Κάποτε ριζώνουν και τα λόγια
Έναν καιρό και φορά ήταν ένας βασιλιάς που είχε στο κεφάλι του ένα κερατάκι. Ένα κερατάκι τόσο δα ήταν αλλά για δαύτο ντρεπότανε πολύ. Όμως, όσο κι αν το έκρυβε πάντοτε με επιτυχία κάτω από το στέμμα του, υπήρχε κάποιος από τον οποίο δε μπορούσε να κρυφτεί με τίποτα: ο κουρέας του.
Κάθε φορά που πήγαινε στο μπαρμπέρικο να του κόψει τα μαλλιά, ο κουρέας έβλεπε το κερατάκι κι ο βασιλιάς τον απειλούσε ότι έτσι και το έλεγε σε κανέναν, τότε ουαί κι αλίμονο του, θα του έπαιρνε το κεφάλι. Κι ήταν αυτός ο μόνος σε όλον τον κόσμο που γνώριζε το μυστικό του βασιλιά.
Αλλά ο κουρέας ένας άνθρωπος απλός ήταν. Γνώριζε ένα τόσο μεγάλο μυστικό και ήθελε κάπου να το πει, να το μοιραστεί γιατί είναι βάρος να κουβαλάς μυστικό-και τέτοιο μάλιστα- και να μη μπορείς να το πεις πουθενά. Σε άνθρωπο να το πει; Αποκλείεται! Όχι ότι είχε και πολλούς φίλους αλλά άμα θες να πεις μυστικό το λες και στα καλαμάρια. Ο βασιλιάς όμως του το είχε τονίσει: «θα σου πάρω το κεφάλι έτσι και το πεις πουθενά».
Πού να το πει;
Σκεφτότανε μέρες. Βασανιζότανε νύχτες. Ίδρωνε μεσημέρια. Τα απογεύματα έπαιρνε στραβοψαλιδιές στο κουρείο του, δυο πελάτες του μάλιστα που πήγαν να κουρευτούν βγήκανε σα γίδια από την αφηρημάδα του.
Ώσπου ένα πρωί, λες και το ‘δε στον ύπνο του, ξύπνησε απότομα και το βρήκε. «Θα πάω στο πηγάδι»
Πήγε σ’ ένα πηγάδι που ήξερε, έσκυψε απο πάνω και φώναξε με όλη του την ψυχή: «Ο βασιλιάς έχει ένα κερατάκι τόσο δα στο κεφαλάκι».
Πέρασε λίγος καιρός, οι βροχές ξέχασαν τον τόπο και το πηγάδι έχασε το νερό του όλο και ξεράθηκε. Μέσα από τα σπλάχνα του φύτρωσε μια καλαμιά λυγερή, καμαρωτή. Και καθώς περνούσε ο καιρός, μεγάλωνε η καλαμιά και γίνηκε τεράστια.
Κι ήρθε μια μέρα που πέρασε από εκεί ένας βοσκός κι έκοψε ένα κομμάτι της καλαμιάς για να φτιάσει μια φλογέρα να σφυρίζει μουσική όσο βοσκούσαν τα πρόβατά του. Μόλις τέλειωσε το σκάλισμα της, άρχισε να τη φυσά. Μα κάθε φορά που τη φυσύσε η φλογέρα έλεγε: Μπι, κι, κι, ο βασιλιάς έχει ένα κερατάκι, τόσο δα στο κεφαλάκι!
Το άκουσε ένας λίγο πέρα, το άκουσε άλλος λίγο πιο κάτω, το άκουσε τρίτος που ξαπόσταινε λίγο πιο κάτω, το έμαθε όλη η χώρα. Έφτασε έτσι και στ’ αυτιά του βασιλιά.
Θυμωμένος αυτός στέλνει να φωνάξουν τον κουρέα.
-Δε σου ‘χα πει να μην το πεις πουθενά; , είπε ο βασιλιάς στον κουρέα που είχε σκύψει από φόβο το κεφάλι του.
-Μάλιστα, βασιλιά μου.
-Πού τον είπες αυτόν το λόγο; Σε ποιον; τον ρώτησε.
Ο καημένος ο κουρέας ορκιζόταν και ξαναορκιζόταν πως δεν το ‘χε πει σε κανέναν.
«Μόνο μια φορά, βασιλιά μου…μόνο μια φορά δε βάσταξα και πήγα και το φώναξα μέσα στο πηγάδι».
Ψάχνουν για τον τσοπάνη και τον ρωτούν τι έχει συμβεί. Ο τσοπάνης τους είπε ότι έφτιασε τη φλογέρα του από ένα καλάμι που φύτρωσε εκεί που ήταν το πηγάδι.
Ήταν αυτός ο τρόπος που φανέρωσε στους ανθρώπους πως κάποτε ριζώνουν και τα λόγια.