Ο Αντρέας παίζει με το φίλο του τον Αποστόλη. “Έλα, Αντρέα, ώρα να φύγουμε”, του λέει η μητέρα του. “Μα πότε πέρσαν κιόλας δυο ώρες; Ποτέ δεν μπορώ να καταλάβω πόσο γρήγορα περνούν οι ώρες όταν παίζω με τον Αποστόλη.”
Μα δεν ειναι το μόνο που δεν μπορεί να καταλάβει ο Αντρέας. Αυτά που του αρέσουν κρατούν λίγο, εκείνα που δεν του αρέσουν κρατούν πολύ. Είναι εκείνος ο κύριος, ο Χρόνος, που τα κάνει όλα. Πολύ θα ‘θελε να τον γνωρίσει από κοντά, να του κάνει ερωτήσεις και παράπονα.
Ο χρόνος καθορίζει όλους τους ανθρώπους γύρω του. Η γιαγιά του τού φαίνεται πιο νέα κι από τη μαμά του που όλο λέει “δεν προλαβαίνω”. Οι φίλοι του έχουν τις δικές του υποθέσεις για το τι είναι ο κύριος Χρόνος. Ρολογάς στην Ελβετία, λέει η Ευρυδίκη, ότι αγαπάς τους αριθμούς από μικρός, υποθέτει η Μάρθα.
Πώς να είναι όμως ο κύριος Χρόνος; Έχει γενειάδα; Τι νούμερα παπούτσια φοράει; Του αρέσουν τα προφιτερόλ; Δε ξέρει αν θα τον δει ποτέ από κοντά. Γι’ αυτό του τα ζητεί όλα τώρα, προκαταβολικά και βολικά. Κι αυτά που του ζητεί δεν τα λες εύκολα μα για τον κύριο Χρόνο τίποτα δε θα ήταν ακατόρθωτο. Ακόμα και να κρατάει το καλοκαιράκι λίγο περισσότερο…
Δύσκολο θέμα για τα παιδιά ο χρόνος. Δε ξέρουν να τον μετρούν. Μέχρι κάποια ηλικία δε ξέρουν καν να αναγνώσουν το ρολόι. Αλλά τον νιώθουν τόσο έντονα. Τον νιώθουν να περνά ή να μην περνά. Στους αγαπημένους τους που δε θέλουν να πάθουν τίποτα. Στις όμορφες ώρες παιχνιδιού που κατά έναν παράξενο λόγο περνούν πολύ γρήγορα. Ο μικρός Αντρέας ίσως δεν έχει διαβάζει ακόμα Αϊνστάιν και τη θεωρία της σχετικότητας. Αλλά ο,τι δεν έχει διαβάσει, το νιώθει. Το καλοκαίρι φεύγει γρήγορα. Οι νέοι, η μητέρα του, η θεία του, δεν έχουν χρόνο ποτέ, τρέχουν πάντα κάτι να προλάβουν (κάτι μου λέει ότι δεν προλαβαίνουν τίποτε σημαντικό).
Η Αλεξάνδρα Μητσιάλη γράφει ένα εμπνευσμένο παραμύθι που δεν είναι παραμύθι αλλά παρα-παραμύθι. Μια εξομολόγηση. Ένα ξεκλείδωμα του παιδικού νου πάνω σε χαρτί. Ο Αντρέας είναι όλα τα παιδιά. Όποιος έχει πει τη μαγική φράση “τέλος παιχνιδιού” και έχει δει τα πρόσωπα των παιδιών, αυτά τα λόγια μονολογούν όλα. Όποιος έχει δει τη λαχτάρα τους πάνω από ένα ψυγείο με παγωτά (καλοκαίρι), ξέρει πόσο απέχει από τη βόλτα στο άνγωστο την πρώτη μέρα του σχολείο (ώχου, βρε φθινόπωρο τώρα).
Ποιητική γραφή μέσα στη συνολική σύλληψη και γραφή του, ωραία εξέλιξη των σκέψεων και παραπόνων του αφηγητή Αντρέας (α’ πρόσωπο ασφαλώς), ωραίες εικόνες, χιούμορ και πραγματικότητα, συναίσθημα και λογική, παιδικότητα και ωριμότητα.
Η εικονογράφηση της Έφης Λαδά αφήνει πολύ όμορφη αίσθηση στο βλέμμα. Σε άλλες σελίδες ρεαλιστική, σε άλλες αφαιρετική, αλλού παραπληρωματική κι αλλού χέρι χέρι στο κείμενο. Φοβερός ο κύριος χρόνος και πολλές οι εμπνεύσεις στις ζωγραφιές της. Πολύ ωραία δουλειά.
Υποψήφιο εδώ και λίγες μέρες για το Βραβείο «Πηνελόπη Μαξίμου» του Κύκλου Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (σε συγγραφέα βιβλίου αφήγησης βραχείας φόρμας για παιδιά), το βιβλίο “Κύριε Χρόνε, σου έχω πολλά παράπονα” θα σας συγκίνησει. Για τους εκπαιδευτικούς, θα σας ανοίξει μια πολύ μεγάλη συζήτηση για το χρόνο, τις ωραίες γιαγιάδες, το παιχνίδι και τα πράγματα που σας αρέσουν και περνούν γρήγορα κι εκείνα που δεν σας πολυαρέσουν και περνούν… αργά.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ | |
---|---|
Τίτλος: | Κύριε Χρόνε σου έχω πολλά παράπονα |
Συγγραφέας: | Αλεξάνδρα Μητσιάλη |
Εικονογράφηση: | Έφη Λαδά |
Εκδόσεις: | Πατάκη, 2014 |
Σελίδες: | 40 |
Μέγεθος: | 14 Χ 21 |
ISBN: | 978-960-16-5480-5 |