Η Ζωή εν τάφω. Ο επιτάφιος θρήνος του Ιησού. Το ομορφότερο άκουσμα της Μεγάλης Εβδομάδας για τη συγκλονιστικότερη στιγμή του Ιησού, τη στιγμή του Σταυρού και του Θανάτου, τη στιγμή της προσπάθειας για νίκη απέναντι στο θάνατο.
Οι περισσότεροι μελετητές τοποθετούν το ποίημα στον 13ο αιώνα και συγκεκριμένα στα πρώτα χρόνια της δυναστείας των Παλαιολόγων (1258-1453). Παρά τις αμέτρητες μελέτες και αναλύσεις του ποιήματος, εξακολουθούμε να μη γνωρίζουμε τον πραγματικό του ποιητή. Παλαιότερα είχε αποδοθεί στο Θεόδωρο το Στουδίτη καθώς και την μοναχή Κασσιανή αλλά η σύγχρονη μελέτη τις αμφισβήτησε. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για ένα εξαιρετικής ομορφιάς μελοποιημένο ποίημα που η αξεπέραστη ερμηνεία των Ν. Ξυλούρη και Μανώλη Μητσιά το απογείωσε από τη σφαίρα της θρησκευτικής πίστης στον κόσμο των καλλιτεχνικών δημιουργιών με υψηλή αισθητική. Το δράμα και ο θρίαμβος, η αθανασία και η νίκη της ζωής απέναντι στο θάνατο, η χαρά για τη νίκη του θανάτου και ο πόνος του Σταυρού. Όλα αυτά τα αντιθετικά ζεύγη παρόντα διαρκώς στο ποίημα.
“Τη ζωή στο τάφο κατέθεσες, Χριστέ, και στρατιές αγγέλων εξεπλάγησαν, δοξάζοντας την συγκατάβασή σου. Εσύ, η Ζωή, πως πεθαίνεις; Πώς μπορείς και κατοικείς σε έναν τάφο; Το βασίλειο του θανάτου καταλύεις και τους νεκρούς ανασταίνεις.” Θρήνος και θρίαμβος μαζί.
Οι στροφές που τραγουδήθηκαν από τους Νίκο Ξυλούρη και Μανώλη Μητσιά:
Η ζωή εν τάφω
κατετέθης, Χριστέ,
και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο,
συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σήν.
Η ζωή πως θνήσκεις;
πώς και τάφω οικείς;
του θανάτου το βασίλειον λύεις δε
και του Άδου τους νεκρούς εξανιστάς.
Μεγαλύνομέν σε,
Ιησού Βασιλεύ,
και τιμώμεν την ταφήν και τα πάθη σου,
δι’ ων έσωσας ημάς εκ της φθοράς.
Μετά των κακούργων
ως κακούργος, Χριστέ,
ελογίσθης δικαιών ημάς άπαντας,
κακουργίας του αρχαίου Πτερνιστού.
Ο ωραίος κάλλει
παρά πάντας βροτούς
ως ανείδεος νεκρός καταφαίνεται,
ο την φύσιν ωραΐσας του παντός.
Δακρυρρόους θρήνους
επί σε η Αγνή
μητρικώς, ω Ιησού, επιρραίνουσα,
ανεβόα πως κηδεύσω σε, Υιέ;