1984, Κουρδιστό Πορτοκάλι, Θαυμαστός καινούργιος κόσμος, Ο Δρόμος, Φαρενάιτ 451. Αναμφίβολα δεν έχουμε τέτοια λογοτεχνική παρακαταθήκη στην Ελλάδα, όμως έχουμε κάποια κινητικότητα στη λογοτεχνία του φανταστικού και περιστασιακά στη -ως άνω- δυστοπική λογοτεχνία, ένα αντώνυμο της ουτοπίας και των κοινωνιών που αυτή περιέγραφε. Στο σύμπαν αυτής της δύσκολης και απαιτητικής λογοτεχνικής διακλάδωσης κινήθηκε με το μυθιστόρημά του Τετράγωνα κύματα, ιπτάμενες μέδουσες, ένας από τους πιο αξιόλογους συγγραφείς που έχουμε, ο οποίος μετά τα διακριθέντα Ο πυροβάτης των αστεριών και Το μουσείο των αποξηραμένων συναισθημάτων, παρότι ολιγόγραφος, θεμελίωσε εαυτόν στους καλύτερους της νέας γενιάς.
#diavazoume /#diavazoume_mazi τον Θοδωρή Κούκια σε #Συνέντευξη στο #ELNIPLEX.
Τα Ιωάννινα είναι προφανώς η πόλη που σημαδεύει τη ζωή σου. Με ποιον τρόπο σε καθόρισε; Πώς μας καθορίζουν οι τόποι που γεννιόμαστε, μεγαλώνουμε, ενηλικιωνόμαστε, δημιουργούμε δράση;
Τα Ιωάννινα είναι η πόλη που γεννήθηκα και μεγάλωσα, επομένως σίγουρα είναι ένας τόπος που αγαπώ πολύ και που μάλλον, έπαιξε και αυτός κάποιον ρόλο στην αγάπη μου για τη λογοτεχνία. Ως παιδί, που δεν είχε κλίση ή αγάπη για κάποιο άθλημα, περνούσα πολλές ώρες στη Ζωσιμαία βιβλιοθήκη, που βρισκόταν πολύ κοντά στο γυμνάσιο που φοιτούσα. Έτσι κάθε φορά που σχολούσαμε νωρίτερα το σχολείο και μέχρι να έρθει το λεωφορείο για το χωριό, κατέφευγα στη βιβλιοθήκη και «ξεκοκάλιζα» κυριολεκτικά ό,τι καινούργιο κατέφθανε στα ράφια της παιδικής λογοτεχνίας, ή δοκίμαζα τα πνευματικά όριά μου στην πλευρά της λογοτεχνίας ενηλίκων.
Με ρωτάς για τον τρόπο που η πόλη αυτή με καθόρισε και μου έρχεται αυτόματα στο μυαλό το λεκανοπέδιό της. Υποθέτω ακούγεται περίεργο, αλλά θυμάμαι πάντα τις παιδικές μου σκέψεις να στοιχειώνονται από αυτές τις μάζες βουνών που περιστοίχιζαν την πόλη και ώρες ώρες θύμιζαν μια φυλακή, που η φύση είχε φτιάξει για να μην έρχονται σε επαφή οι κάτοικοί της με τον υπόλοιπο κόσμο. Ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για εποχές που οδικές αρτηρίες σύνδεσης με μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Εγνατία και η Ιονία οδός ήταν ακόμη σχέδια σε χαρτιά και το ίντερνετ δεν είχε ακόμη διαδοθεί (για να μη πω εφευρεθεί). Έτσι θυμάμαι πάντα να φτιάχνω ιστορίες στο μυαλό μου για το τι μπορεί να υπάρχει πίσω από τα βουνά, αλλά και τι είδους προκλήσεις επιφύλασσε για μένα ο κόσμος έξω από την κοιλάδα της λίμνης.
Γιατί η διδασκαλία σε κάποιο γυμνάσιο ή λύκειο ταίριαξε καλύτερα στον ψυχισμό σου από μία θέση σε κάποια τράπεζα;
Δεν ξέρω αν το ρωτάς τυχαία ή αν το γνωρίζεις, αλλά όντως η πρώτη μου δουλειά, ως απόφοιτος οικονομικών επιστημών, ήταν σε τράπεζα. Άντεξα περίπου εννιά μήνες. Θυμάμαι τον εαυτό μου να ξυπνάει κάθε πρωί με το ζόρι και να πηγαίνει στη δουλειά με εκνευρισμό, γνωρίζοντας ότι θα πρέπει να κάνω το πιο βαρετό πράγμα του κόσμου: να πατήσω ένα κουμπί στον υπολογιστή και να υπολογίσω τη δόση ενός δανείου. Θυμάμαι λίγες μέρες πριν παραιτηθώ, ένας μεγαλοκτηματίας της περιοχής είχε έρθει πάνω από το γραφείο μου, μου πέταξε το βιβλιάριό του κάπου στο ύψος του στέρνου μου και μου είπε: «δες αν μπήκαν τα καπνά», εννοώντας να ελέγξω αν είχε λάβει την επιδότησή του. Κάπου εκεί συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν σε ένα πολύ λάθος μέρος, με άλλου είδους «βουνά» που εμπόδιζαν τη θέα μου και έτσι διάλεξα να καταπιώ το κόκκινο χαπάκι (βλέπε Matrix). Για καλή μου τύχη μετά το περιστατικό της «αφύπνισης» με κάλεσαν ως αναπληρωτή εκπαιδευτικό σε ένα μέρος που ούτε γνώριζα κατά που πέφτει, αλλά δέχτηκα να ανακαλύψω με μεγάλη μου χαρά. Αισθανόμουν ότι υπήρχε κάτι άλλο εκεί έξω, επαγγελματικά και όχι μόνο, που με περίμενε να το ανακαλύψω, και που θα ταίριαζε πολύ περισσότερο στην ψυχοσύνθεσή μου.
Ξεκινάς το 2014 με Το νεκρό ψάρι (εκδ. Πηγή) που κέρδισε τον πρώτο έπαινο στον πρώτο πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Ιστορικής Δημόσιας Βιβλιοθήκης Χίου “Κοραής”. Πώς νιώθεις στο ντεμπούτο σου; Είναι αυτό που ονειρευόσουν; Ταξίδεψε το βιβλίο; Πήρες ανατροφοδότηση;
Το νεκρό ψάρι ήταν μια ιστορία που ήθελα να μοιραστώ με όλους τους νέους της Ελλάδας της οικονομικής κρίσης, με όλους εκείνους που βίωναν κάποιου είδους εργασιακή ανασφάλεια ή και χειρότερα, εκείνη την περίοδο. Κάτι σαν μυθιστόρημα εργασίας, αλλά και πάλι όχι. Πιο πολύ μοιάζει με κάποιου είδους ανάθεμα στον εαυτό μας που δεν τολμάει να κινηθεί έξω από τη ζώνη ασφάλειάς του, που συμβιβάζεται με κακές (κυρίως επαγγελματικές επιλογές) που τα περιμένει όλα έτοιμα από τη μητέρα του στα τριάντα πέντε του. Υποθέτω άρεσε στο κοινό για το οποίο γράφτηκε…
Δύο χρόνια μετά… Η Νεφέλη, ο Ίωνας, η Αντέλα, μια σελίδα Α4, το σύνδρομο Άσπεργκερ, ένα κορμί σαν ένα βαρετό μουσείο αποξηραμένων συναισθημάτων. Το δεύτερο βιβλίο σου κάνει μεγάλη αίσθηση, ουσιαστικά μας παρουσιάζει έναν δυνατό συγγραφέα. Συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο White Ravens 2017, στη Μικρή Λίστα του Αναγνώστη, στη Βραχεία Λίστα του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Τι σε πήγε να γράψεις αυτό το μυθιστόρημα;
Έχω πει σε αρκετές συνεντεύξεις ότι δεν θα είχα εξελιχθεί σε συγγραφέα, αν δεν είχα αρχίσει να εργάζομαι ως εκπαιδευτικός, υπό την έννοια ότι ήταν τόσο διαφορετικός ο κόσμος του σχολείου από τον κόσμο που ζούσα μέχρι τότε, που με κάποιον τρόπο έπρεπε να τον ερμηνεύσω, ώστε να καταφέρω να εξελιχθώ μέσα σε αυτόν. Δεν υπάρχει περίπτωση να μείνει κανείς ανεπηρέαστος, ασυγκίνητος από την επαφή του με τα παιδιά. Ειδικά όταν αλλάζει σχολεία και «ζυμώνεται» μέσα σε διαφορετικές κοινωνίες κάθε φορά. Είναι αληθινοί χαρακτήρες και ο Ίωνας και η Νεφέλη και η Αντέλα και ας μην έχουν τα ίδια ονόματα και ας μην έχουν υπάρξει στο ίδιο σχολείο ή στην ίδια κοινωνία. Είναι μαθητές και μαθήτριές μου, μαθητές και μαθήτριές μας, ζήσαμε πολλά μαζί, με έκαναν να αναθεωρήσω πολλά από τα πιστεύω μου, με βοήθησαν να κατανοήσω πράγματα που δεν κατανοούσα μέχρι τότε, θεώρησα χρέος μου να τους ανταποδώσω τις σκέψεις μου μέσω της λογοτεχνίας.
2018. Ο Πυροβάτης των Αστεριών. Νέο μυθιστόρημα, νέες διακρίσεις. Ξανά στις βραχείες του Κύκλου και του Αναγνώστη, αλλά και στη Χρυσή Λίστα του ELNIPLEX με τα καλύτερα βιβλία 12+ ετών. Μίλησέ μας για όσα έβαλες στις ράγες αυτής της ιστορίας σου εδώ, που προσωπικά την αποκάλεσα από τα καλύτερα των τελευταίων ετών (και τελικά όχι μόνο εγώ).
Ο Πυροβάτης γράφτηκε όσο υπηρετούσα στη Χίο. Εκείνη την περίοδο είχαν αρχίσει να καταφτάνουν οι πρώτοι Σύριοι πρόσφυγες στο νησί. Η τοπική κοινωνία δεν ήταν εξοικειωμένη με τις ροές των μεταναστών. Θυμάμαι αρχικά ο δήμος τους είχε παραχωρήσει το κεντρικό πάρκο για να φιλοξενηθούν. Από τη μια μέρα στην άλλη το κέντρο της πόλης γέμισε με λευκές σκηνές, συσσίτια, και ουρές εξαθλιωμένων ανθρώπων που τριγυρνούσαν εδώ κι εκεί προσπαθώντας «να υπάρξουν». Οι μαθητές δεν θα μπορούσαν να μείνουν ασυγκίνητοι από το δράμα των προσφύγων που πλέον εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια τους. Θυμάμαι να τους μοιράζουν νερά και σνακ, να προσπαθούν να βοηθήσουν με όποιον τρόπο μπορούσαν. Ύστερα αφιερώναμε συζητήσεις ολόκληρες για το πώς και το γιατί. Κάπου εκεί προέκυψε ο πυροβάτης. Η ιστορία ενός εφήβου, δηλαδή, που προσπαθεί να εξηγήσει τον κόσμο γύρω του που αλλάζει, χωρίς ακόμη να έχει καταλάβει ο ίδιος ποιος πραγματικά είναι. Μια περιπέτεια ενηλικίωσης που εκτυλίσσεται όλη και όλη μέσα σε ένα βράδυ.
Σου πήρε τέσσερα σχεδόν χρόνια για να επιστρέψεις με νέο βιβλίο. Γιατί; Ήταν βαριά σκιά η πανδημία ή σου έδωσε χρόνο να δουλέψεις σε βάθος;
Υποθέτω δεν ανήκω σε εκείνη τη μερίδα των συγγραφέων που γράφουν συστηματικά ή και κάθε μέρα. Ούτε με ενδιαφέρει να εκδίδω ένα βιβλίο κάθε χρονιά για να παραμένω «στα πράγματα». Γράφω όταν έχω να πω κάτι, όταν με έχει συγκινήσει ή προβληματίσει κάτι σε τέτοιο βαθμό, που να μην μπορώ να το διαχειριστώ με άλλο τρόπο…
«Τετράγωνα κύματα, ιπτάμενες μέδουσες», λοιπόν. Ξενάγησέ μας στον βασικό ιστό αυτής της πρωτότυπης και καλοχορδισμένης δυστοπικής ιστορίας.
Τι να πω τώρα για αυτό το βιβλίο; Είναι τόσα πολλά, δυσκολεύομαι να τα βάλω σε μια λογική σειρά. Μου αρέσουν οι δυστοπίες, τις διαβάζω φανατικά. Όφειλα στον εαυτό μου να του επιτρέψω να «αναμετρηθεί» και με αυτό το είδος. Ο βασικός πυρήνας της ιστορίας είναι το ποσοστό του εαυτού μας που διαλέγουμε να εκχωρήσουμε στις ψηφιακές μας οθόνες και στην τεχνολογία γενικότερα. Πού τελειώνει η ανθρώπινη βούληση και πού αρχίζει η τεχνητή ή η καθοδηγούμενη σκέψη; Το φαντάστηκα σαν ένα επεισόδιο του Black Mirror. Έστησα έναν νέο κόσμο από την αρχή, όπου δεσπόζει ένα νέο ίντερνετ ονόματι Άργος και το οποίο ζητά ολοένα και περισσότερα πράγματα από τους χρήστες του, μέχρι που τα πράγματα ξεφεύγουν τελείως…
Η επανάσταση που έχει συντελεστεί τα τελευταία 15 χρόνια είναι μόνο η αρχή. Πού πάει το πράγματα με την τεχνολογία; Η σχέση που έχει αναπτυχθεί από τους ανθρώπους, σε καθημερινό επίπεδο, σε φοβίζει;
Είμαστε όλοι, ή τέλος πάντων, σχεδόν όλοι προσκολλημένοι, ίσως εξαρτημένοι, από τις ψηφιακές μας οθόνες. Με προβληματίζει πολύ ο χρόνος που καταναλώνουμε παρακολουθώντας ανούσιο περιεχόμενο, αλλά κυρίως με φοβίζει πολύ η απώλεια της δημιουργικότητάς μας, αφού πλέον όλα τα κάνει ένας αλγόριθμος για εμάς…
Ολοκληρωτισμοί, αυταρχικά καθεστώτα, δυσλειτουργικές ή κατ’ επίφαση δημοκρατίες. Πώς πρέπει να σταθούν οι άνθρωποι απέναντι σε ενδεχόμενες καπηλείες των δυνατοτήτων της τεχνολογίας; Βλέπεις σήμερα αντιστάσεις και αντανακλαστικά σε ενδεχόμενες προσπάθειες επιβολής περιορισμού των δικαιωμάτων του ατόμου; Υπάρχει θετικό σενάριο εξέλιξης του κόσμου;
Ο αισιόδοξος εαυτός μου, πιστεύει ότι ο άνθρωπος θα συνεχίζει να είναι κύριος της βούλησής του και στο μέλλον. Ο απαισιόδοξος εαυτός έχει γράψει το Τετράγωνα Κύματα Ιπτάμενες Μέδουσες, just in case…
Φοβάσαι κάποιου είδους ελιτίστικο διαχωρισμό της κοινωνίας με βάσει στοιχεία ή το δέλεαρ της αριστείας;
Δεν γίνεται ήδη αυτό;
Επηρέασαν τη σκέψη σου θεωρητικοί ή συγγραφείς όπως ο George Orwell ή ο Anthony Burgess (A Clockwork Orange);
Σίγουρα, στην καρδιά της φιλοσοφίας των οποίων, όπως και κάθε δυστοπικού μυθιστορήματος βρίσκονται τα διδάγματα της Πολιτείας του Πλάτωνα. Οι κάστες, η ευγονία, ο διαχωρισμός της κοινωνίας σε φύλακες, εργάτες και άρχοντες, το «χρήσιμο» ψέμα, η απαξίωση και η κατηγοριοποίηση των τεχνών, όλα εκεί τα πρωτοσυναντάμε. Ο Πλάτωνας υποθέτω ήταν ο πρώτος «δυστοπικός συγγραφέας».
Τα δυστοπικά μυθιστορήματα συγκλίνουν σε κάποιους κοινούς τόπους ο αυταρχισμός και έλεγχος της εξουσίας, η απώλεια των ατομικών ελευθεριών και η μη συμμόρφωση σε ένα υπαγορευόμενο μοντέλο, η μάχη για επιβίωση, η προηγμένη τεχνολογία και επιστήμη και ο τρόπος που αυτές χρησιμοποιούνται για ελέγξουν τις μάζες. Τα στοιχεία χαρακτηρίζουν εν γένει και το δικό σου μυθιστόρημα. Γιατί βλέπουμε κινδύνους μπροστά μας; Είναι πράγματι έτσι; Μήπως μας αρέσει να προφητεύουμε; Ή πράγματι βλέπουμε πράγματα να πηγαίνουν προς αυτές τις κατευθύνσεις;
Έχω την εντύπωση ότι αυτή η πραγματικότητα, δηλαδή η απαξίωση της ανθρώπινης βούλησης ως θυσία μπροστά στην πλήρη αποδοχή και ενσωμάτωση της τεχνητής νοημοσύνης σε όλους τους τομείς της ζωής μας, βρίσκεται ήδη εδώ. Το θέμα είναι, όπως προανέφερα, πώς και πού θα θέσουμε τα όριά μας, κατά πόσο μας προβληματίζει αυτή η νέα πραγματικότητα, κατά πόσο στεκόμαστε κριτικά (και όχι φοβικά) απέναντι στις τεχνολογικές εξελίξεις.
Η τάση υπερβαθμολόγησης και υπεραξιολόγησης των πάντων, σαν ένα γενικευμένο Black Mirror, όπου όλα θα κρίνονται και όλοι θα έχουν πρόσβαση σε αυτό, έχει θετικές όψεις;
Πραγματικά δεν μπορώ να δω κάποια θετική όψη σε αυτή την πραγματικότητα που περιγράφεις και η οποία επίσης στηλιτεύεται μέσω της πλοκής του συγκεκριμένου βιβλίου. Ο Άργος είναι μια τεχνολογική κρεατομηχανή σε αυτή τη Νέα Κοινωνία, όπως περιγράφεται στο βιβλίο, που αξιολογεί τους πάντες από τη στιγμή που γεννιούνται, καθορίζει τον τρόπο που θα ερωτεύονται οι νέοι, το επαγγελματικό μονοπάτι που θα ακολουθήσουν, τη θέση τους στην κοινωνία «γιατί τους γνωρίζει καλύτερα και από τον ίδιο τους εαυτό». Ακούγεται τρομακτικό γι’ αυτό και ελπίζω να μείνει μόνο σε επίπεδο λογοτεχνικής δυστοπίας…