Η ονομασία της μεθόδου TEACCH προήλθε από τα αρχικά των λέξεων Treatment and Education of Autistic and Related Communication Handicapped Children, που μεταφράζεται ως εξής: Θεραπεία και Εκπαίδευση Παιδιών με Αυτισμό και Διαταραχές Επικοινωνίας. Η μέθοδος εισήχθη πρώτη φορά τη δεκαετία του ’70 από τον καθηγητή ψυχιατρικής Eric Schopler στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας των Η.Π.Α. και συνεχίστηκε από τον καθηγητή Gari Mesibov. Είναι ευρέως διαδεδομένη, αξιοποιείται πολύ συχνά και απευθύνεται σε άτομα που παρουσιάζουν αυτισμό και προβλήματα επικοινωνίας, όπως φαίνεται και από την ονομασία της.
Ο αυτισμός υπό το πρίσμα της μεθόδου θεωρείται ότι είναι μία άλλη «κουλτούρα», με την έννοια ότι τα αυτιστικά άτομα εμφανίζουν κοινά στοιχεία ως προς τον γνωστικό τομέα αλλά και ως προς τη συμπεριφορά, τα οποία διαφοροποιούνται ποιοτικά από εκείνα των ατόμων που δεν παρουσιάζουν αυτισμό. Επομένως, για να είναι αποτελεσματική η θεραπευτική προσέγγιση χρειάζεται να γίνουν κατάλληλες προσαρμογές στο περιβάλλον των ατόμων με αυτισμό, ώστε αυτό να είναι υποστηρικτικό απέναντί τους. Με άλλα λόγια, να μπορούν να το κατανοήσουν, να είναι σε θέση να επικοινωνήσουν επιτυχώς και να είναι αυτόνομα μέσα σε αυτό.
Προϋπόθεση εφαρμογής της δομημένης προσέγγισης είναι η απουσία προβλημάτων όρασης, καθώς αξιοποιείται η καλή οπτική τους αντίληψη. Η συγκεκριμένη διδακτική προσέγγιση κάνει εκτεταμένη χρήση οπτικοποιημένου υλικού, επιδιώκοντας την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αυτονομία των ατόμων αυτών.
Η εν λόγω μέθοδος στηρίζεται σε συγκεκριμένες παιδαγωγικές αρχές. Αρχικά, είναι η αξιολόγηση των ικανοτήτων, των ειδικών ενδιαφερόντων και των αναδυόμενων δεξιοτήτων του παιδιού με αυτισμό, προκειμένου αυτά να αξιοποιηθούν για τη δημιουργία εκπαιδευτικού υλικού. Μια άλλη βασική αρχή είναι η συνεργασία με τους γονείς. Οι γονείς λαμβάνουν κατάλληλη εκπαίδευση, ώστε να έχουν ενεργό ρόλο στη θεραπευτική αντιμετώπιση για να υποστηρίζουν και να συνεχίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία, ακόμα και στο πλαίσιο του σπιτιού. Σημαντικός στόχος της μεθόδου TEACCH είναι να βοηθήσει τα άτομα με αυτισμό να κατανοήσουν το περιβάλλον τους. Όταν αυτό είναι δομημένο, τότε λειτουργεί υποστηρικτικά και ανταποκρίνεται στον τρόπο σκέψης τους. Σε ένα οργανωμένο περιβάλλον τα άτομα αυτά είναι σε θέση να προσαρμοστούν ευκολότερα, καθώς είναι σταθερό, προβλέψιμο, έχει σαφείς λειτουργίες και κατανοητές απαιτήσεις. Με άλλα λόγια ακολουθούνται συγκεκριμένες ρουτίνες αναφορικά με τον χώρο και τον χρόνο που γίνεται το καθετί, γεγονός που προσφέρει ασφάλεια στα παιδιά αυτά.
Ο δεύτερος στόχος ενός δομημένου περιβάλλοντος είναι το άτομο με αυτισμό να επικοινωνήσει με τρόπο αυθόρμητο μέσα σε αυτό. Η γνωριμία και η εξοικείωση με το περιβάλλον ενθαρρύνουν το παιδί στην έκφραση των αναγκών και των σκέψεών του. Επίσης, η οργάνωση του περιβάλλοντος βοηθά στο να ολοκληρώνονται πιο εύκολα οι δραστηριότητες και να ακολουθούνται οι ρουτίνες. Τέλος, επιτυγχάνεται μεγαλύτερη αυτονομία, καθώς τα άτομα συνδέουν τους εκάστοτε χώρους με συγκεκριμένες ρουτίνες και δραστηριότητες.
Τα βασικά στοιχεία της δομημένης διδασκαλίας
Η δόμηση του περιβάλλοντος της τάξης διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην όλη προσέγγιση. Μια τάξη θεωρείται δομημένη όταν γίνεται αμέσως αντιληπτή η οπτική οριοθέτηση (π.χ. με έπιπλα, διαχωριστικά, χαλιά κλπ.) και η σύνδεση των χώρων της με συγκεκριμένες δραστηριότητες. Η χωροταξική διαμόρφωση κάνει την αίθουσα προβλέψιμη και κατανοητή. Οι βασικοί χώροι διδασκαλίας είναι οι εξής: Ο χώρος της αυτόνομης εργασίας, όπου το παιδί εργάζεται μόνο του βάσει των όσων έχει μάθει από τον εκπαιδευτικό. Ο χώρος για τη διδασκαλία ένας-προς-ένα, στον οποίο το παιδί εκπαιδεύεται σε νέα έργα. Ο χώρος του παιχνιδιού, όπου έχει τη δυνατότητα να χαλαρώσει και να ψυχαγωγηθεί. Ο χώρος μετάβασης, στον οποίο το παιδί λαμβάνει γνώση για την πορεία του ημερήσιου προγράμματός του. Ο χώρος για ομαδικές δραστηριότητες, όπου εξελίσσονται χειροτεχνίες, συζήτηση, επιτραπέζια παιχνίδια, σίτιση κλπ.
Το πρόγραμμα δραστηριοτήτων της τάξης είναι εξατομικευμένο και ημερήσιο. Γίνεται δηλαδή ανάρτηση καρτών σε σημείο προσβάσιμο για το παιδί, οι οποίες προσδιορίζουν την ακολουθία των δραστηριοτήτων, το πλάνο της ημέρας του. Σε παιδιά που δεν έχουν κατακτήσει ακόμα τον μηχανισμό ανάγνωσης οι δραστηριότητες οπτικοποιούνται με σχετικές εικόνες, φωτογραφίες ή σκίτσα, ενώ στα παιδιά που τον έχουν κατακτήσει χρησιμοποιούνται λέξεις ή φράσεις. Η σηματοδότηση του προγράμματος μαθαίνει στα παιδιά πώς να εργάζονται και να οργανώνουν τη ζωή τους στο σχολείο, καθώς και να συμμετέχουν ενεργά σε αυτήν.
Το σύστημα εργασίας σχετίζεται με συγκεκριμένες πληροφορίες αναφορικά με την οργάνωση μιας δραστηριότητας. Πιο συγκεκριμένα, ενημερώνει το παιδί με αυτισμό ως προς τα παρακάτω: Τι δουλειά θα κάνει; Πού και πότε θα την κάνει; Πόση δουλειά θα κάνει; Πώς ξέρει ότι τελείωσε; Τι θα κάνει αφού τελειώσει τη δραστηριότητα;
Το δομημένο εκπαιδευτικό υλικό είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε να χαρακτηρίζεται από οπτική οργάνωση, σαφήνεια και οδηγίες, Με τον τρόπο αυτόν αξιοποιούνται οι αυξημένες δυνατότητες του παιδιού με αυτισμό αναφορικά με την οπτική αντίληψη και σκέψη.