Το 1821 έχει πυροδοτήσει μια σειρά αξιόλογων εκδόσεων με αφορμή την στρογγυλή επέτειο των διακοσίων ετών. Ανάμεσα σε αυτές που ξεχωρίζουν είναι το βιβλίο της Λίλης Λαμπρέλλη Έντεκα μέρες του Απρίλη 1826 (εικονογράφηση Κατερίνα Βερούτσου), ένα υψηλής ποιότητας χρονικό για τις τελευταίες μέρες των πολιορκημένων του Μεσολογγίου την άνοιξη του 1826, που οδήγησε στην μεγαλειώδη Έξοδό τους και την τραγική κατάληψη των περισσότερων εξ’ αυτών.
Δίχως να έχω καμία σχέση συγγένειας, καταγωγής ή άλλη με τον τόπο, ερωτεύτηκα με έρωτα αλύγιστο εκείνη την ιστορία, επισκέφθηκα τον τόπο, μάζεψα βιβλία, διάβαζα πηγές, μπήκα όσο πιο βαθιά μπορούσα στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, με τη συνδρομή και του Δ. Σολωμού που με στοίχειωνε με τις ακριβές του λέξεις. Ήθελα όσο τίποτα να μιλήσω με τη συγγραφέα αυτού του βιβλίου που αγάπησα την ποιότητα της αφήγησης και την αρτιότητα της εκτέλεσής του από τις πρώτες σελίδες. Η Λίλη Λαμπρέλλη, ευγενική πάντοτε, μου άνοιξε τον κόσμο της.
Στην αρχή τη ρώτησα αυτό το κλισέ που ρωτάμε συχνά, αλλά εδώ είχα λόγο να το κάνω, μιας και είπαμε, έχω προσωπικό έρωτα για το θέμα: γιατί αποφάσισε να γράψει για ένα τέτοιο θέμα, για μια από τις συγκλονιστικότερες ιστορίες της ανθρωπότητας, που όποιος δεν τη γνωρίζει, του συστήνω να την ψάξει και να την ερωτευτεί.
“Από παιδί με τραβούσε το θέμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων, παρότι δεν είχα καταλάβει πόσο “αληθινά ελεύθεροι” ήταν αυτοί οι άνθρωποι και πόσο ακραία τραγικές ήταν οι συνθήκες της πολιορκίας τους. Όταν μου ζήτησε η Μαρίζα Ντεκάστρο να γράψω ένα μικρό κείμενο με ελεύθερο θέμα πάνω στην Ελληνική Επανάσταση για ένα συλλογικό βιβλίο, αμέσως σκέφτηκα και έγραψα για το Μεσολόγγι. Όμως δεν χόρτασα – ήθελα να γράψω κι άλλο και κυρίως να ψάξω κι άλλο. Η αλήθεια είναι πως θυμόμουν περισσότερο τους στίχους του Βαλαωρίτη: “Τ’ άλογο, τ’ άλογο! Ομέρ Βρυώνη, το Σούλι εχούμησε και μας πλακώνει” και κυρίως τους στίχους του Γκάτσου που ακολουθούσαν “Τ’ άλογο, τ’ άλογο! Ομέρ Βρυώνη…” στη μελωδία του Χατζηδάκη, και λιγότερο τον Oμέρ Βρυώνη της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου. Ξεκίνησα την αναζήτηση από το βιβλίο του Βερέμη “Τριπολιτσά – Μεσολόγγι”. Ταρακουνήθηκα διαβάζοντας λεπτομέρειες για την “άγρια” νίκη των Ελλήνων στην πολιορκία της Τρίπολης και επειδή είχε μόλις ξεκινήσει ο πρώτος εγκλεισμός λόγω της πανδημίας, τον Μάρτιο του 2020, αγκάλιασα σφιχτά σαν συγγενείς μου τους έγκλειστους πολιορκημένους στο Μεσολόγγι που – πέρα από όλα τα άλλα – σαν κι εμάς, μαστιζόντουσαν από επιδημίες. Αμέσως μετά βρέθηκε στα χέρια μου, από ευτυχή συγκυρία, το βιβλίο του Καπώνη για τους Γελεκτζήδες. Τότε βρήκα τον ήρωά μου και ταυτίστηκα μαζί του. Στο πρόσωπο του Μάρκου αναγνώριζα όλους τους ανώνυμους Γελεκτσήδες κι ένιωθα σαν να είχα ζήσει μαζί τους, δίπλα τους, σε μιαν άλλη ζωή. Κάθε πρωί, ξυπνούσα με τη χαρά της γραφής και έμπαινα στο πετσί του Μάρκου, στα ρούχα του, στη σκέψη του, στη μελαγχολία του, στην πείνα του, στη δίψα του. Τον ακολουθούσα στα πολλά του περπατήματα μέσα στην πόλη, έψαχνα μαζί του για καβούρια, γέμιζα μαζί του τα τουφέκια των αγωνιστών στους προμαχώνες.
Το αποτέλεσμα όλης αυτής της διεργασίας ήταν μια μοναδική σπουδή που έφερνε τη δημιουργία μέσα της. “Ένιωθα ότι είχα μετενσαρκωθεί με βουτιά στο παρελθόν και ζούσα από μέσα αυτές τις έντεκα μέρες που οδήγησαν στην απίστευτα ηρωική ήττα και συγχρόνως μέγιστη νίκη των Μεσολογγιτών. Άρχισα να αναζητώ κι άλλες πηγές για να τροφοδοτήσω την παιδική μου – σχεδόν μεταφυσική – έλξη για την τελευταία πολιορκία και την Έξοδο”.
Η Λίλη Λαμπρέλλη είχε ένα κοινό μαζί μου: δεν είχε καμία σχέση με το Μεσολόγγι, τίποτε προσωπικό που να την ωθήσει σε τούτη τη γραφή. Εκ των υστέρων δεν μου άρεσε η ερώτησή μου. Λες και χρειάζεται μια σαρωτικής έντασης και κυκλωτικής έκστασης ιστορία σαν την Έξοδο καταγωγές και συγγένειες για να την κάνεις στέμμα των λογισμών σου. Όμως η συγγραφέας εντόπισε τη μέγιστη συγγένεια με το Μεσολόγγι, εκείνη τη φλέβα που ρέει από τις ντάπιες του κάστρου μέχρι το σπίτι που ζει κάθε ελεύθερος άνθρωπος ανά τον κόσμο.
“Δεν υπήρχε τίποτα προσωπικό σ’ αυτή την εμμονή μου, εκτός από την τάση μου να θαυμάζω τους ασυμβίβαστους, τους γενναία ηττημένους που δεν παραδίδονται ποτέ και να είμαι, σαν όλους που γράφουν για παιδιά, με τη μεριά των παιδιών και των αθώων. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο παράδειγμα αγαπητικής συμβίωσης γενναίων όλων των ηλικιών κι από λογιών λογιών πατρίδες (Μεσολογγίτες και άνδρες της φρουράς από πολλά μέρη της Ελλάδας – κάποιοι από αυτούς με τις οικογένειές τους, όπως και Φιλέλληνες από πολλά κράτη της Ευρώπης, ανάμεσά τους ο Ελβετός συντάκτης των “Ελληνικών χρονικών” Γιάννης Μάγιερ που παντρεύτηκε Μεσολογγίτισσα και απέκτησε μαζί της δυο κοριτσάκια. Όλοι αυτοί που μοιράστηκαν τις κακουχίες, τους κανονιοβολισμούς, τις επιδημίες, την πείνα και τη δίψα στις πολιορκίες του Μεσολογγίου και είχαν παραμείνει ζωντανοί ως την παραμονή της Εξόδου, αποφάσισαν ομόφωνα (και για πολλοστή φορά) να μην παραδοθούν. Οι ηλικιωμένοι, τραυματισμένοι ή άρρωστοι, Μεσολογγίτες και μη, που δεν μπορούσαν να τρέξουν στην πεδιάδα κι ύστερα να σκαρφαλώσουν ως την κορφή του Ζυγού, συμφώνησαν να ανατιναχτούν όταν οι εχθροί θα έμπαιναν στα λίγα γερά σπίτια της πόλης όπου είχαν ταμπουρωθεί με ανοιχτά παράθυρα για να αντισταθούν με τα τουφέκια τους ως τη στιγμή που θα έβαζαν φωτιά στο φυτίλι της πυρίτιδας. Έγιναν πολλές ανατινάξεις από τα χαράματα της Κυριακής των Βαίων ως και τη Δευτέρα και κομματιάστηκαν εκατοντάδες κι εκατοντάδες γενναίοι, ανάμεσά τους γυναίκες και παιδιά, στα σπίτια-πυριδιταποθήκες και στα λαγούμια. Από την μπαρουτοκαπνισμένη Φρουρά που πολέμησε ως το τέλος, σώθηκαν περίπου οι μισοί, ενώ σχεδόν όλοι οι άμαχοι – γυναικόπαιδα και Φιλέλληνες – σκοτώθηκαν.
Στην μεγάλη αυτή ενδοσκόπησή της, εντόπισε υπερβολές, παραλείψεις, ατολμίες και αντιφάσεις. “Για πολλά γεγονότα υπάρχουν πολλές εκδοχές, παρότι ο πυρήνας είναι αναλλοίωτος. Για παράδειγμα, για τον θάνατο του Μάγιερ και της οικογένειάς του υπάρχουν τουλάχιστον τρεις. Μία ότι σκοτώθηκαν μόλις βγήκαν έξω από τα τείχη, άλλη ότι είδαν τον Μάγιερ να έχει φτάσει στα ριζά του βουνού, τρίτη ότι εκείνη τη μέρα η γυναίκα του ήταν άρρωστη και έμεινε μαζί της και με τα παιδιά τους στην πόλη και σκοτώθηκαν εκεί. Πάντως, οι σοροί τους βρέθηκαν και αναγνωρίστηκαν στην πεδιάδα και τα οστά τους βρίσκονται στο Μνημείο των Ηρώων. Επίσης, σύμφωνα με τον Σπυρομίλιο, στην Έξοδο χάθηκαν σχεδόν 9.000 γυναικόπαιδα και 2.500 αγωνιστές, ενώ “ο αριθμός ο ολικός των εις Μεσολόγγιον απολεσθέντων από την αρχήν της πολιορκίας μέχρι της πτώσεώς του αναβαίνει εις 13.500 ανθρώπους και περιπλέον…” και ο ίδιος υπολογίζει τις απώλειες των εχθρικών στρατοπέδων γύρω στους 35.000 συνολικά (στράτευμα και εργάτες)”.
Εκείνο που διαλύει το μυαλό μου είναι ένα. Οι Πολιορκημένοι δεκαπέντε μέρες πριν την έξοδο, θα μπορούσαν να φύγουν από τα τείχη της πόλης κάνοντας παρέλαση και να σώσουν τις ζωές τους. Είχαν κατατροπώσει στις 25 Μαρτίου 1826 στρατό έξι χιλιάδων Τουρκοαιγυπτίων στην Κλείσοβα και ο εχθρός ήταν ταπεινωμένος και αποσυντονισμένος. “Πιστεύω πως, εκ του αποτελέσματος, αποδείχτηκε λάθος που η Έξοδος δεν έγινε αμέσως μετά την τεράστια νίκη της Κλείσοβας, τότε που οι δυο εχθρικοί στρατοί – κυρίως ο αιγυπτιακός – είχαν μεγάλες απώλειες και οι επιζήσαντες στρατιώτες τους είχαν χάσει το ηθικό τους.
Γιατί λοιπόν έμειναν; Και κυρίως, τι πήγε τόσο στραβά και μέσα σε δεκατέσσερις μέρες διαβήκαμε από τον απόλυτο θρίαμβο στην πείνα και την εξόντωση; Η συνωμοσία της τύχης και της ατυχίας έδειχναν ότι έπρεπε να γίνει μια τέτοια θυσία που θα ταρακουνήσει όλη την Ευρώπη υπέρ του ελληνικού αγώνα. “Οι πολιορκημένοι αισιοδοξούσαν ότι θα έρθουν εφόδια από τον Μιαούλη που τελικά δεν μπόρεσε να διασπάσει τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο και να τα φέρει. Έτσι χάθηκε η τελευταία ελπίδα των κλεισμένων στο φρούριο για ανεφοδιασμό, ώστε ν’ αντέξουν μέχρι να έρθουν ενισχύσεις. Αναγκάστηκαν να ορίσουν ημέρα Εξόδου την Πέμπτη 8 Απριλίου, αλλά πέρα από την απόλυτη έλλειψη τροφίμων, συνέβησαν απανωτές τραγικές ανατροπές. Αφού ζήτησαν βοήθεια από τους αγωνιστές της Δερβέκιστας, ξεκίνησε ο Καραϊσκάκης με 2500 άνδρες. Την Πέμπτη, ενώ πλησίαζαν στο Μεσολόγγι, τους χτύπησε ισχυρή αιφνίδια καταιγίδα, αναγκάζοντάς τους να επιστρέψουν στο στρατόπεδό τους άπρακτοι. Την ίδια μέρα δραπέτευσαν ένας Βούλγαρος αιχμάλωτος κι ένα εκχριστιανισμένο Τουρκόπουλο και είπαν στους εχθρούς όλα όσα γνώριζαν για την επικείμενη Έξοδο. Το χάραμα της Παρασκευής αποφασίστηκε ομόφωνα από τους προύχοντες του Μεσολογγίου, τους οπλαρχηγούς της φρουράς και τον Επίσκοπο Ρωγών να γίνει η Έξοδος τη νύχτα του Σαββάτου 10 προς Κυριακή 11 Απριλίου. Σαν έφτασε η ώρα, ψιλόβρεχε και είχε συννεφιά που έκρυβε το φεγγάρι, κι ενώ έβγαιναν τα γυναικόπαιδα και η φρουρά μέσα στο σκοτάδι, έξαφνα πρόβαλε η σελήνη και τους είδαν οι εχθροί που ήταν σε επιφυλακή. Οι Έλληνες έκαναν γενναία έφοδο και ένα μέρος της φρουράς κατάφερε να φτάσει στα ριζά του βουνού, όχι χωρίς απώλειες αλλά τους είχε στήσει ενέδρα ο Μουστάμπεης και σκοτώθηκαν πολλοί, ενώ ο Κώστας Μπότσαρης που βρισκόταν στην κορφή του Ζυγού με 2.500 άνδρες και ανήκε σε αντίπαλη πολιτικά σουλιώτικη φάρα (υπέρ του Κωλέττη) από εκείνη του Κίτσου Τζαβέλλα (υπέρ του Μαυροκορδάτου), απείχε, βλέποντάς τους να σκοτώνονται από ψηλά. Τιμή στους καπετανέους Γιαννούση Πανομάρα και Βαγγέλη Κοντογιάννη που κατέβηκαν με λίγες δεκάδες στρατιώτες να βοηθήσουν τους εγκλωβισμένους στην ενέδρα ανάμεσα σε δυο πυρά”.
Τέλος, ζήτησα από τη συγγραφέα που κάθε της βιβλίο αφήνει ένα βαθύ στίγμα, να μου μιλήσει για το ηθικό ανάστημα εκείνων των ανθρώπων. Ανθρώπων που έκαιγαν νυφικά κρεβάτα, πότισαν αφιόνι τα παιδιά για να μην ακουστούν κατά την Έξοδο και προτιμούσαν να τρώνε ποντίκια από το να παραδώσουν τα κλειδιά της πόλης που κατά τα λεγόμενά τους κρέμονταν στις μπούκες των κανονιών τους.
“Δεν αμφισβητείται από κανέναν η ομοψυχία των πολιορκημένων, Μεσολογγιτών, αγωνιστών από άλλα μέρη της Ελλάδας, φιλελλήνων και κληρικών, όμως οι συνθήκες που λήφθηκαν αποφάσεις ήταν εξωπραγματικές. Στη συνάντηση της Παρασκευής, παραμονής της Εξόδου, την πιο δύσκολη στιγμή που αποφασίστηκε η σφαγή των γυναικοπαίδων για να μην αποτελέσουν εμπόδιο στην έφοδο της φρουράς και να μην πιαστούν αιχμάλωτοι, ο Επίσκοπος Ρωγών, Ιωσήφ, ύψωσε πραγματικά το ανάστημά του – μόνον αυτός – και απέτρεψε με κατάρες την στρατιωτική απόφαση που ήταν “αν και γενναία πλην σκληρά και απάνθρωπος”, κατά Κασομούλη. Όσο κι αν μας φαίνεται απίστευτης αγριότητας μια τέτοια σκέψη, εκ των υστέρων, από τον αριθμό των διασωθέντων γυναικοπαίδων (13 γυναίκες και 3 ή 4 παιδιά), ίσως μπορούμε να καταλάβουμε τον σκληρό ρεαλισμό αυτών των ανθρώπων, αν φανταστούμε τις φοβερές τελευταίες στιγμές των χιλιάδων άοπλων αθώων που σκοτώθηκαν μέσα στη φωτιά της μάχης σώμα με σώμα (σχεδόν αποκλειστικά με γιαταγάνια) και τις αφόρητες συνθήκες ζωής όσων αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν σε σκλαβοπάζαρα. Εξάλλου, οι ίδιοι οι άντρες της φρουράς είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους να μην άφηναν πίσω κανένα δικό τους τραυματία αλλά να τους σκότωναν επιτόπου για να μην πιαστούν αιχμάλωτοι και υποστούν βασανιστήρια και φρικτό θάνατο.
Στη συνάντηση του Σαββάτου, της μέρας πριν από τη φοβερή νύχτα της Εξόδου, μεταξύ δημογερόντων και οπλαρχηγών, η αντίθεση με το κλίμα της προηγούμενης μέρας ήταν τεράστια. Όμως ήταν οι ίδιοι άνθρωποι της σκληροτράχηλης φρουράς που έδειξαν σεμνότητα, ταπεινότητα και σεβασμό απέναντι στους Μεσολογγίτες προύχοντες. Και εκείνοι με τη σειρά τους τους ανταπέδωσαν τα παινέματα, με πατρική στοργή, γλυκύτητα και γενναιοδωρία. Όλοι με θεόρατα αναστήματα, απίστευτα θαρραλέοι μπροστά στον θάνατο. Όσο για εκείνους που ανατινάχτηκαν εκούσια (με πρώτο τον προύχοντα Χρήστο Καψάλη, αλλά αναφέρεται πως ήταν συνολικά 2000 ψυχές), μένω άφωνη με τη γενναιότητά τους.
Δεν ξεχνώ την τόλμη και ανιδιοτέλεια των Φιλελλήνων, παρότι σε κάποιους προσάπτεται τυχοδιωκτισμός επειδή είχαν περιπετειώδη ζωή. Κατά τη γνώμη μου, όσοι θυσιάστηκαν για τα πάτρια εδάφη άλλων, ήταν άνθρωποι τελείως ξεχωριστοί, ελεύθερα πνεύματα σε αναζήτηση νοήματος. Η ιερότητα του ελληνικού αγώνα έδωσε νόημα στη ζωή τους και στον θάνατό τους”.
Στο επίμετρο του βιβλίου υπάρχει ένα ιδιαιτέρως διαφωτιστικό κείμενο για τους Γελεκτσήδες που γίνηκαν η μεγάλη ώθηση της έμπνευσής της για αυτό το βιβλίο. “Αφήνω τελευταίους τους ήρωες της καρδιάς μου που είναι οι έφηβοι Γελεκτσήδες- αγόρια και κορίτσια. Ήταν ατρόμητοι γιατί λόγω των συνθηκών της ζωής τους συγκατοικούσαν με την απώλεια και δεν τη φοβόντουσαν. Ολόιδιοι ήρωες μαγικών παραμυθιών. Προχωρούσαν ίσια εμπρός με αθωότητα, αλληλεγγύη, απίστευτη γενναιότητα. Ελευθερία ή θάνατος ήταν το πιστεύω τους και σχεδόν όλοι βρέθηκαν με τη μεριά του θανάτου. Όσο τους θυμόμαστε, παραμένουν ζωντανοί, ελεύθεροι, αήττητοι”.
Έντεκα μέρες του Απρίλη 1826, της Λίλης Λαμπρέλλη (εικ.: Κατερίνα Βερούτσου)