιουργία μιας συναισθηματικά και ψυχικά ισχυρής και δεμένης κοινότητας, η κατανόηση και εμπέδωση των χρήσεων και των μορφών του λόγου, του τονισμού, της έκφρασης, των παύσεων, των σημείων στίξης, ορατών και μη συμβάσεων και χαρακτηριστικών του λόγου, γραπτού και ασφαλώς προφορικού.
Στο σπίτι, ωστόσο, που η επαφή είναι συνήθως δυαδική ή σε μια ομάδα ασφαλώς πιο περιορισμένη, π.χ. δύο γονείς και δύο παιδιά, τα οφέλη μοιάζουν στους γονείς λιγότερο προφανή, ειδικά από τη στιγμή που τα παιδιά περνούν την πρώτη ή το πολύ τη δευτέρα δημοτικού.
Βελτιώνει τις δεξιότητες κατανόησης κειμένων; Ενισχύει τις δεξιότητες ακρόασης; Αυτά είναι τα δύο πρώτα θεμέλια. Ακολούθως η ενίσχυση της συγκέντρωσης, το χτίσιμο της αναγνωστικής κουλτούρας, η σύσφιξη των οικογενειακών σχέσεων, η βελτίωση της ευρύτερης ακαδημαϊκής επίδοσης είναι δυνάμεις που απλώνονται εις την νιοστή αναλόγως του δυναμικού φορτίου που φέρει η δυαδική σχέση που αναπτύσσετε με το παιδί σας.