More
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 1068x150
    patakis_xmas banner skroutz_elniplex 1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 1068x150
    patakis_xmas banner skroutz_elniplex 1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 1068x150
    patakis_xmas banner skroutz_elniplex 1068x150
    patakis_tallek_405x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 405x150
    patakis_xmas banner skroutz_elniplex 405x150
    ΑρχικήELNIPLEX+ΑρθρογραφίαΗ συνεργασία σχολείου και οικογένειας και πώς επιδρά στην ανάπτυξη του παιδιού.

    Η συνεργασία σχολείου και οικογένειας και πώς επιδρά στην ανάπτυξη του παιδιού.

    Αποτελεί κοινή παραδοχή ότι η συνεργασία σχολείου-οικογένειας αποτελεί το θεμέλιο λίθο για την καλή ψυχοκοινωνική προσαρμογή του παιδιού στη σχολική κοινότητα.

    Η είσοδος του παιδιού στο σχολείο είναι ένα ορόσημο που πυροδοτεί συναισθήματα άγχους τόσο στο ίδιο το παιδί όσο και στους γονείς του. Η θετική προσέγγιση της σχολικής κοινότητας σε αυτό το αρχικό συναίσθημα φαίνεται να συμβάλλει θετικά στο ξεκίνημα μιας καλής συνεργασίας.

    Το κατά πόσο οι γονείς εμπλέκονται και σε τι βαθμό στην σχολική ζωή του παιδιού καθορίζεται από διάφορες παραμέτρους. Το φύλο, η ηλικία και οι μαθησιακές ανάγκες του μαθητή είναι κάποιες από αυτές. Αναφορικά με την ηλικία, προκύπτει ότι η γονεϊκή εμπλοκή είναι εντονότερη κατά τη φοίτηση στο δημοτικό σχολείο και σταδιακά μειώνεται καθώς το παιδί μεγαλώνει. Επιπλέον, το φύλο του παιδιού επηρεάζει τη γονεϊκή εμπλοκή, καθώς σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα οι γονείς των αγοριών εμπλέκονται περισσότερο στην εκπαιδευτική διαδικασία από τους γονείς των κοριτσιών. Τέλος, οι μαθησιακές ανάγκες του παιδιού φαίνεται ότι ρυθμίζουν τη γονεϊκή εμπλοκή, καθώς η τελευταία αυξάνεται όταν η ανατροφοδότηση για την επίδοση από το σχολείο είναι αρνητική και μειώνεται όταν είναι θετική (Πνευματικός κ.α.,2008).

    Η εμπειρία των γονέων με προηγούμενους εκπαιδευτικούς είναι επίσης ένας παράγοντας επιρροής. Συνήθως η πρότερη αρνητική εμπειρία οδηγεί τους γονείς σε αύξηση άγχους και περισσότερο έλεγχο θεωρώντας πως με αυτό τον τρόπο θα βοηθήσουν το παιδί τους να προσαρμοστεί ή θα το προστατέψουν. Επίσης, το γενικότερο κοινωνικό, μορφωτικό και συναισθηματικό επίπεδο των γονέων, συμβάλλει στον βαθμό εμπλοκής τους στο σχολείο. Παράλληλα, ο ελεύθερος χρόνος και τα βιοποριστικά προβλήματα που μπορούν να υπάρχουν, καθορίζουν τη συχνότητα και τον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούν οι γονείς με την σχολική μονάδα. Τέλος, οι διαφορές εκπαιδευτικών και γονέων σε γλωσσικό και πολιτισμικό επίπεδο μπορεί να δυσχεραίνουν τη συνεργασία (π.χ. μετανάστες, Ρομά) (Μπρούζος 2009: 259- 260).

    Από την πλευρά τους, οι εκπαιδευτικοί συχνά μπορεί να αποθαρρύνουν τη γονεϊκή εμπλοκή, καθώς την αντιλαμβάνονται ως απειλή για το επαγγελματικό τους κύρος, θεωρούν τον εαυτό τους αποκλειστικά αρμόδιο για την εκπαίδευση των παιδιών, αμφιβάλλουν ότι οι γονείς μπορούν να συμβάλουν θετικά στο έργο τους ή είναι απρόθυμοι να δεχτούν ότι χρειάζονται τη βοήθεια των γονέων. Παράλληλα, συνήθεις αρνητικές πεποιθήσεις των εκπαιδευτικών είναι ότι οι γονείς ενδιαφέρονται μόνο για τη σχολική επίδοση του παιδιού και αδιαφορούν για τη συνολική εικόνα του στο σχολείο και ανάγουν τις καλές επιδόσεις των μαθητών στην καλή ποιότητα του μαθήματός τους, ενώ για τις κακές καθιστούν υπεύθυνους τους γονείς ή τις ανεπαρκείς ικανότητες των μαθητών (Μπρούζος 2009: 257- 258). Συχνά μπορεί να υιοθετούν την τεχνοκρατική θεώρηση και προσέγγιση του εκπαιδευτικού έργου, σύμφωνα με την οποία τα «προσωπικά» προβλήματα των μαθητών και των γονέων θεωρούνται προσωπική υπόθεση αυτών και η ενασχόληση με αυτά δεν αποτελεί υποχρέωσή τους (Μπρούζος 2009: 263).

    Γονείς και εκπαιδευτικοί είναι προτιμότερο να συζητούν σε ένα πλαίσιο ηρεμίας με καθορισμένα ραντεβού. Αυτή η επικοινωνία επιτρέπει τη σωστή συναλλαγή και σχεδιασμό για παιδαγωγικές δράσεις. Οι σύντομες και εκτός συναντήσεων επικοινωνίες ικανοποιούν για λίγο τους συνομιλητές αλλά δεν μπορούν να εδραιώσουν μια σχέση εμπιστοσύνης.

    Η οργανωμένη συμμετοχή της οικογένειας στις δραστηριότητες του σχολείου οδηγεί όλους τους συμμετέχοντες στην επίτευξη καλύτερων αποτελεσμάτων. Όσο περισσότερες οικογένειες δεσμεύονται σε σημαντικές δραστηριότητες με το σχολείο, τόσο περισσότερο μειώνεται το χάσμα ανάμεσα στο σχολείο και στο σπίτι.

    Η ενημέρωση χρειάζεται να πραγματοποιείται σε τακτά χρονικά διαστήματα καθ’ όλη τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς και να είναι αμφίδρομη, προσφέροντας τη δυνατότητα σε εκπαιδευτικούς και γονείς να αλληλοενημερωθούν για την εικόνα του παιδιού στο σχολείο και στο σπίτι. Μπορεί να πραγματοποιείται με ατομικές συναντήσεις, τηλεφωνική επαφή, ενημερωτικά σημειώματα ή τήρηση τετραδίου επικοινωνίας.

    Επιπλέον, η καλή σχέση σχολείου-οικογένειας µπορεί να επιτευχθεί αν διαµορφωθούν δίαυλοι επιτυχηµένης επικοινωνίας µεταξύ τους (τα παιδιά άλλωστε έχουν ανάγκη να βλέπουν τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς να συνεργάζονται για το δικό τους καλό) και φαίνεται ότι τα πιο αποτελεσµατικά προγράµµατα είναι αυτά που περιλαµβάνουν τους γονείς στις διαδικασίες µάθησης των παιδιών τους.

    Κλείνοντας, η συνεργασία σχολείου-οικογένειας βοηθά το παιδί να μαθαίνει καλύτερα, να προσαρμόζεται ευκολότερα και να αναπτύσσει θετική στάση για το σχολείο και τη μάθηση-σημαντικοί δείκτες για την υγιή ψυχοσυναισθηματική του ανάπτυξη.

    Ιωάννης Κυργιόπουλος
    Ψυχολόγος (Msc Σχολικής Ψυχολογίας)
    Email: johnkyr76@yahoo.gr
    Τηλ. Επικοινωνίας: 6972868960

    RELATED ARTICLES

    Most Popular