Το νέο της βιβλίο, τα Χρυσά κουπιά, κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο και οι πρώτοι του αναγνώστες μίλησαν με θέρμη για την λογοτεχνική ποιότητά του. Ήμασταν από αυτούς. Γιατί προάγει την υψηλού επιπέδου λογοτεχνία για παιδιά, θα γράφαμε με απλά λόγια. Περισσότερα στην παρουσίαση του βιβλίου εδώ.
Η Μαρία Παπαγιάννη, υποψήφια για το διεθνές βραβείο “2022 Hans Christian Andersen Award”, σε μια γεμάτη εικόνες, συναισθήματα, μνήμες και όνειρα #Συνέντευξη στο #ELNIPLEX. Με σπουδαίες λέξεις που καταθέτουν αλήθεια.
Για ποιες «Ελλάδες» έγραψες με τα Χρυσά Κουπιά;
Έγραψα για έναν τόπο που τα δέντρα έχουν βαθιά τις ρίζες τους στο χώμα και στις μνήμες των ανθρώπων. Αυτό είχα στο μυαλό μου. Δεν ξέρω που βρίσκεται αυτό το χωριό. Αλλά σίγουρα το κατοικούν συνηθισμένοι άνθρωποι, άνθρωποι που κρύβουν μυστικά, που κουβαλούν αγιάτρευτες ρωγμές, που φοβούνται, που λαχταρούν μια αγκαλιά, που νοιάζονται που ονειρεύονται ταξίδια κι άλλους που βλέπουν με τα μάτια της ψυχής. Ο καθένας μας κουβαλάει πολλές ιστορίες άλλοτε παράλληλες με τους γύρω του κι άλλοτε σε σύγκρουση ή τεμνόμενες.
Στον μεγάλο κόσμο υπάρχει μια μικρή χώρα και στην μεγάλη Ελλάδα υπάρχουν πολλοί μικροί άνθρωποι -ο καθένας με την ιστορία του- που νιώθουν πως ο κόσμος δεν τους χωράει πια γιατί δεν μπορούν να τον διαβάσουν. Έχει αλλάξει πολύ, εφιαλτικά για τους περισσότερους. Κι όμως τώρα παρά ποτέ ο καθένας μας χρειάζεται τους άλλους.
Ήθελα να γράψω για έναν μικρό τόπο που συμπαραστέκεται στην αγωνία δυο κοριτσιών να χωρέσουν σε μια καινούργια πραγματικότητα. Για μια Ελλάδα λοιπόν που δεν έχασε την μνήμη της, που συμπονεί και στηρίζει τους πληγωμένους, που δεν εκδικείται
Πόση Μαρία Παπαγιάννη βρίσκουμε μέσα στα Χρυσά Κουπιά; Υπάρχουν στοιχεία της ζωής σου που πυροδότησαν τη συγγραφή τους;
Όταν γράφεις ένα βιβλίο είσαι ολόκληρη εκεί. Μεγάλωσα στην επαρχία, στη Λάρισα, τα καλοκαίρια στον Πλαταμώνα. Πιστεύω πως η φύση γαληνεύει και οι μικροί τόποι είναι θαυματουργοί. Ίσως γι’ αυτό διάλεξα τα κορίτσια να πηγαίνουν στο χωριό όταν η κατάσταση στο σπίτι τους γίνεται πολύ δύσκολη. Μεγάλωσα επίσης σε μια μεγάλη οικογένεια με πολλούς φίλους και ξαδέλφια με τους οποίους μοιραζόμασταν τις χαρές και τις λύπες.
Όταν άρχισα να γράφω το βιβλίο η ασφάλεια αυτής της αγκαλιάς είχε τραυματιστεί με πολλές απώλειες. Σαν ξαφνικά να μοιράστηκε ο κόσμος στα δύο. Πολλοί απ’ αυτούς που είχα αγαπήσει και είχα μοιραστεί ανέμελα χρόνια είχαν περάσει στην άλλη όχθη.
Στα «Χρυσά κουπιά» ο μπαμπάς της οικογένειας αρρωσταίνει. Τα δυο κορίτσια προσπαθούν να βρούνε έναν τρόπο να υπάρξουν σ’ αυτή την άγνωστη και καινούργια καθημερινότητα.
Πόσο δύσκολο είναι να γράψεις ιστορίες επιλέγοντας δύσκολα γεγονότα να τα στεφανώνουν;
Νομίζω πως ποτέ δεν γράφεις για εύκολα. Γράφεις γι’ αυτά που σε καίνε, για τα δύσκολα, για ανεπίλυτα, για αναπάντητα και απρόβλεπτα. Γράφεις για τους μικρούς ανθρώπους που πρέπει να λύσουν το γόρδιο δεσμό της καθημερινότητας και να βρούνε ένα πέρασμα μέσα από συμπληγάδες. Γιατί όπως όλοι έτσι και τα παιδιά έχουν όνειρα κι εφιάλτες, ορίζοντες και γκρεμούς. Έτσι λοιπόν ποτέ δεν θα μ’ ενδιέφερε να πω στα παιδιά που διαβάζουν τα βιβλία μου πως η ζωή είναι ένας εύκολος τόπος. Αντίθετα θα ήθελα να τους ψιθυρίσω πως κι εγώ βλέπω πως η ζωή είναι σκληρή και άδικη πολλές φορές αλλά αξίζει τον κόπο.
Υπάρχουν πολλοί δρόμοι κι έχει σημασία ποιον θα πάρεις. Να είναι ο δρόμος που θέλεις να περπατήσεις. Να βλέπεις μακριά αλλά να βλέπεις και δίπλα σου. Να νοιάζεσαι, να μοιράζεσαι. Νομίζω αυτό σε απελευθερώνει, σου δίνει κουράγιο και δύναμη. Μ’ αρέσει να μιλάω στα παιδιά αλλά ποτέ δεν θα έλεγα ψέμματα. Βαριόμουνα αφόρητα τους μεγάλους όταν ήμουνα μικρή που άλλαζαν τη φωνή τους κάθε φορά που απευθύνονταν σε μένα. Θυμάμαι αυτό το συναίσθημα.
Κανένα παιδί δεν αντέχει να του μιλάνε σε άλλη γλώσσα. Καταλαβαίνουν μια χαρά. Τα παιδιά δεν είναι μόνο χαριτωμένα, είναι συχνά και φοβισμένα. Αν δεν τους μιλήσουμε και γι’ αυτό είναι σαν να τους βάζουμε τρικλοποδιά. Σαν να τους λέμε εσύ είσαι ο περίεργος που κάνεις μαύρες σκέψεις. Δεν βλέπεις ο κόσμος είναι υπέροχος. Εγώ θα ήθελα να τους πω ακριβώς το αντίθετο. Δεν βλέπεις ο κόσμος είναι περίεργος αλλά εσύ είσαι υπέροχος και δυνατός. Προχώρα.
Η ζωή στη φύση, στα χωριά, στους μικρούς τόπους, βουτηγμένους μέσα στις ιστορίες, τους θρύλους, τους μύθους. Γιατί τις έχουν ανάγκη τα παιδιά, οι ενήλικες, οι κοινωνίες ολόκληρες;
Ο κάθε τόπος δεν είναι μόνο αυτό που βλέπουμε, δεν είναι μόνο η φύση, είναι και η ιστορία του, η μνήμη του, όσα κρύβονται στις φωλιές του και στις ρίζες του. Όσο πιο βαθιά γνωρίζεις έναν τόπο τόσο σε εκπλήσσει αποκαλύπτοντας μυστικά για τους ανθρώπους που τον κατοικούσαν. Από την άλλη όσοι θρύλοι έχουν ακόμα διατηρηθεί μας δείχνουν πόσο διαφορετική ήταν η ζωή παλιά αλλά και πόσο ίδιες οι ανάγκες των ανθρώπων που τις φύλαξαν στο λεξικό των αναμνήσεών τους. Αυτό με γοητεύει στους θρύλους όπου παντρεύονται οι πιο παράξενες και πιο απίθανες σκέψεις. Είναι σαν ίχνη που οδηγούν στην παλιά σκέψη των ανθρώπων κι από την άλλη είναι οι ρίζες όπου φύτρωσε ο καινούργιος κόσμος. Κι όμως υπάρχει μέσα σ΄ αυτές τις παλιές αφηγήσεις ένα νήμα, ένας ψίθυρος που προσπαθεί να μας εξηγήσεις πως πάντα οι άνθρωποι είχαν φόβους και πάντα έψαχναν λέξεις να τους ξορκίσουνε.
Ο καθένας στην προσωπική του γεωγραφία έχει διατηρήσει τη δική του εικόνα για τους τόπους που έζησε. Για μένα πάντα ένα μεγάλο κομμάτι ήταν οι ιστορίες που λέγανε οι παλιοί. Το από που ερχόμαστε κρύβει πάντα μέσα του πιστεύω το που θέλουμε να πάμε. Οι μνήμες σε βοηθούν να βλέπεις πιο μακριά. Η μνήμη είναι ελευθερία. Όπως τα δέντρα που έχουν μακριά τις ρίζες τους απλώνουν και μακρύτερα τα κλαδιά τους
Υπάρχει κάποιο όριο που όταν το ξεπερνούν οι ιστορίες και οι μύθοι γίνονται… «επικίνδυνα»;
Δεν ξέρω αν οι ιστορίες γίνονται «επικίνδυνες» ή ο τρόπος που τις διαβάζουν οι άνθρωποι ή τις χρησιμοποιούν οι αφηγητές τους. Έχει σημασία λοιπόν ο χρόνος και ο τρόπος που μια κοινωνία ξανασυναντάει μια παλιότερη αφήγηση.
Η ζωή είναι μια μετεώριση μεταξύ ηδονής και οδύνης. Κατάλαβα καλά μια από τις βασικές σκέψεις του βιβλίου;
Δεν είναι; Λένε πως ο έρωτας είναι το αντίδοτο για το φόβο του θανάτου. Τα ψηλά βουνά έχουν μεγάλους γκρεμούς.
Σ’ όλη σου τη ζωή ονειρεύεσαι να πετάξεις και ξαφνικά χωρίς να το καταλάβεις τα φτερά σου παίρνουν φωτιά. Όμως στα παιδιά μου πάλι θα έλεγα να κυνηγάνε πάντα τη χαρά, να μην βολεύονται σε μέτρια αισθήματα αλλά να αναζητάνε την μεγάλη ευτυχία.
Ο παππούς της ιστορίας μας αγάπησε την Μελίτη που έφυγε νωρίς αλλά ακόμα κι αν ήξερε τι θα τους συνέβαινε εκείνες τις στιγμές που έζησε μαζί της θα διάλεγε κι ας πενθούσε για κείνη σε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Η μεγάλη ευτυχία κάνει πιο δύσκολο τον αποχωρισμό και την απώλεια αλλά τι θα ήταν η ζωή αν δεν προσδοκούσαμε πάντα το καλύτερο.
Πώς βίωσες τη συγγραφή αυτού του βιβλίου; Πώς πέρασες κατά τη δημιουργία του;
Τα «Χρυσά κουπιά» με συντρόφεψαν πολλά χρόνια, δύσκολα χρόνια. Δεν πίστευα πως θα το ολοκλήρωνα. Κάποιες στιγμές το έκανα από πείσμα για να υποδυθώ μια κανονικότητα. Τις πιο πολλές φορές έμενα χωρίς λέξεις μπροστά στην οθόνη κι ύστερα όπως η μικρή ηρωίδα μου η Ηρώ κράτησα την υπόσχεσή που είχα δώσει και συνέχισα.