“Δε θυμάμαι πόσο χρονών ήμουν ακριβώς τότε που πήγαμε με τους γονείς μου σε μια έκθεση ζωγραφικής του Τάσου Ζωγράφου. Ο Ζωγράφος ήταν σκηνογράφος-ενδυματολόγος στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση (οι δουλειές του μετριούνται σε κάποιες εκατοντάδες). Ήταν όμως και ωραίος ζωγράφος (όπως και πολύ ωραίος άνθρωπος). Θαύμαζε κι αγαπούσε τη λαϊκή παράδοση κι αυτό αποτυπωνόταν στο έργο του που ήταν γεμάτο από καραβάκια, γοργόνες, νεοκλασικά σπίτια, φτερωτές μορφές με έντονα φωτεινά χρώματα, τονικά αδιαβάθμητα χωρίς φωτοσκιάσεις και σε επίπεδη διάταξη. Με θυμάμαι να στέκομαι μαγεμένη μπροστά σε μια γοργόνα με κατάμαυρα μαλλιά μέσα σε μια μπλε θάλασσα που ενωνόταν με τον ουρανό. Για ώρα την χάζευα. Κι έπειτα κάποια στιγμή ο Ζωγράφος, που με γνώριζε από μικράκι, με ρώτησε αν ήξερα την ιστορία της. Δεν την ήξερα. Κι άρχισε μ’ εκείνη τη βραχνή, αδύναμη, ιδιαίτερη φωνή του να μου την εξιστορεί. Κι εγώ τον άκουγα με ανοιχτό το στόμα εντυπωσιασμένη από την σκληρότητα της. Πως μπορεί ένα τόσο όμορφο, μαγικό πλάσμα να είναι τόσο άδικο; Όλο εκείνο το βράδυ ονειρευόμουν γοργόνες…
Πολλά χρόνια αργότερα: η ιδέα να ασχοληθώ με τους θρύλους της παράδοσής μας φώλιαζε καιρό μέσα μου. Αν και παιδί της πόλης – ή ίσως ακριβώς επειδή ήμουν παιδί της πόλης, από τα άτυχα παιδιά που δεν είχαν χωριό – είχα μεγαλώσει με εκείνους τους θρύλους διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντάς τους από τα βιβλία του Πολίτη στη βιβλιοθήκη του πατέρα μου. Και θυμάμαι πόσο πολύ γοητευόμουν ξανά και ξανά. Ήθελα να την ξαναβρώ και να την μοιραστώ και μ’ άλλους εκείνη τη «γητιά» – κρίμα να χαθεί. Δεν έβρισκα όμως τρόπο.
Μια μέρα, σκαλίζοντας κάτι κούτες, βρήκα την πρόσκληση από την έκθεση του Ζωγράφου. Κι εκεί ξαναείδα τη γοργόνα του. Σαν να μου έκλεισε το μάτι. Θέλησα να συμφιλιωθώ μαζί της, να ψηλαφήσω τον καημό που την έσπρωχνε στην σκληρότητα. Και πολλές φορές ο δικός μου τρόπος συμφιλίωσης και κατανόησης είναι το να αφηγούμαι. Κι άρχισε η ιστορία της να τριγυρνάει στο μυαλό μου.
Με θυμάμαι να οδηγώ και να μου έρχονται στο νου στίχοι σε δεκαπεντασύλλαβο, στίχοι που μιλούσαν για εκείνην. Όταν γύρισα στο σπίτι έκατσα και τους έγραψα. Μα ιστορία σε δεκαπεντασύλλαβο; Σήμερα; αναρωτιόμουν.
Προσπάθησα να πω την ιστορία της Γοργόνας αλλιώς. Δεν προέκυπτε κάτι ενδιαφέρον. Όμως αφού επρόκειτο για ιστορίες που αφορούσαν τη λαϊκή παράδοση έπρεπε να έχω ένα νήμα να με συνδέει μαζί της, όπως είχε το αντίστοιχο τεχνοτροπικά νήμα στις ζωγραφιές του ο Τάσος Ζωγράφος. Και το νήμα στη δική μου τέχνη ήταν ο δεκαπεντασύλλαβος. (Οι Παραλογές, «Το Γεφύρι της Άρτας», «Του νεκρού αδερφού» που πάντα αγαπούσα και διαχρονικά συγκινούν και γοητεύουν μού έδιναν… στέρεο «πάτημα») Έ, λοιπόν, έτσι και μόνο έτσι!
Και με αυτή την ιδέα, με την ιστορία της Γοργόνας ως την πρώτη ιστορία-δείγμα σε δεκαπεντασύλλαβο συζήτησα με τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Κι η αγαπημένη Ίρις Σαμαρτζή είπε πως θα την εικονογραφούσε. Κι όλα μπήκαν στη θέση τους με τον καλύτερο τρόπο. Ένας κύκλος είχε μόλις κλείσει. Ένας καινούριος άνοιγε… (Χάρη στην Γοργόνα). Τα υπόλοιπα τα ξέρετε… “
Αγγελική Δαρλάση
Πραγματικά τα ξέρουμε όμως μας αρέσει να τα ξαναδιαβάζουμε σε ένα βιβλίο με την υπογραφή της Αγγελικής Δαρλάση και τις πινελιές της Ί. Σαμαρτζή. Κι είναι γνωστή αλλά τόσο αγαπημένη αυτή η ιστορία που δεν την βαριέται ποτέ κανείς.
Οι γοργόνες, τα πιο γοητευτικά ίσως θαλάσσια πλάσματα ενέπνευσαν ζωγράφους, μουσικούς και συγγραφείς. Ο Αισχύλος στο έργο του «Προμηθέας Δεσμώτης», περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τις φιλοπλόκαμες γοργόνες ενώ ο μύθος της Γοργόνας, της αδερφής του Μεγαλέξανδρου, είναι ιδιαιτέρως προσφιλής στη λαϊκή παράδοση. Επειδή άθελά της ήπιε το αθάνατο νερό του αδελφού της Μεγαλέξανδρου -ή κατά άλλη εκδοχή το έχυσε- την καταράστηκε να μεταμορφωθεί σε ψάρι και να παραδέρνει στις θάλασσες.
Έκτοτε η Γοργόνα σταματά τους ναυτικούς και τους ρωτά αν ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος. Αν απαντήσουν θετικά τους χαρίζει ήρεμες καλοτάξιδες θάλασσες. Αν όμως τα μαντάτα είναι άσχημα το καράβι και οι ναύτες ζουν το μένος της Γοργόνας και καταλήγουν στον βυθό της θάλασσας. Η συγγραφέας χωρίς να απομακρύνεται από τον γνωστό μύθο, τον αφηγείται με τρυφερότητα προσθέτοντας τη δική της «πινελιά» στο τέλος , την προτροπή προς τον αναγνώστη να πει στη Γοργόνα, αν ποτέ τη συναντήσει, το παραμύθι και όχι την αλήθεια.
Γιατί είναι που, καρδούλα μου, παραμυθένια λόγια
στάζουνε μέλι στην καρδιά και σε βοηθούν ν’ αντέχεις.
Η εικονογράφηση της αγαπημένης Ί. Σαμαρτζή δίνει μια νέα πνοή στο κείμενο. Στοιχεία από τη λαϊκή τέχνη αξιοποιούνται με τρόπο μοντέρνο και σύγχρονο. Η μορφή της Γοργόνας, όμορφη σαν παιδική ζωγραφιά, κυριαρχεί στις σελίδες του βιβλίου με τα μακριά μαλλιά της να μοιάζουν με κλειστό μύδι.
Η σειρά Ιστορίες Νεοελληνικής Μυθολογίας γραμμένες από τη βραβευμένη συγγραφέα Αγγελική Δαρλάση, έρχονται να μας θυμίσουν ιστορίες αλλοτινών καιρών βασισμένες στις παραδόσεις μας, που περνούσαν προφορικά από γενιά σε γενιά.
Αξίζει να τις διαβάζουμε μαζί με τα παιδιά και να συγκινηθούμε, να ταξιδέψουμε, να παρηγορηθούμε!
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ | |
---|---|
Τίτλος: | Η Γοργόνα |
Σειρά βιβλίου: | Ιστορίες Νεοελληνικής Μυθολογίας |
Συγγραφέας: | Αγγελική Δαρλάση |
Εικονογράφηση: | Ίρις Σαμαρτζή |
Εκδόσεις: | Μεταίχμιο, Οκτώβριος 2017 |
Διόρθωση τυπ. δοκιμίων: | Θοδωρής Τσώλης |
Σελίδες: | 36 |
Μέγεθος: | 22 Χ 22 |
ISBN: | 978-618-03-1082-5 |