Η Πίτυς ήταν νύμφη του δάσους και των βουνών κι η ομορφιά της μεγάλη ήταν καθώς λεγότανε. Κι ο Πάνας, ο τραγοπόδαρος θεός την ερωτεύτηκε κι εκείνη ως φαίνεται το ίδιο.
Και παντού τον ακολούθησε, σε όλα τα δάση και τις λαγκαδιές, σε όλες τις πηγές που ξαπόσταινε. Κι εκείνος της τραγουδούσε με τη φλογέρα του τους σκοπούς που μόνο εκείνος γνώριζε.
Μα ήταν η τύχη της κακή κι η ομορφιά της, φαίνεται, μεγάλη και την ερωτεύτηκε και ο θεός του βόρειου ανέμου, ο Βορέας, και την κυνήγησε πολύ για να την πάρει από τον Πάνα. Ο Πάνας την καθησύχαζε, “θα σε προσέχω εγώ”, της είπε όμως δεν γίνηκαν έτσι τα πράγματα. Η Πίτυς μόνο τον Πάνα αγαπούσε, αρνήθηκε τον Βορέα, κι αυτός απ’ το θυμό του προσπάθησε να την γκρεμίσει από έναν ψηλό βράχο. Φύσηξε δυνατά, με ορμή, την πήρε μακριά από τον Πάνα. Φώναζε εκείνη, αντιστεκόταν, μα πώς να αντέξεις στη δύναμη του Βόρειου Άνεμου. Έτρεξε ξοπίσω της ο Πάνας, φώναζε το όνομά της, μα η όμορφη νύμφη πετούσε μακριά. Στην άκρη του γκρεμού την έφτασε ο Βορέας, αποκαμωμένη και χτυπημένη σε βράχους και θάμνους. Κι εκεί στην άκρη του γκρεμού, την φύσηξε δυνατά και άρχισε να πέφτει στο κενό. Η Πίτυς έπεφτε και ο Πάνας σπάραζε πίσω της. Την Γη παρακάλεσε να την σπλαχνιστεί. Κι η Γη τον άκουσε και καθώς έφτασε στο χώμα η Πίτυς, την μεταμόρφωσε σε πεύκο.
Κι ο Πάνας έπλεξε τότε στεφάνι από τις βελόνες του πεύκου για να θυμάται για πάντα την όμορφη νύμφη του. Κι ακόμα και σήμερα, μοιάζει παράξενο το σκληρό φύσημα του βόρειου ανέμου πάνω του.