Έθιμο που έρχεται από την εποχή του Βυζαντίου (τουλάχιστον) και τις περιοχές της Καππαδοκίας και της ευρύτερης Μικράς Ασίας γι’ αυτό και σήμερα συναντάται σε πολλές πόλεις και χωριά της Μακεδονίας. Εγώ το έμαθα ως Κοζανίτικο. Αλλά όπως έμαθα συναντάται και αλλού στην Μακεδονία. Σε κάθε περίπτωση, μας νοιάζει κυρίως το τι, όχι το που.
Τα παιδιά λοιπόν, σύμφωνα με το έθιμο των καλαντισμάτων, κρατούσαν στο ένα χέρι τους το κάλαντο και στο άλλο ένα φανάρι. Παραμονή λοιπόν Πρωτοχρονιάς, γυρίζοντας από τα κάλαντα που έλεγαν συνήθως σε ομάδες, πήγαιναν στα σπίτια, ανέβαιναν στο δώμα των σπιτιών και από τους καπνοδόχους ή τους φεγγίτες (πετζέδες όπως τους λέγανε) κατέβαζαν σιγά σιγά το κάλαντο στο τζάκι ή το φωταγωγό. Το κάλαντο πάνω του είχε στερεωμένο ένα μήλο. Οι ιδιοκτήτες του σπιτιού μόλις αντιλαμβάνονταν το θόρυβο στο τζάκι ή τον ακάλυπτο του φεγγίτη, κάρφωναν ένα νόμισμα στο μήλο το οποίο ήταν έτοιμο πια για ανέλκυση. Τα παιδιά τραβούσαν το κάλαντο με το μήλο και το καρφωμένο νόμισμα και ξεφώνιζαν τις δέουσες ευχές.
Μια άλλη εκδοχή που συνάντησα (δε ξέρω που έχει τη ρίζα της) ήταν ότι τα μισά παιδιά κατέβαζαν από τον καπνοδόχο ή το φεγγίτη το φανάρι και το κοπάναγαν για να ακουστεί στο σπίτι ψέλνοντας, λέει, το τροπάριο του Αγίου Βασιλείου ενώ τα άλλα μισά πήγαιναν από την πόρτα λέγοντας το καταπληκτικό “Καλησπέρα στη βραδιά σας. Όποιος δώσει να κάμει αγόρι, όποιος δε δώσει, να κάνει κορίτσι, κι αυτό ως το πρωί καμπουριασμένο.”
Είναι ασφαλώς εκείνη η χρυσή εποχή όπου παιδιά ήταν μόνο τα αγόρια, οι δουλευτές, αυτοί που ζητούσαν προίκα ενώ τα κορίτσια δεν ήταν παιδιά και για να παντρευτούν έπαιρναν προίκα. Αλησμόνητες εποχές!!