Η Μυρτώ πήγε διακοπές κάποτε σε ένα μακρινό νησί. Τη μέρα έκανε υπέροχα πράγματα. Τη νύχτα έπεσε να κοιμηθεί κουρασμένη. Κανείς δεν το περίμενε, κανείς δεν το προσκάλεσε, αλλά το κουνουπάκι ήρθε, ζουζούνισε και με μια κάθετη εφόρμηση τσίμπησε τη μικρή Μυρτώ. “Βρήκα ένα κοριτσάκι που κοιμάται! Θα το τσιμπήσω για να με θυμάται.”
Το άλλο πρωί η Μυρτώ εξομολογήθηκε στη μαμά της το τσίμπημα του κουνουπιού κι εκείνη τη συμβούλευσε να βάλει μια κουνουπιέρα γύρω από το κρεβάτι της. Κι αφού σε γάμους πολλούς πήγε η Μυρτώ και μπομπονιέρες μάζεψε δεκάδες, την έφτιαξε την κουνουπιέρα και σαν ήρθε το βράδυ, ξάπλωσε στο κρεβάτι της. Το κουνουπάκι απογοητεύτηκε: “εμείς τα κουνουπάκια δε βλέπουμε άσπρη μέρα, όπου και να πάμε μας βάζουν κουνουπιέρα”. Κι ήταν τέτοια η απογοήτευσή του που τη συνόδευσε με περισσότερα: “Ζουζουζό και ζουζουζί, να ζει κανείς ή να μη ζει;”
Ζουζούνισε, ζουζούνισε, το κοριτσάκι ξύπνησε και άρχισε ο διάλογος ο ζουζουνιστός. Βγάλε την κουνουπιέρα, κοριτσάκι, δε θα σε πειράξω, το κουνουπάκι. Δε σε πιστεύω, δε με γελάς, το κοριτσάκι. Μα αυτό το κάνε το παρακαλώ-δε σε πιστεύω, τους οδηγεί σε μια τρυφερή επαφή και τελικά το κοριτσάκι πείθεται να βγάλει την κουνουπιέρα και το κουνουπάκι υποσχέθηκε να μην την τσιμπήσει ποτέ παρά μόνο να την νανουρίζει ζουζουνιστά. Και σ’ ένα τέτοιο νανούρισμα το κοριτσάκι αποκοιμήθηκε γλυκά, σχεδόν…ζουζουνιστά.
Κι οι μέρες κύλησαν. Και το καλοκαίρι πέρασε. Κι ήρθε η τελευταία μέρα των διακοπών. Κι εκείνο το βράδυ της τελευταίας μέρας, η Μυρτώ ξάπλωσε να κοιμηθεί, το κουνουπάκι ήρθε να τη δει κι έλαβε χώρα ο τρυφερός τους αποχαιρετισμός. Κι όσο και να το ήθελαν πολύ κι όρκους σχεδόν να δώσανε πως θα ανταμώσουν το επόμενο το καλοκαίρι, θαρρώ πως δύσκολα πολύ θα ξαναβλέπονταν η Μυρτώ και το κουνουπάκι που της έδωσε μία και μοναδική τσιμπιά. Αφήστε που…
Δε σε τσίμπησα πολύ
αλλά λίγο, πολύ λίγο
ήταν σχεδόν φιλί.
Ένα από τα πιο όμορφα βιβλία του Ευγένιου Τριβιζά. Με τις γνωστές δόσεις πρωτότυπου χιούμορ, παντρεύονται με εξαιρετικό τρόπο πολλές τρυφερές, ποιητικές εικόνες, με φόντο το καλοκαίρι και τον κόσμο της θάλασσας. Η Μυρτώ τη μέρα πελαγίζει στους αστερίες, τα κοράλλια και τα νερά της θάλασσας και τη νύχτα συνομιλεί με ένα κουνούπι που την είχε τσιμπήσει. Δε θα μάθετε γιατί τα κουνούπια τσιμπάνε ή πόσα αίμα ρουφάει η βελόνα τους. Θα διαβάσετε όμως μια πολύ ξεχωριστή ιστορία. Θέλετε κι άλλο παράδειγμα; Το τελευταίο που δίνω:
-Διακοπές; Πρώτη φορά ακούω αυτή τη λέξη. Τι θα πει “διακοπές”;
-Κάτι που αργεί να έρθει και τελειώνει πολύ γρήγορα…Πάντα τελειώνουν, ξέρεις, οι διακοπές.
-Είσαι σίγουρη;
-Βέβαια. Ευτυχώς όμως ξανάρχονται, κι άμα θέλεις, μπορείς να τις περιμένεις.
-Και δε μου λες, αργούν πολύ να ξανάρθουν;
-Όσο πιο πολύ τις περιμένεις, τόσο πιο πολύ αργούν. ι’ αυτό κι εγώ κάνω ότι δεν τις περιμένω, για να ξανάρθουν πιο γρήγορα.
Αν λοιπόν σας τσίμπησε κανένα κουνούπι, από το Κουνουπακιστάν ή κάποια άλλη Κουνουποχώρα, κι ακόμα περισσότερα, αν πιάσαμε κουβέντα με το κουνούπι σας αυτό και μάθατε, έστω ξώφαλτσα, πως το επόμενο καλοκαίρι δε θα υπάρχει εκεί να σας τσιμπήσει, διαβάστε το βιβλίο. Θα έχετε ζουζουνίσει σε μερικές από τις πιο ωραίες σελίδες της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ | |
---|---|
Τίτλος: | Η Μυρτώ και το κουνουπάκι |
Συγγραφέας: | Ευγένιος Τριβιζάς |
Εικονογράφηση/σχεδ. έκδοσης: | Μάρω Αλεξάνδρου |
Εκδόσεις: | Κέδρος |
Μέγεθος: | 19 Χ 20 |
ISBN: | 978-960-04-1528-5 |