Η Χριστίνα Φραγκεσκάκη γεννήθηκε στη Ρόδο, όμως η μετάθεση του πατέρα της για άγονη γραμμή, την έφερε στη μαγευτική Νίσυρο, ένα νησί που κουβαλά μέσα της τόσο στις παιδικές της αναμνήσεις όσο και στις αφηγήσεις της. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε για πολλά χρόνια ως καθηγήτρια σε δημόσιο λύκειο. Γνωρίζει πολύ καλά την τέχνη της αφήγησης και κρατά καλά φυλαγμένα τα μυστικά της παράδοσης και της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Είναι η πνευματική μητέρα της “Μαραλά”, της μάνας των παραμυθιών που έφερε τα παραμύθια στον κόσμο και έχει να μας πει πολλές ιστορίες με το δικό της μοναδικό τρόπο.
Σήμερα ασχολείται μόνο με τη συγγραφή βιβλίων και αφιερώνεται σ’ αυτό με πάθος. Σχεδόν πάντα γράφει συνειρμικά, κυοφορεί μια ιδέα για καιρό, τη σιγοτραγουδά κι όταν βρει το ρυθμό, τον ακολουθεί και έτσι απλά δημιουργείται μια ιστορία… Μια ιστορία για να την αφηγηθεί κανείς, να ταξιδέψει με τη φαντασία του, να περπατήσει στα απόκρυφα μονοπάτια της, ν’ αντικρύσει χρώματα, ν’ ανασάνει μυρωδιές και να πλημμυρίσει βαθιά συναισθήματα.
Αγαπά και πιστεύει στους ανθρώπους και στη δύναμη της θέλησης, στ’ όνειρο και στο ταξίδι για την πραγματοποίηση του και ατενίζει με αισιοδοξία το μέλλον.
Το ELNIPLEX έχει την τιμή να φιλοξενεί σήμερα στην Χριστίνα Φραγκεσκάκη.
Συνέντευξη στη Δώρα Πουρή
Για τόπους, πατρίδες και… ξένους
Κυρία Φραγκεσκάκη καλώς ορίσατε στους νηπιαγωγράφους του ELNIPLEX. Θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας μια ανάμνηση από την παιδική σας ηλικία στο νησί που αναπολείτε συχνά;
Καλώς σας βρήκα αγαπητοί νηπιαγωγράφοι. Φτου κι αρχίζω…
Η πρώτη μου πατρίδα είναι η Ρόδος. Εκεί γεννήθηκα , από κει κατάγομαι. Μια μετάθεση του πατέρα μου όμως, μας έφερε στη Νίσυρο, σ` αυτό το νησί της άγονης γραμμής με τη σπάνια ηφαιστειακή ομορφιά, την απόκοσμη σχεδόν. Εκεί πέρασα τα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας, μέσα στη θάλασσα, στο παιχνίδι και στις παραδοσιακές τελετουργίες. Θα επιλέξω μια ανάμνηση που είναι τόσο κοντά μου, σχεδόν την αγγίζω . Παίζαμε καθημερινά με την παρέα μου στα ερείπια των θερμών ιαματικών λουτρών του «Παντελίδη». Λαβυρινθώδες , εμβληματικό, πέτρινο κτίριο, γεμάτο μυστήριο και ιστορίες. Δεν το προλάβαμε στην ακμή του, αλλά μισοερειπωμένο, αποτελούσε το ιδανικό σκηνικό για τα παιχνίδια μας. Στο τέλος της μέρας , εκεί στο λυκόφως, εμείς τα κορίτσια, λούζαμε τα μαλλιά μας στα ζεστά ιαματικά νερά , που έρχονταν κατευθείαν από το ηφαίστειο, για να μακρύνουν γρήγορα κι έτσι να γίνουμε πιο όμορφες. Αυτό έλεγε η τοπική παράδοση κι εμείς δεν είχαμε καμιά αμφιβολία.
Τι το ιδιαίτερο του χαρίζει ο τόπος που γεννιέται, που μεγαλώνει, που πρωτοαγαπάει κάποιος; Κι αν αυτοί οι τρεις τόποι δεν ταυτίζονται, είναι το ίδιο ή τότε γίνεται «ξένος»;
Αναφέρεστε σε τρεις ψυχικούς τόπους, σε τρεις μικρές «πατρίδες». Ακόμη και αν αυτά για τα οποία μιλάτε συμβούν στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, έχουν τη δική τους αυτονομία και δύναμη . Το να γίνεις «ξένος» νομίζω πως έχει να κάνει με βαθιά τραύματα, που τα προκαλεί το οικογενειακό, το στενό κοινωνικό περιβάλλον, οι πρώτες σημαντικές ομάδες αναφοράς μας ή οι αποτρόπαιες κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές περιστάσεις.
Τελικά τι σημαίνει να είσαι «ξένος»; Τι φοβόμαστε στους ξένους;
Να μην σε «αναγνωρίζει» κανένας, ή το πιο τρομαχτικό να μην «αναγνωρίζεις» εσύ κομμάτια του εαυτού σου. Όσο λιγότερο ξέρεις τον εαυτό σου, τόσο περισσότερο φοβάσαι τον «ξένο», δηλαδή εσένα.
Τόσα βιβλία έχουν γραφτεί για την ξενοφοβία. Τη διώξαμε καθόλου;
Δεν είμαι σίγουρη αν τα βιβλία μπορούν να διώξουν τη ξενοφοβία. Έχει να κάνει, πιστεύω, πιο πολύ με τον τρόπο που «υποδέχεται» κανείς αυτά τα θέματα. Τα διαβάζει, τα διδάσκει, τα γράφει ίσως, για να είναι μέσα στην πολιτική ορθότητα, ή από βαθιά πίστη στη συνύπαρξη των ανθρώπων, και στην ιδέα ότι η συνύπαρξη των διαφορετικών, είναι κάτι συναρπαστικό, ομορφαίνει τη ζωή, την κάνει πιο ενδιαφέρουσα; Από τη μια λοιπόν τα στερεότυπα που είναι βαθιά ριζωμένα, τα τραύματα, και από την άλλη η ενσυναίσθηση, παλεύουν. Το ποιο από τα δύο θα «νικήσει», δείχνει και το επίπεδο της ψυχικής μας ωρίμανσης, του πολιτισμού μας.
Η δική σας «ξένη», η Φερστέ σας έφερε ένα Κρατικό Βραβείο. Αλήθεια πώς νοιώσατε; Τι σημαίνει μια βράβευση για σας;
Ξαφνιάστηκα και χάρηκα πολύ, και για μένα αλλά κυρίως για την «ξένη» μου. Δεν γίνεται κάποιος συγγραφέας με τις βραβεύσεις, αλλά σίγουρα καθρεφτίζεται δυνατά. Με συγκίνησε το γεγονός πως αυτό που προκαλούσε εμένα, το θέμα μου δηλαδή, αλλά και ο τρόπος που «διάλεξα» για να το πραγματευτώ , φαίνεται να συν- κίνησε και κάποιους άλλους, αρχικά την Αριάδνη Μοσχονά από τις εκδόσεις Κέδρος, και στην περίπτωση της βράβευσης, την επιτροπή. Το ότι η Φερστέ, αυτή η «ξένη», μπήκε σε σπίτια, σε σχολεία, σε αυλές, σε γειτονιές, έπαιξε με πολλά παιδιά, έφαγε μαζί τους στο ίδιο τραπέζι, αφηγήθηκε την ιστορία της και άκουσε τη δική τους, έκανε φιλίες δυνατές, ίσως είναι η μεγαλύτερη βράβευση.
“Η κατάχρηση της τεχνολογίας μας κλείνει μέσα σ’ ένα σιδερένιο κουκούλι…”
Ξεκινήσατε την αφήγηση παραμυθιών, ακολούθησε η συγγραφή βιβλίων, ενώ παράλληλα εργαστήκατε για χρόνια ως καθηγήτρια σε λύκειο. Τι σας χάρισε κάθε μια από αυτές τις ιδιότητες; Υπάρχει ένα σημείο χρυσής τομής που αυτές οι ιδιότητες συναντιούνται;
Σήμερα έχω μείνει σχεδόν μόνο με τη γραφή. Από επιλογή. Σιγά σιγά άφησα τις άλλες μου ιδιότητες. (Βέβαια οι ταυτότητες αυτές υπάρχουν πάντα εντός μου). Η γραφή σε θέλει με αποκλειστικότητα. Αλλά και το Σχολείο το ίδιο. Οφείλεις λοιπόν να επιλέξεις. Και τα τρία πάντως αυτά πεδία στα οποία αναφέρεστε και που για πολλά χρόνια πάνω τους ταυτόχρονα «περπατούσα», σε βοηθούν να κρατάς μέσα σου ζεστά τα συναισθήματα. Να είσαι δηλαδή ζωντανός, με όλη τη σημασία της λέξης. Να έχεις χτυποκάρδι και πάθος. Δεν γίνεται αλλιώς. Και τα τρία απαιτούν μια «σκηνή», πάνω στην οποία θα παίξεις, θα ονειρευτείς, θα ταξιδέψεις, θα εκτεθείς, θα πάρεις και θα δώσεις, θα σχετιστείς δηλαδή, θα αγαπήσεις και θα αγαπηθείς.
Η τεχνολογία έχει εισβάλει στη ζωή μικρών και μεγάλων. Κατά πόσο μας έχει κάνει να αποστασιοποιηθούμε από τον προφορικό τρόπο επικοινωνίας και την αφήγηση παραμυθιών;
Η αφήγηση παραμυθιών είναι μια εδική επιτέλεση ,πολύ σημαντική, πιο σπουδαίο όμως ακόμα είναι η καθημερινή αφήγηση, ο προφορικός τρόπος επικοινωνίας που είπατε. Ότι δηλαδή έχεις να πεις κάτι σημαντικό και θέλεις επειγόντως να το πεις. Σε ένα πρόσωπο, όχι σε μια οθόνη. Αυτό το σημαντικό μπορεί να είναι ένα «γεια». Η κατάχρηση της τεχνολογίας, μας κλείνει μέσα σ’ ένα σιδερένιο κουκούλι και μας δίνει την ψευδαίσθηση της αυτάρκειας και της δύναμης. Και ξαφνικά βρισκόμαστε με τους φίλους μας, αγκαλιαζόμαστε, αγγίζουμε ο ένας τον άλλον, κοιταζόμαστε στα μάτια, χτυπούν οι καρδιές μας, γελάμε, μιλάμε και ξαναθυμόμαστε ότι τα λόγια είναι ζωντανά σαν σώματα, και τα σώματα μιλούν σαν να ναι λόγια, κινούνται και θροϊζουν. Και γεμίζουμε χαρά.
Η έμπνευση από πού πηγάζει και πόσο βασίζεται σε προσωπικά βιώματα; Πώς γράφετε εσείς; Δηλαδή… τι σας κάνει να θέλετε να πείτε μια ιστορία;
Σε κάθε ιστορία που «λέω», εμπλέκομαι με τρόπο λανθάνοντα ή και φανερό. Όταν αναγνωρίζεις ψυχικά τις καταστάσεις για τις οποίες μιλάς, οι ιστορίες είναι αληθινές σαν τη ζωή, δεν είναι κατασκευές. Αυτό δεν σημαίνει ότι υποτιμώ μια ενδιαφέρουσα «κατασκευή». Μπορεί πραγματικά να είναι κάτι εξαιρετικό. Εγώ σχεδόν πάντα γράφω συνειρμικά. Με κινητοποιεί δηλαδή κάτι, με διεγείρει ψυχικά, κυοφορώ όσο πάρει το «αίσθημα» που αναδύεται εντός μου, ψελλίζω ένα «τραγούδι», βρίσκω τον ρυθμό, ε, κι όταν βρω τον ρυθμό, αυτόν ακολουθώ. Όταν τελειώσω, βλέπω τι έγραψα, και αρχίζω να διορθώνω. Είμαι φανατική αναγνώστρια, και με γοητεύει να παρατηρώ τους ανθρώπους. Λατρεύω τις εφημερίδες και μου αρέσει να διαβάζω τις μικρές στήλες, αυτές που περνούν απαρατήρητες πολλές φορές. Μπορεί λοιπόν να με κινητοποιήσει ένα άλλο βιβλίο, ένας άνθρωπος στο μετρό ας πούμε που διαβάζει, μιλά στο κινητό του, ή που απλώς κοιτά έξω από το παράθυρο, μια είδηση σε εφημερίδα που εγώ την διαβάζω με το δικό μου τρόπο, μια παιγνιώδης διάθεση που γεννήθηκε μέσα μου, ένα δυνατό αίσθημα.
“Ευτυχώς θα υπάρχει πάντα ένα παιδί που κάποια μέρα… θα ξεκινήσει το ταξίδι”
Η ιστορία γράφεται για να ακουστεί, να διαβαστεί, να ταξιδέψει, όμως οι άνθρωποι έχουν μάθει να ακούνε ιστορίες;
Ακόμα κι αν οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει πώς είναι να ακούς μια ιστορία, ή δεν το χουν μάθει ποτέ, ευτυχώς θα υπάρχει πάντα ένα παιδί που κάποια μέρα θα φορέσει τα σιδερένια του παπούτσια , θα πάρει μαζί το θάρρος του και θα ξεκινήσει το ταξίδι. Αν επιμείνει, θα βρεθεί σίγουρα στον τόπο που ακούνε ιστορίες. Θα πει τη δική του. Και τότε, τότε, μπορεί όλα να αλλάξουν!
Το πρώτο σας βιβλίο το «Σαν Ψέματα» από τις εκδόσεις Αρμός. Και η συγγραφή σαν ψέματα ξεκινά. Μιλήστε μας γι` αυτό το πρώτο σας εγχείρημα.
Το πρώτο βιβλίο που τόλμησα να στείλω σε εκδότη, ήταν η «Μαραλά», που «γέννησε» τις ιστορίες. Το έστειλα στις εκδόσεις Πατάκη, και πετούσα κυριολεκτικά από την χαρά μου, γιατί πολύ γρήγορα μου απάντησαν θετικά. Έτυχε να εκδοθεί αργότερα αυτό το βιβλίο, και να προηγηθεί το «Σαν Ψέματα». Mε το «Σαν Ψέματα» θυμάμαι πως χόρευα από ενθουσιασμό, όχι μόνο γιατί εκδόθηκε σχεδόν αμέσως, αλλά και γιατί μου το ζωγράφισε ο Αλέξης Κυριτσόπουλος, ένας μύθος για μένα, που πάντα θαύμαζα και αγαπούσα. Δεν το πίστευα, ήταν πραγματικά «σαν ψέματα», τίτλο που έδωσε ο Κυριτσόπουλος. Από κει και πέρα μπήκα σε έναν κόσμο θαυμαστό, δηλαδή στο εργαστήριο αυτού του καλλιτέχνη, κάτι που δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Κάθε φορά που ήμουν εκεί, μέσα στο ζωγραφικό του σύμπαν, ήταν σαν ψέματα. Ο Κυριτσόπουλος με την απίστευτη σεμνότητα και γενναιοδωρία του, καλούσε εμένα , που τότε ξεκινούσα, να δω τι είχε κάνει, να συμφωνήσω δηλαδή, να πω τις παρατηρήσεις μου, να κουβεντιάσουμε πάνω σ` αυτό που γεννιόταν. Και το πιο θαυμαστό, με πήρε μαζί του, στο εργαστήρι μιας άλλης σπουδαίας , της Πόπης Αλεξίου, να παρακολουθήσω τη σελιδοποίηση του βιβλίου, να το δω δηλαδή να γίνεται σώμα. Βρέθηκα μέσα σε ένα κόσμο ιδιαίτερων καλλιτεχνών που πιστεύουν στην λεπτομέρεια , στο χειροποίητο, στο θρόϊσμα του χαρτιού, στη δύναμη της ομορφιάς, στην ευγένεια της συγκίνησης. Βρέθηκα να ζω και να συμμετέχω σε τελετουργίες, άγνωστες μέχρι τότε σε μένα και απολύτως ποιητικές. Και στο τέλος, μαζί πήγαμε στις εκδόσεις Αρμός, όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, να το πάρουμε στα χέρια μας, να το ξεφυλλίσουμε. Ε, δεν είναι σαν ψέματα όλα αυτά; Και πάνω απ΄ όλα δεν είναι σαν ψέματα αυτό το ήθος;
Είναι αλήθεια ότι έχουν ζωγραφίσει τα βιβλία σας εξαιρετικοί καλλιτέχνες.
Νιώθω ιδιαίτερα τυχερή γι’ αυτό. Τους αγαπώ όλους πολύ και τους σέβομαι. Τον Γιώργο Κόρδη, την Ντανιέλα Σταματιάδη, την Κατερίνα Χαδουλού, την Ελίζα Βαβούρη, την Μάρια Μπαχά. Μακάρι και στο μέλλον να έχω μαζί τους συνεργασίες.
Ωραία! Ας το πάρει το ποτάμι λοιπόν! Ποιο βιβλίο σας στιγμάτισε και θεωρείτε ότι σας επηρέασε σαν αναγνώστη; Διαβάζουν βιβλία οι Έλληνες;
Είναι πολύ δύσκολο να πω ποιο βιβλίο με στιγμάτισε. Νομίζω πως τα βιβλία που έχω διαβάσει, σε μια δυναμική σύνθεση, ζουν εντός μου, ανασαίνουν και κάθε τόσο τα συναντώ. Τώρα, για το αν διαβάζουν οι Έλληνες, δεν είμαι σίγουρη, δεν έχω αρκετά στοιχεία για να σας πω. Εκείνο που βλέπω και μου αρέσει πολύ, είναι ότι στο μετρό που χρησιμοποιώ συχνά, όλο και περισσότεροι άνθρωποι, κυρίως νέοι, είναι κυριολεκτικά «χωμένοι» στο βιβλίο τους. Μου χει συμβεί να συναντήσω τους ίδιους ανθρώπους να διαβάζουν τα ίδια βιβλία, σε άλλη σελίδα, φαντάζομαι. Γελάω τότε και σκέφτομαι ότι θα μπορούσαν αυτά τα βιβλία να γνωριστούν, να βγουν έξω οι ήρωες τους, να κάνουν βόλτες, να τους γνωρίσουμε κι εμείς, να ερωτευτούν μεταξύ τους , ή να ερωτευτούν κάποιον ταξιδιώτη και να γεννηθούν άλλα βιβλία, άλλοι ήρωες κι αυτό να μην τελειώνει. Είναι σκέψεις που τις έχω βάλει σε βιβλία που άλλα εκδόθηκαν και άλλα ελπίζω να εκδοθούν.
“Πολλές φορές η καλοσύνη κι η ενσυναίσθηση, είναι πιο επαναστατικά από τον θυμό και την ανέξοδη διαμαρτυρία”
Άμπερ φάμπερ βγε κι ένα παιχνίδι για παιδιά κι όχι μόνο, με τις ιστορίες που ψάχνουν κάποιον για να τις ακούσει και τις λέξεις που οι άνθρωποι αναζητούν για να βρουν το νόημα της ζωής. Έχουν βρει οι άνθρωποι την ευτυχία ή την ψάχνουν ακόμα;
Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι η ευτυχία. Γι’ αυτό που είμαι σίγουρη είναι ότι μπορείς αν το θέλεις πολύ και επιμείνεις, να πραγματοποιήσεις κάποια από τα όνειρά σου. Και τότε πλημμυρίζεις χαρά. Αυτό το δύσκολο «ταξίδι» για τη χαρά, είναι γεμάτο λέξεις και ιστορίες.
Στα παιδικά λαχνίσματα κάποιος πάντα βγαίνει έξω. Ποιον ή τι «βγάζετε» από το κάδρο της πραγματικότητας, έτσι όπως τη ζείτε και την εισπράττετε εσείς;
Τον φανατισμό, τη δημαγωγία, την έλλειψη ενσυναίσθησης, το να μην διαθέτει κάποιος το αίσθημα του δικαίου, τον ωχαδελφισμό, τον συνεχή θυμό που δεν σου επιτρέπει να κάνεις τίποτα παρά μόνο να θυμώνεις, είναι μακρύς ό κατάλογος.
«Όσοι αφηγούνται ή τραγουδούν ιστορίες» γράφει ο Galeano “το κάνουν μόνο όταν χιονίζει. Έτσι λέει η παράδοση. Οι Ινδιάνοι της Βόρειας Αμερικής το τηρούν κατά γράμμα. Εδώ πάλι στη δική μας την παράδοση, τις ιστορίες τις λέμε συνήθως νύχτα». Λένε ιστορίες οι γονείς στα παιδιά; Ποιο είναι το μαγικό συστατικό σε μια αφήγηση;
Αν μιλούν με τα παιδιά τους, λένε ιστορίες. Ακόμα κι αν διηγηθείς στο παιδί σου ή σε κάποιον άλλο, ένα μικρό βίωμα της μέρας που πέρασε , του έχεις ήδη πει μια συναρπαστική ιστορία.
Σε μια, τώρα, έντεχνη αφήγηση το πιο σπουδαίο είναι να πιστεύεις ότι η ιστορία που λες είναι αληθινή. Έτσι το νόημα της ιστορίας δεν είναι οριστικό, κλειστό και περιχαρακωμένο, αλλά ανοιχτό, όπως γίνεται και με τη ζωή. Μπορεί τότε, κι αυτό είναι μαγικό, τα δύο στοιχεία ή μάλλον τα τρία στοιχεία που συνθέτουν μια αφήγηση, “αφηγητής” , “ιστορία”, “ακροατής”, να εμπλακούν σε μια διαλεκτική ανατροπή. Να συνομιλούν, να συνταξιδεύουν αλλάζοντας συνεχώς θέση και πάλι από την αρχή…
Αν θέλετε μπορείτε να μας εκμυστηρευτείτε κάποιο δικό σας όραμα ή όνειρο ως πολίτης, γυναίκα, συγγραφέας, εκπαιδευτικός ή και όλα μαζί;
Μακάρι στον κόσμο μας να υπήρχε περισσότερη καλοσύνη. Η καλοσύνη βέβαια δεν είναι μια λέξη αθώα, αντίθετα έχει μέσα της πάρα πολλά . Έχει δουλειά με τον εαυτό και τα τραύματά μας, αυτογνωσία, πίστη, επιμονή, ρίσκο, δύναμη και θάρρος. Είναι μια προσωπική στάση ζωής, μια βαθιά πολιτική στάση. Πολλές φορές η καλοσύνη, η ενσυναίσθηση, είναι πιο επαναστατικά από τον θυμό και την ανέξοδη διαμαρτυρία, στα οποία πολλές φορές καταφεύγεις για να μην κάνεις τίποτα και τίποτα να μην αλλάξει. Όσο υπάρχουν, και η πιο απειλητική κρίση και το πιο αποτρόπαιο γεγονός, θα βρίσκουν αντιστάσεις και αναχώματα. Όσο υπάρχουν, το τρομαχτικό πρόσωπο της κατάστασης που ζούμε σήμερα, θα γίνεται λίγο πιο ήμερο, θ’ αντέχουμε ίσως να το κοιτάξουμε..
Ήταν τιμή που ήσασταν σήμερα μαζί μας. Σας ευχαριστούμε πολύ.
Δική μου η τιμή και η χαρά. Σας ευχαριστώ θερμά που διαθέσατε τόσο χρόνο και χώρο για μένα.