Είναι εκπαιδευτικός με Μaster στην παιδαγωγική από το Πανεπιστήμιο του Manchester. Κείμενά του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα περιοδικά. Το πρώτο του βιβλίο, Το κουτί, που κυκλοφόρησε το 2014 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, πήρε το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο του, Ο άνθρωπος φωτιά. Καλωσορίζουμε τον Κωνσταντίνο Πατσαρό, έναν συγγραφέα που φαίνεται να έχει πολλά κι ενδιαφέροντα να πει μέσα από τα βιβλία του.
Συνέντευξη στη Μαίρη Μπιρμπίλη.
Φωτογραφία: Κική Παπαδοπούλου
Πως ήταν ο Κωνσταντίνος σαν παιδί, σαν μαθητής;
Ήμουν ήσυχο παιδί, στα όρια του εξαφανισμένου στο δημοτικό. Είχα βέβαια και τις εξωστρεφείς στιγμές μου αλλά και τις τρέλες ανάλογα με τα φεγγάρια μου. Νομίζω ότι περνούσα ευχάριστα. Το Δημοτικό ήταν απέναντι από το σπίτι μας και ίσως να το θεωρούσαμε προέκτασή του. Διασχίζαμε με τον αδερφό μου τον δρόμο και σε πέντε λεπτά ήμασταν εκεί. Όσο περνούσαν τα χρόνια ζωήρευα, αλλά μη φανταστείς, τίποτε το ιδιαίτερο.
Ήσουν βιβλιοφάγος;
Διάβαζα, ναι. Ίσως γιατί δε με πίεσε κανείς να διαβάσω, το έκανα όταν και όποτε αισθανόμουν εγώ ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή. Σ’ αυτό βοήθησε πιστεύω και το γεγονός ότι διάβαζε η μητέρα μου. Την έβλεπα ξαπλωμένη μ’ ένα βιβλίο στο χέρι και έλεγα από μέσα μου: ωχ κάτι συμβαίνει εδώ. Όταν άρχισα να διαβάζω και εγώ, κατάλαβα τι συνέβαινε.
Αν δεν ήσουν δάσκαλος, θα ήσουν φυσικά…
Φυσικά; Τι εννοείς; Δεν έχω ιδέα πραγματικά. Μου αρέσει πολύ αυτό που κάνω. Η σχέση που αναπτύσσει ένας δάσκαλος με τα παιδιά δεν περιγράφεται με λόγια. Πρέπει να το ζήσεις για να το καταλάβεις.
Γνωρίζουμε ότι τρέφεις μια ιδιαίτερη αγάπη για τον Ροντάρι. Αν έμπαινε για μια μέρα σε μια ελληνική σχολική τάξη τι φαντάζεσαι ότι θα επέλεγε να κάνει με τους μαθητές;
Είναι αλήθεια, αγαπώ πολύ τον Ροντάρι. Είχε μπει σε πολλές τάξεις, έκανε μάθημα στα παιδιά, για ένα διάστημα τουλάχιστον ήταν δάσκαλος σε σχολείο. Θα ήθελα πολύ να μάθω, να διαβάσω γι’ αυτή την περίοδο της ζωής του. Αν υπήρχε ένα βιβλίο που αναφερόταν σ’ αυτό πιστεύω θα είχε ενδιαφέρον. Ίσως πρέπει να το ψάξω λίγο. Τώρα, αν έμπαινε σε μια ελληνική τάξη δε νομίζω να είχε ιδιαίτερο πρόβλημα προσαρμογής, αν εξαιρέσουμε τη γλώσσα. Τα παιδιά είναι παντού παιδιά, ειδικά σε σύγκριση με μια γειτονική μεσογειακή χώρα. Ίσως εδώ να τους έκανε περισσότερες δημιουργικές ασκήσεις για να διοχετεύσει στο χαρτί ή κάπου αλλού την ενέργειά τους.
Το κουτί σου βραβεύτηκε! Συγχαρητήρια! Καμαρώνουμε μαζί σου γιατί ήταν από τα βιβλία που αγαπήσαμε στο elniplex. Τι έχεις να πεις γενικότερα για τις βραβεύσεις βιβλίων, που είναι μάλλον αρκετές στην Ελλάδα.
Σ’ ευχαριστώ τόσο εσένα όσο και συνολικά το elniplex, το επισκέπτομαι πολύ συχνά πριν αγοράσω τα νέα μου βιβλία. Είχα διαβάσει την κριτική σου (πριν από το βραβείο –συμφωνώ- έχει σημασία), ήταν από τις πιο εύστοχες που είχαν κυκλοφορήσει. Θυμάμαι ότι είχες ξεχωρίσει ένα σημείο στο βιβλίο, το οποίο και για μένα είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Καταλαβαίνω το νόημα της ερώτησής σου αλλά δε θέλω να σχολιάσω κάτι πάνω σ’ αυτό.
Φωτογραφία: Κική Παπαδοπούλου
Ποιο βιβλίο θα ήθελες να είχες γράψει και γιατί;
Χμ… Πολλά. Θα σου πω το τελευταίο που ζήλεψα. Μιλάμε για ζήλια, όχι αστεία τώρα. Ένα από τα βιβλία που διάβαζα μάλιστα καθώς έγραφα τον Άνθρωπο Φωτιά ήταν το Βερολίνο Γεια, του Wolfgang Herrndorf, που κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Κριτική. Με κέρδισε ήδη από τις πρώτες σελίδες. Είναι μια ιστορία δύο μαθητών από το Βερολίνο, παραμελημένων από τους γονείς τους, που το σκάνε από την πόλη με ένα κλεμμένο Lada. Υποτίθεται ότι κατευθύνονται προς τη Βλαχία, στην ουσία όμως δεν ξέρουν πού πάνε (μια από τις σημασίες της λέξης Βλαχία στα γερμανικά είναι ουτοπία). Διπλή χαρά γιατί πριν από λίγο καιρό το μετέφερε στον κινηματογράφο ένας από τους αγαπημένους μου σκηνοθέτες (κυρίως για τις παλιότερες δουλειές του), ο Φατίχ Ακίν. Ο Μάικ και ο Τσικ είναι απίθανοι και στο πανί.
Ας μιλήσουμε για τον Άνθρωπο φωτιά. Ένα εξαιρετικά δυνατό βιβλίο! Πως επέλεξες το θέμα;
Μετά το Κουτί ήθελα να γράψω κάτι διαφορετικό, τόσο όσον αφορά τη θεματολογία, όσο και το ύφος γραφής. Παράλληλα με έτρωγαν μέσα μου οι εικόνες από μια πυρκαγιά στην Άνδρο πριν από τρία χρόνια. Μας έβγαλε από τις παραλίες έντρομους και τρέχαμε πανικόβλητοι να περισώσουμε ό,τι μπορούσε να γλιτώσει. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, γρήγορα συνειδητοποιείς ότι λίγα πια εξαρτώνται από το τι επιλέγεις να κάνεις. Το αφεντικό είναι ο αέρας και μόνο αυτός. Κράτησα λοιπόν αυτή την ατμόσφαιρα, την ιστορία την έχτιζα σταδιακά στο μυαλό μου, δεν είναι αληθινή, βασίζεται όμως – θέλω να πιστεύω- στις αληθινές, στις αυθόρμητες αντιδράσεις μιας παρέας παιδιών που προσπαθεί να αναπνεύσει σε ένα ιδιαίτερο καλοκαίρι. Το μυστήριο της φωτιάς είναι εκεί και τους προκαλεί. Δεν ξεχνούν όμως και την υπόσχεση που είχαν δώσει από τον προηγούμενο Αύγουστο για το κόμικ που ήθελαν να φτιάξουν. Και τα δύο τρέχουν παράλληλα στο βιβλίο: με την ίδια ορμή που ξεκαθαρίζει το μυστήριο της φωτιάς μορφοποιούνται οι χαρακτήρες του κόμικ που σταδιακά πραγματοποιείται μέσα από τις ιδέες των παιδιών. Στο τέλος η αφήγηση σταμάτα. Το τέλος βρίσκεται στην εικονογραφημένη ιστορία στις έξι τελευταίες σελίδες του βιβλίου, σε ένα φινάλε με λέξεις και χρώματα (στο κόμικ του Γιώργου Γούση).
Όταν «δεν καίγεται το δικό τους σπίτι», μπορούν τα παιδιά να συναισθανθούν τον κίνδυνο και τις απώλειες ή το αντιλαμβάνονται ως μια «εικονική πραγματικότητα» όπως στα βιντεοπαιχνίδια;
Νομίζω πως μπορούν. Αν η ιστορία τους κερδίσει από την αρχή, συνεχίσουν να τη διαβάζουν, τότε ναι. Και σ’ αυτό το βιβλίο αυτός ήταν ο στόχος μου, να δημιουργήσω μια συναρπαστική ιστορία, ειπωμένη με πρωτότυπο τρόπο που θα διαφέρει. Είχα στο μυαλό μου το περιεχόμενο φυσικά αλλά σε πρώτο λόγο δεν ήταν αυτό που με απασχολούσε. Με ενδιέφερε κυρίως η ατμόσφαιρα και τα ξεχωριστά εκφραστικά μέσα, τα οποία πρέπει να δένουν με την ιστορία και να λειτουργούν όχι μόνο σε μένα που τη γράφω αλλά και στον αναγνώστη, να επικοινωνούν.
Η ιδέα για το εγκιβωτισμένο κόμικ ήταν δική σου;
Δική μου ήταν. Δένει και με αυτό που σου έλεγα παραπάνω. Πίστευα ότι θα ταίριαζε ιδανικά με όλα όσα γίνονται στην ιστορία και θα έδινε ένα ιδιαίτερο τέλος στο βιβλίο, το οποίο θα το έφτιαχναν και θα το παρουσίαζαν οι ίδιοι οι ήρωες του. Το βιβλίο τελειώνει, το κείμενο σταματά και ακολουθεί για δεύτερη φορά το εξώφυλλο αλλά με διαφορετικό όνομα δημιουργού, η ιστορία συνεχίζεται και ολοκληρώνεται εκεί που την είχες αφήσει, όχι μόνο με λόγια αλλά και με εικόνες, με καρέ κόμικ. Όταν διάβασαν το βιβλίο στο Μεταίχμιο, τους άρεσε πολύ και με παρότρυναν να μεγαλώσω το κόμικ στο τέλος, μια ιδέα που μου ενδιέφερε και μένα. Έτσι έκανα, μεγάλωσα ελαφρώς την έκταση της εικονογραφημένης ιστορίας. Ο Γιώργος Γούσης τοποθέτησε αυτές τις σκέψεις στον χώρο με ιδανική σκηνοθεσία και πρωτότυπες γωνίες. Το σχέδιο του Γιώργου μού ήταν ιδιαίτερα αγαπητό και ήμουν σίγουρος ότι και στον Άνθρωπο Φωτιά θα έδινε κάτι ξεχωριστό.
Ζούμε σε εποχή κρίσης. Πιστεύεις ότι υπάρχει κάποια διέξοδος; Είσαι από εκείνους που βλέπουν το ποτήρι μισογεμάτο ή μισοάδειο;
Βλέπω το νερό. Δε με ενδιαφέρει το ποτήρι. Δε με νοιάζει αν είναι μισοάδειο ή μισογεμάτο, Διψάω και πίνω το νερό. Περνάω πολλές ώρες τις ημέρες σκεφτόμενος ίσως και όταν δεν πρέπει να σκέφτομαι. Χωρίς τη σκέψη δεν πρόκειται ν’ αλλάξει κάτι, ειδικά όταν πρέπει να αλλάξουμε και εμείς. Δεν πρέπει να μείνουμε εκεί όμως. Αν δεν ενεργήσουμε, αν δεν κάνουμε πράγματα, θα μείνουμε μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή, στην πολυθρόνα ή δεν ξέρω πού αλλού με ένα μυαλό υπερφορτωμένο – και γι’ αυτό γεμάτο ενοχές- με την σπονδυλική στήλη παραμορφωμένη να στηρίζει ένα σώμα κουρασμένο από την ακινησία. Οι καιροί θέλουν δράση πιστεύω, προσπάθεια, πολλή προσπάθεια, δουλειά και επιμονή. Κατ’ αρχήν για να επιβιώσουμε, αν έχουμε και κάτι νέο στο κεφάλι, ακόμα καλύτερα.
Κωνσταντίνε, ευχαριστούμε πολύ! Σου ευχόμαστε ένα όμορφο καλοκαίρι!
Εγώ ευχαριστώ, καλό καλοκαίρι!