Γράφει ο Νεκτάριος Στελλάκης *
Ένας έφηβος βρίσκεται εγκλωβισμένος σε ένα Κέντρο «Υποδοχής» Προσφύγων σε κάποιο νησί του Αιγαίου. Σκεφτείτε τον κάποιο απομεσήμερο να αγναντεύει τη θάλασσα…
Εγώ έχω όνειρα;
Εγώ είχα όνειρα…
Εφιάλτες έχω… όνειρα έχω;
Όνειρα είχα.
Δεν έχω συνεχώς εφιάλτες, έχω συχνά. Υπάρχουν διαστήματα που δεν βλέπω εφιάλτες, αλλά ο ύπνος είναι τόσο βαθύς, μαύρος, άδειος και ψυχρός που μοιάζει με εφιάλτη.
Είχα όνειρα… Όταν ήμουν πολύ μικρός ονειρευόμουν να έρθει το καλοκαίρι και να μπορώ να ανεβαίνω στη συκιά και να τρώω σύκα, να με αφήσουν να μείνω ξάγρυπνος σε όλο το γλέντι του γάμου κάποιου συγγενή, να μου δώσει ο παππούς λεφτά να ρίξω στον κουμπαρά μου, να κάτσω βυθισμένος στο νερό μέχρι το είκοσι, να καταφέρω να περάσω το πεζούλι της μάντρας με το ποδήλατο όπως έκαναν τα ξαδέλφια μου, κι ένα σωρό, μεγάλο σωρό από τέτοια μικρά και πολύχρωμα «κατορθώματα».
Μετά αρχίσαμε με το μπαμπά και τη μαμά να διαβάζουμε μυθολογία. Κάποτε φοβόμουν, κάποτε δεν καταλάβαινα πώς έφτιαξαν τέτοια τέρατα και θεούς αυτοί οι αρχαίοι Έλληνες. Ο Ηρακλής ήταν τεράστιος και πολύ δυνατός. Μου άρεσε αλλά δεν έγινε ο ήρωάς μου. Οι ήρωές μου ήταν και είναι ο Ιάσωνας και ο Οδυσσέας. Καράβια, θάλασσες, ταξίδια, δοκιμασίες και άθλοι, μοναξιές κι έρωτες, φιλίες και προδοσίες, συντροφιές… Με συγκινούσαν και τους έβαζα να μου τα διαβάζουν ξανά και ξανά και πιο μετά τα διάβαζα και μόνος και τα ζούσα… Όχι μόνο με το μυαλό, αλλά ανατρίχιαζε το κορμί μου ολόκληρο κι η καρδιά μου χτυπούσε και τα μάτια μου έβλεπαν και διαστέλλονταν και θόλωναν καμιά φορά. Σκάρωνα τα δικά μου ταξίδια και μετά ζωντάνευε το όνειρο κι εγώ τρομοκρατημένος από τη μια αλλά κι αποφασισμένος να το διαβώ απ’ άκρη σ’ άκρη το περπάταγα, μέχρι που αποκαμωμένο ξεθώριαζε κι άφηνε να δυναμώσει ο πραγματικός κόσμος και να μου ξαναγίνει αισθητός. Και μετά από κάθε μου νίκη, επί ονείρου σκοτεινού, γεμάτου τρικυμίες, τέρατα κι εχθρούς ένιωθα, θυμάμαι, κι εγώ δυνατός, πιο σταθερός, πιο αισιόδοξος.
Μετά «χτύπησε» ο πόλεμος. Εμάς, την οικογένειά μου, δε μας χτύπησε κυριολεκτικά. Το σπίτι μας ήταν στη Δαμασκό, σε προάστιο μακριά από επικίνδυνες ζώνες. Ο πατέρας μου δεν πήγε στρατό, η γειτονιά μας δε βομβαρδίστηκε, το σχολείο μας λειτουργούσε μέχρι που φύγαμε. Το πιο ορατά σημείο πως κάτι είχε αλλάξει ήταν οι συνεχείς και πολύωρες διακοπές του ρεύματος. Εμάς τα παιδιά δε μας επηρέαζε και πολύ, άσε που δημιουργούσε κι ευκαιρίες να βρούμε νέα παιχνίδια. Για τη μαμά μας μόνο κάθε διακοπή ήταν μια δοκιμασία, όχι μόνο γιατί το πλύσιμο ή το μαγείρεμα διακόπτονταν, αλλά μάλλον γιατί η πίστη της σε μια ευτυχισμένη ρουτίνα, μια σταθερά που αγωνίστηκε να χτίσει και με θρησκευτική αφοσίωση υπερασπίζονταν, κλονίζονταν.
Ο πόλεμος «χτύπησε» όλους τους μεγάλους με τρόπο μυστικό, βαθύ κι αμετάκλητο. Καταδικάστηκαν να συννεφιάσουν τα πρόσωπά τους, να βραχυκυκλώσουν οι σκέψεις τους, να λυγίσουν το κορμί τους. Μιλάγανε είτε πολύ χαμηλά, είτε πολύ δυνατά, όσοι κάπνιζαν αύξησαν το κάπνισμα λες κι έπρεπε να κάνουν καπνό όλες τις οικονομίες τους, όσοι έβριζαν χρησιμοποιούσαν πιο δυνατές βρισιές από συνήθως. Οι θρησκευόμενοι πήγαιναν στα τζαμιά ή τις εκκλησίες συχνότερα κι όσοι δυσκολεύονταν να πιστέψουν αποφάσισαν πως αφού υπάρχει πόλεμος δεν υπάρχει Θεός. Οι ηλικιωμένοι έγιναν πολύ τρυφεροί, οι γονείς πιο συγκρατημένοι, οι οδηγοί στα λεωφορεία ανέκφραστοι, οι μπακάληδες παγεροί, οι δάσκαλοι ανήσυχοι. Η δική μας η δασκάλα προσπαθούσε να κάνει πως δε συμβαίνει τίποτα, η φωνή της όμως άρχισε να τρέμει, έδινε την εντύπωση πως ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα ή να το βάλει στα πόδια. Όλοι τους ήταν σαν χαμένοι, σαν να έπρεπε να διαβούν από ένα μονοπάτι γεμάτο αόρατα αγκάθια κι έπρεπε να προσέχουν συνεχώς γύρω τους μην πιαστούν. Αυτό είναι που θυμάμαι ως την πιο ισχυρή ανάμνηση από τον πόλεμο. Βεβαίως υπήρχαν κι άλλα: οι σημαίες και τα εμβατήρια, οι έντονες συζητήσεις που κάποτε κατέληγαν σε καβγάδες και διάλυση σχέσεων – δεν ήταν να καλέσεις άνθρωπο σε τραπέζι-, οι εντάσεις μεταξύ των διαφορετικών κοινοτήτων ιδίως όταν κάποια από αυτές είχε μεγάλη γιορτή, το κλείσιμο στο σπίτι ή τον περιορισμό των κινήσεών μας στη γειτονιά, τα νέα που έρχονταν από τα διάφορα μέτωπα κι έσκαγαν σα μολυσμένα κύματα, οι θρήνοι για τους νεκρούς, οι διηγήσεις των μεγαλύτερων από προηγούμενους πολέμους και πολιτικές αναταράξεις…
Στο σπίτι μας μέσα ο πόλεμος «πήρε» το μπαμπά μας, προκάλεσε μετακίνηση των εσωτερικών τεκτονικών πλακών της μαμάς μας με αποτέλεσμα έντονες σεισμικές δονήσεις και επακόλουθα τσουνάμι, ξανάκανε την αδελφή μου κι εμένα να γίνουμε κολλητοί, κινητοποίησε τον παππού να γίνει για μια ακόμη φορά -και τελευταία- pater familias.
Ο πατέρας μου δούλευε στο γραφείο ενός υπουργού. Έχει σπουδάσει στο εξωτερικό και μιλάει αγγλικά πολύ καλά. Απ’ το πτυχίο του πιο πολλές πόρτες του άνοιξαν τα αγγλικά. Πάντα το λέει αυτό. Είχε δουλειά σταθερή και μας εξασφάλιζε όλα τα απαραίτητα συν διακοπές- οι τελευταίες μας στη Jounieh στο Λίβανο. Ο μπαμπάς είναι καλός, γελαστός, υπερκινητικός, αυστηρός. Όλα όσο χρειάζεται εκτός από την κίνηση που είναι στο «υπέρ». Ο πόλεμος αναγκάζει τους στρατιωτικούς και τους πολιτικούς να δουλεύουν πολύ. Φαντάσου τι γίνεται όταν ο πόλεμος είναι μεταξύ πολιτικών αντιπάλων. Ο μπαμπάς δούλευε πολύ. Με τον καιρό φαίνεται πως άρχισε να αποκτά κάποια επιρροή και να ξεσηκώνει το φθόνο των συνεργατών του. Αυτοί τον εξέθεταν όταν μπορούσαν και του έτριζαν τα δόντια με κάθε τρόπο. Το πάλεψε όσο μπορούσε αλλά στο τέλος ένιωσε τόσο φόβο που αποφάσισε πως η μόνη διέξοδος και για εκείνον και για εμάς ήταν η έξοδός μας από τη χώρα. Να φύγουμε αιφνιδιαστικά σε μια άλλη χώρα. Αν σκεφτεί κανείς πως δεν ήμαστε σε εμπόλεμη περιοχή κι αντέχαμε κάπως η απόφαση αυτή δε μοιάζει αναγκαία. Ήταν όμως απαραίτητο ισχυρίζονταν ο μπαμπάς γιατί διαφορετικά κινδύνευε να καταλήξει σε πράσινο σεντόνι ή στη φυλακή. Στον κόσμο της μαμάς η απόφαση αυτή προκάλεσε ολοκληρωτική αναδιάρθρωση των τεκτονικών πλακών με αποτέλεσμα μια νέα γεωγραφία αργότερα. Ο παππούς δε μας ακολούθησε, «Δαμασκηνός γεννήθηκε, Δαμασκηνός και θα πεθάνει» δήλωσε και σε ενάμισι χρόνο το έκανε και πράξη. Η αδελφή μου δεν έβγαλε άχνα, αλλά φύτεψε στον κήπο όλα τα προσωπικά της μυστικά ή φανερά αγαπημένα πραγματάκια, βιβλία, ημερολόγια, αναμνηστικά. Φύτευε τόσο προσεκτικά που πραγματικά πιστεύω πως όταν γυρίσουμε θα βρούμε το σπίτι ρημαγμένο αλλά τον κήπο ως νέο κήπο της Εδέμ. Εγώ κι έκλαψα, και χτυπήθηκα, και μαύρισα τα χέρια μου παλεύοντας με τους τοίχους κι έβγαλα καρούμπαλα στο μέτωπό μου κουτουλώντας στο γραφείο μου. Μέχρι και τον παππού μου έσπρωξα που νόμισε πως μπορούσε να με κάνει καλά. Ο παππούς δούλευε σε φαρμακείο και πίστευε πως ότι δεν θεραπεύουν τα φάρμακα, τα θεραπεύουν τα λόγια κι άλλο μαντζούνι, τρίτο, δεν υπάρχει.
Φύγαμε νύχτα. Ο παππούς δεν ήταν σπίτι… Είχα θυμώσει τότε μόλις κατάλαβα πως την είχε κοπανήσει. Τώρα καταλαβαίνω πως είναι καλύτερα έτσι, που έμεινε ο αποχαιρετισμός μας μετέωρος, που δεν έχω μια τελευταία αγκαλιά να θυμάμαι, αλλά χιλιάδες άλλες…
Φύγαμε με ένα ταξί. Θυμάμαι ότι όχι μόνο δε μιλούσαμε αλλά σχεδόν δεν κουνιόμαστε. Ο μπαμπάς το έπαιζε άνετος κι η μαμά ήταν τόσο «αλλού», λες και είχε μόλις συμβεί η σύγκρουση γης και αστεροειδούς, αυτής που είχε ως συνέπεια την εξαφάνιση των δεινοσαύρων. Η αδελφή μου κρατούσε το χέρι μου. Κοιτάζαμε τους δρόμους κι ήταν σαν να παίζαμε σε ταινία κι έπρεπε να είμαστε «μέσα» στο ρόλο: σοβαροί, ελαφρώς θλιμμένοι, απόμακροι, σαν παιδιά που στήνουμε και κατευθύνουμε τα ανθρωπάκια μας. Κι είναι λογικό που ήταν έτσι. Η καρδιά κι η σκέψη είχαν ξεμείνει πίσω, ενώ το σώμα είχε αρπαχτεί από το μηχανοκίνητο όχημα και έτρεχε προς τα μπρος. Τα μαραμένα τσουβάλια που ήμαστε εκείνη τη στιγμή θα έπρεπε να αγωνιστούμε πολύ για να ξαναβρούμε τον εσωτερικό μας κόσμο και να φουσκώσουμε ξανά ζωή.
Χρειάζεται αέρας για να φουσκώσεις ζωή. Να φυσάει γλυκά, καθαρός, υγιεινός, να ΄ρθεις να του αφεθείς, να του ανοίξεις, να τεντωθείς και ν’ αρμενίσεις. Ούριος άνεμος, τέτοιος που οδηγεί τα καραβάκια. Τέτοιον δεν συναντήσαμε ακόμη, παρότι πολλές ήταν οι φορές που νιώσαμε τον ασκό του Αιόλου να ανοίγει και να μας παρασέρνει.
Περάσαμε στην Τουρκία και χάρη στις διασυνδέσεις του πατέρα δεν καθυστερήσαμε παρά λίγες μέρες. Τελικά μετά από δυο μέρες διαμονή στο Μπόντρουμ ετοιμαστήκαμε για το πέρασμα στην Ευρώπη.
Το δικό μας πέρασμα έγινε χωρίς απρόοπτα ή κινδύνους. Αγωνία, ναι, φόβος ναι, στριμωξίδι και κρύο μπόλικο. Όμως, έχω ακούσει τόσες και τόσες δυσκολίες που αντιμετώπισαν άλλοι, που ντρέπομαι για τη δική μας καλοτυχία. Κρατιόμαστε με την αδελφή μου, σφιγγόμαστε ο ένας πάνω στον άλλον τις ώρες του ταξιδιού. Μιλούσαμε; Δε θυμάμαι. Ο Ποσειδώνας ήταν στοργικός ή είχε ήδη χορτάσει το μένος του τη νύχτα εκείνη που περάσαμε εμείς. Ούτε κατάπινε γυναίκες, άντρακλες ή μωρά, ούτε μάνιαζε τα κύματα, ούτε φυσομανούσε. Μπορώ όμως να αναφέρω το φεγγάρι. Όχι ολοστρόγγυλο μα φωτεινό όπως σπάνια, χάραζε μια φωτεινή λεωφόρο στο νερό, νάρκωνε το βλέμμα και έφερνε στην ψυχή μια γιορτινή διάθεση. Σειρήνα κανονική… με ξεγέλασε κι όλο το λάθος ήταν δικό μου; Αναρωτιέμαι, ακόμη. Κυλήσαμε στο εαρινό φως της σελήνης και βγήκαμε σε μια χαβούζα.
Χαβούζα, λέω το Κέντρο. Χαβούζα γεμάτη μπόχα, βρώμα, λάσπη και θόρυβο. Όλα αυτά μαζί σου επιτίθενται σαν κάμπιες. Κολλάνε πάνω σου, μπαίνουν μέσα σου από αυτιά και μύτες και κατακτούν και τα σωθικά σου. Τούτος είναι ένας άλλος πόλεμος, για τον οποίο ούτε είχες ακούσει ούτε μπορούσες να φανταστείς. Οι κάμπιες αυτές σου ρουφάνε τις αναμνήσεις, σου τρώνε τα έντερα, σου σκεπάζουν τα μάτια με γλοιώδη υγρά, σκορπάνε στον αέρα τα περιττώματά τους που είναι ο εαυτός ο δικός σου, που σε τούτη τη μορφή δε λυπάσαι να σιχαθείς. Αυτό είναι το Κέντρο. Κέντρο Περικύκλωσης κι Εξόντωσης Ηλίθιων αλλά Αισιόδοξων Πολιτών άλλων Χωρών.
Έχω στο Κέντρο τέσσερις μήνες. Έχω περικυκλωθεί αλλά δεν έχω εξοντωθεί ακόμη. Κατά πάσα πιθανότητα έχω καλά γονίδια. Η μητέρα μου με συμβουλεύει να ευχαριστήσω το Θεό που ζω. Εγώ όμως ξέρω πως είναι κάποιες φορές που δε ζω. Δεν της το λέω γιατί έχει αρκετές έγνοιες και στενοχώριες.
Η αδελφή μου είναι πιο προσαρμοστική. Κόλλησε με μια ντουζίνα κορίτσια και γυρίζουν σε όλες τις Οργανώσεις, παίζουν, κάνουν δηλώσεις, αφηγούνται τις ιστορίες τις δικές τους κι όσες θυμούνται, πηγαίνουν σε μαθήματα, φλερτάρουν με αγόρια, δικά μας και ξένα. Την βοηθάνε τα αγγλικά, που μας έχει μάθει ο μπαμπάς, κι ο χαρακτήρας της. Εγώ είμαι άλλος τύπος, αλλόκοτος για κάποιους. Παράδειγμα: Εγώ ακούω τις ιστορίες και τις φυλάω στη σπηλιά μέσα μου, σαν τους σαράντα κλέφτες. Ανοίγω την πόρτα «μπαίνω» και τις φροντίζω. Δε τις μαρτυράω, τις ποτίζω… Κι όλο και πιο πολύ τούτο με ενδιαφέρει. Να μαζεύω τις ιστορίες. Δεν είναι δύσκολο να μαζέψεις ιστορίες εδώ. Βρίσκομαι στην καρδιά, στο πιο «χοτ σποτ», της παραγωγής ιστοριών κάθε είδους: οικογενειακά δράματα, απώλειες και χαμοί προσώπων, μελών σώματος, ελπίδων, ονείρων, φαντασιών, ιστορίες πένθους, ιστορίες συμμοριών και μαφίας, απάνθρωπης απανθρωπιάς και της πιο ανθρώπινης ανθρωπιάς. Πόλεμοι, έρωτες, γιάφκες, κρυψώνες, επιτήδειοι, συμμορίες, φανατικοί, θρήσκοι, άθεοι, απελπισμένοι, ονειροπόλοι, κινούνται, συναντιούνται, συγκρούονται, επιζούν ή δεν επιζούν. Μα οι πλείστοι επιζώντες θέλουν να σε «κεράσουν» την ιστορία τους. Αρκεί να κάτσεις δίπλα τους ή παραδίπλα τους ήρεμα κι αυτοί λαμβάνουν την πρόσκληση και ανταποκρίνονται. Ανακατεύομαι στις ιστορίες και τις ανακατεύω.
Έτσι μάζεψα εγώ τόσα μαργαριτάρια στη σπηλιά μου που μπορώ να τα μοιράζω δέκα χιλιάδες νύχτες και δέκα, που λέει ο λόγος. Μαζεύω – μαζεύω αλλά τέλος δε βρίσκω. Πού πάνε όλες αυτές οι ιστορίες; Ποια είναι η μεγάλη εικόνα που συνθέτουν; Υπάρχει άραγε εικόνα ή είναι το χάος που η κάθε μια μικρή ιστορία επιτείνει; Δεν πρόκειται βλέπεις για παραδοσιακά παραμύθια να παντρεύονται στο τέλος και να ζουν κι αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Όμως, τούτη η σπηλιά με τους τόσους θησαυρούς είναι και σαγηνευτική και κρύα, δηλαδή νεκρή. Με γοητεύει που με τρομάζει και με τρομάζει που με γοητεύει. Με τόσα νήματα, πώς να τα βγάλω πέρα! Μπερδεύομαι όλο και περισσότερο, δεν ξέρω αν θέλω να είμαι άνθρωπος πια ή να γίνω αράχνη, να υφάνω έναν ιστό, πανί, φτερό, πανιά – φτερά, του ανέμου να παραδοθώ…
Ζω, δε ζω; Ειρωνεία… Δεν έχω πεθάνει, ευχαριστώ το Θεό και λέω αλήθεια, μαμά. Αλλά δε ζω. Ελπίζω ότι δε ζω για τούτο το διάστημα… Δηλαδή θα ζήσω. Παρακαλώ το Θεό, μαμά. Να βρεθεί μια γέφυρα να διαβούμε. Θα βρεθεί;
Αν ήμουν χαρταετός δε θα χρειαζόμουν γέφυρες, μόνο αεράκι….
* Ο Νεκτάριος Στελλάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1966 και ζει στην Πάτρα. Είναι δάσκαλος και νηπιαγωγός. Έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στη γλωσσολογία στην Αγγλία και τη διδακτορική του διατριβή στο Πανεπιστήμιο Πατρών, όπου σήμερα είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Επιστημών της Εκπαίδευσης και της Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία. Έχει μια μακροχρόνια δράση στην Παγκόσμια Οργάνωση Προσχολικής Αγωγής (ΟΜΕΡ) στην οποία από το 2013 είναι περιφερειακός αντιπρόεδρος για την Ευρώπη.