More
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 1068x150
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 1068x150
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 1068x150
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_405x150
    patakis_tallek_405x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 405x150
    ΑρχικήΣυνεντεύξειςΕπιστήμονεςΔιονύσης Σιμόπουλος: "Είμαστε όλοι μας αστρόσκονη και κάποια μέρα θα ξαναγυρίσουμε στα...

    Διονύσης Σιμόπουλος: “Είμαστε όλοι μας αστρόσκονη και κάποια μέρα θα ξαναγυρίσουμε στα άστρα”

    Είναι επίτιμος διευθυντής του Ευγενιδείου Πλανηταρίου, βραβευμένος για τη συνεισφορά του στην αστρονομική εκπαίδευση, με σημαντική συγγραφική και δημοσιογραφική δραστηριότητα στον Τύπο, στην τηλεόραση και σε θεάματα πολυμέσων.

    Το #ELNIPLEX έχει την τιμή να φιλοξενεί τον Διονύση Σιμόπουλο!

    #Συνέντευξη στη Μαίρη Μπρμπίλη.

    Κατάγεστε από την Ηλεία, γεννηθήκατε στα Γιάννενα, αλλά μεγαλώσατε στην Πάτρα. Ποιες εικόνες έχετε κρατήσει από τα παιδικά σας χρόνια;

    Η γέννησή μας (με τη δίδυμη αδελφή μου Ιφιγένεια) στα Γιάννενα έγινε, επειδή την εποχή εκείνη ο πατέρας μου υπηρετούσε ως δασικός στο Μέτσοβο, αλλά δεν μείναμε πολύ εκεί. Εννέα μήνες μετά φύγαμε για την Πάτρα απ’ όπου καταγόταν η μητέρα μου. Ο πατέρας μου καταγόταν από ένα μικρό χωριό κοντά στην Ολυμπία, τον Γρύλλο, όπου ακόμα και σήμερα περνάμε οικογενειακώς μερικές ημέρες το Πάσχα και το καλοκαίρι. Στην Πάτρα μείναμε 3-4 χρόνια, οπότε ο πατέρας μετατέθηκε στην Κυπαρισσία όπου παρακολούθησα τις δύο πρώτες τάξεις του Δημοτικού, κι αμέσως μετά γυρίσαμε πάλι στην Πάτρα απ’ όπου τελικά έφυγα για την Αμερική στα 19 μου χρόνια. Όπως καταλαβαίνετε, λοιπόν, όλες αυτές οι μετακινήσεις μού έδωσαν την ευκαιρία να έχω πολλές και ενδιαφέρουσες εμπειρίες «ων ουκ έστιν αριθμός»!

    Θα ξεχώριζα πάντως την ανάμνηση ενός κόκκινου χειροποίητου ξύλινου τρίτροχου με το οποίο κυκλοφορούσα στην Πάτρα (πριν φύγουμε για την Κυπαρισσία) και το οποίο μου είχαν πάρει οι γονείς και η θεία μου παρ’ όλες τις στερήσεις της εποχής εκείνης αμέσως μετά τη Γερμανική Κατοχή. Δυστυχώς μόνο εγώ και η ξαδέλφη μου η Ελένη θυμόμαστε πλέον την ύπαρξή του που για μένα έχει γίνει κάτι σαν το «Rosebud» στο «Πολίτης Κέιν»!

    Θυμάμαι επίσης δύο πανέμορφα αρχοντικά που βρίσκονταν απέναντί μας, πνιγμένα κυριολεκτικά στο γιασεμί και στις αναρριχώμενες κατάλευκες τριανταφυλλιές, όταν η Πάτρα μοσχομύριζε ακόμη από το αγιόκλημα και το γιασεμί. Από την Κυπαρισσία έχω κρατήσει με αγάπη στη μνήμη μου τις πορτοκαλιές στον κήπο μας με τα καχεκτικά τους πορτοκάλια που όπως μου λέει ακόμα και σήμερα μια παιδική μου φίλη ήταν τα καλύτερα πορτοκάλια που έχει φάει στη ζωή της! Από τον Γρύλλο θυμάμαι τους ανοιχτούς φούρνους που δυστυχώς οι νοικοκυρές δεν τους ανάβουν πια για να ευωδιάσει η περιοχή από τα καμένα ξύλα των λιόδεντρων. Κι όταν, στη χάση και στη φέξη, τους ανάψουν καμιά φορά για χάρη κάποιου «πρωτευουσιάνου», το κάνουν για να ψήσουν ένα ταψί με κρέας κι όχι τα αξέχαστα εκείνα φρεσκο-ζυμωμένα καρβέλια και την απαραίτητη κουλούρα. Υπάρχουν, φυσικά, και δεκάδες ακόμα θύμισες που θα απαιτούσαν κυριολεκτικά ένα ολόκληρο βιβλίο για να τις περιγράψω.

    Πώς ήταν ο Διονύσης Σιμόπουλος ως παιδί;

    Όπως και κάθε παιδί της γενιάς μου. Λίγο άτακτος, αλλά σεβαστικός. Μάλιστα θυμάμαι ένα περιστατικό που διηγούνταν αργότερα η θεία μου, με την οποία διέμενα μερικούς μήνες πριν επιστρέψουν και οι γονείς μου στην Πάτρα, όταν είχε πάει στο σχολείο (το 3ο Δημοτικό της Πάτρας) για να ρωτήσει πώς τα πάω και ο διευθυντής του σχολείου, ο αείμνηστος Αθανάσιος Μπακρόζης, της είπε ότι ήμουν «υπόδειγμα υπάκουου, καλού και επιμελούς μαθητή». Η θεία μου, που με γνώριζε από πρώτο χέρι (γέλια), τον κοίταξε παραξενεμένη και τον ρώτησε: «Κύριε Μπακρόζη, είσαστε βέβαιος ότι μιλάμε για το ίδιο παιδί, γιατί στο σπίτι δεν είναι και τόσο υπάκουος;»!!! (γέλια). Οπότε και ο αείμνηστος δάσκαλός μου της εξήγησε ότι κάπου πρέπει να ξεσπάνε και τα παιδιά κι αυτό είναι καλύτερο να γίνεται στο σπίτι κι όχι εκτός αυτού.

    Τα σχολικά σας χρόνια πώς ήταν;

    Κοιτάξτε, δεν λέω, και στο Δημοτικό και στο εξατάξιο τότε Γυμνάσιο ήμουν αυτό που θα λέγαμε «καλός μαθητής», αλλά όχι και αετός. Αυτό άλλωστε αποδείχτηκε και στις εισαγωγικές εξετάσεις στη Σχολή Μηχανικών Αεροπορίας, τη ΣΜΑ, που είχα δώσει το 1961 και στην οποία συμμετείχαμε κάθε χρόνο 650 περίπου παιδιά, αλλά εισάγονταν μόνο 14, κυριολεκτικά οι αετοί απ’ όλη τη χώρα.

    Για παράδειγμα ένας συμμαθητής μου στο 3ο Πρακτικό Γυμνάσιο της Πάτρας, παρόλο που κι αυτός απέτυχε την πρώτη χρονιά, εντούτοις ήταν ένας από τους 14 της επόμενης χρονιάς, όταν εγώ προετοιμαζόμουν ήδη να φύγω για την Αμερική. Γιατί εκείνος ήταν όντως αετός!

    Υπήρξαν δάσκαλοι που πίστεψαν στο μυαλό και τις δυνατότητές σας;

    Στο Δημοτικό θα ξεχώριζα όπως είπα τον διευθυντή μας ο οποίος πραγματικά ήταν ξεχωριστός από πολλές απόψεις. Έχω ακόμη γράμματά του που μου έστειλε όταν ήμουν στην Αμερική.

    Στο Γυμνάσιο, όπως σας είπα, ήμουν μεν καλός μαθητής, αλλά όχι και αετός. Παρ’ όλα αυτά πρέπει να ξεχωρίσω πράγματι έναν από τους καθηγητές μας που μας έκανε φροντιστήριο στη Φυσική, τον Γιώργο Πέρπερα, και του οποίου η διδασκαλία ήταν ουσιαστική στο να μου δημιουργήσει την αγάπη που έχω όλα αυτά τα χρόνια για τη Φυσική και γενικότερα για την επιστήμη. Χαίρομαι δε ιδιαίτερα όταν τον βλέπω πρώτο και καλύτερο στις ομιλίες που κατά καιρούς κάνω στην Πάτρα κι έτσι μου δίνεται η ευκαιρία να τον συναντώ αρκετά συχνά ακόμα και σήμερα. Παραμένει το ίδιο αειθαλής με διαυγέστατο μυαλό όπως και τότε!

    Αλλά και στο Πανεπιστήμιο είχα την τύχη να έχω σύμβουλο-καθηγητή έναν φωτισμένο άνθρωπο, τον Ray Grenchick, ο οποίος, λόγω του Πλανηταρίου, μου οργάνωσε ένα πρωτοποριακό και διεπιστημονικό για την εποχή του πρόγραμμα σπουδών που συνδύαζε την αστροφυσική, τη διοίκηση οργανισμών και την επικοινωνία, αυτό που σήμερα αποκαλούμε εκλαΐκευση ή διάχυση της επιστήμης.

    Αλλά κυρίως ήταν αυτός που με παρακίνησε να επιστρέψω στην Ελλάδα, όταν μου έγινε η πρόταση να αναλάβω σε ηλικία 29 ετών τη διεύθυνση του Ευγενιδείου Πλανηταρίου. Όπως μου είπε τότε o αείμνηστος καθηγητής μου: «Αφού έχεις ήδη διαλέξει τον δρόμο της εκλαΐκευσης, η περαιτέρω παραμονή σου εδώ δεν πρόκειται να σου προσφέρει κάτι περισσότερο, ενώ αντίθετα σου δίνεται η ευκαιρία να επιστρέψεις στη χώρα σου τώρα και με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους. Οπότε τι περιμένεις;». Εκ των υστέρων πρέπει να παραδεχτώ ότι μάλλον ο Ray με οδήγησε όλα εκείνα τα χρόνια προς τον σωστό δρόμο, και σχετικά με τη συμβουλή του να επιστρέψω αλλά και στη διάρκεια των σπουδών μου!

    Έχετε δηλώσει σε συνεντεύξεις σας ότι μικρός διαβάζατε πολύ. Τι σας άρεσε να διαβάζετε;

    Πράγματι, επειδή τα βιβλία τότε ήταν αρκετά ακριβά, συνήθιζα να παίρνω στα χέρια μου σε καθημερινή βάση τυχαία κάποιον τόμο μιας εγκυκλοπαίδειας που είχαμε στο σπίτι, να τον ανοίγω και πάλι τυχαία και να αρχίζω το διάβασμα. Οπότε δεν είχα κάποια ιδιαίτερη προτίμηση.

    Η πρώτη μου όμως πραγματική επαφή με το βιβλίο έγινε σ’ ένα ημιυπόγειο, στο πάνω μέρος της πλατείας Όλγας. Σ’ εκείνο τον μικροσκοπικό χώρο στεγαζόταν η Αμερικανική Βιβλιοθήκη της Πάτρας που περιλάμβανε μια αρκετά εκτεταμένη συλλογή βιβλίων και περιοδικών μεταξύ των οποίων και το περιοδικό Collier’s.

    Το συγκεκριμένο μάλιστα περιοδικό, που δυστυχώς χρεοκόπησε γύρω στο 1957, περιείχε και ορισμένα εξαιρετικά εκλαϊκευμένα άρθρα των τελευταίων επιστημονικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων όπως επίσης και μερικά από τα καλύτερα διηγήματα των πιο γνωστών συγγραφέων της αμερικανικής λογοτεχνίας, μεταξύ των οποίων θυμάμαι ότι μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση ο Kurt Vonnegut.

    Υπάρχει κάποιο βιβλίο που έχετε αγαπήσει πολύ και θα το προτείνατε σε ένα παιδί;

    Λόγω του προσκοπικού μου ονόματος, για τα παιδιά θα ήθελα να συστήσω θερμότατα «Το Βιβλίο της Ζούγκλας» του Ρούντιαρντ Κίπλινγκ και πέντε από τα πιο αγαπημένα μου βιβλία της Πηνελόπης Δέλτα («Παραμύθι χωρίς όνομα», «Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου», «Στα μυστικά του βάλτου», «Τρελαντώνης» και «Μάγκας»), ενώ απ’ αυτά που γνώρισα πολύ αργότερα, όταν έκανα κι εγώ τα δικά μου παιδιά, ξεχώρισα και θα συνιστούσα ανεπιφύλαχτα «Το καπλάνι της βιτρίνας» της Άλκης Ζέη. Στην περίοδο της εφηβείας μου τα βιβλία που αγάπησα και τα οποία δανειζόμουν από την Αμερικανική Βιβλιοθήκη της Πάτρας, η οποία είχε ό,τι βιβλίο μπορεί να φανταστεί κανείς, ήταν το «Gone with the Wind» της Margaret Mitchell, το «The Catcher in the Rye» του J. D. Salinger, αλλά και τα πιο πρόσφατα (για τότε) «Advice and Consent» του Allen Drury και το «To Kill a Mockingbird» της Harper Lee. Βιβλία που είναι μάλλον για μεγάλους ή έστω για εφήβους αλλά μάλλον όχι για παιδιά. Αλλά και στα ελληνικά ήμουν από τότε λάτρης δύο κυρίως βιβλίων για μεγάλους του Νίκου Καζαντζάκη, του «Salvatores Dei» ή «Ασκητική» και του «Αναφορά στον Γκρέκο», που είχε μόλις τότε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά και το οποίο αγόρασα με το χαρτζιλίκι μου αρκετών μηνών και το διάβαζα κρυφά! Αλλά και η ποίηση έχει σημαδέψει από την εφηβεία μου τα βήματά μου πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη. Τα ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη και του Κώστα Ουράνη είναι αναμφίβολα από τα αγαπημένα μου, όπως και το «Εάν» του Κίπλινγκ.

    Κάτω από αντίξοες συνθήκες φύγατε για σπουδές στην Αμερική όπου και είχατε μια λαμπρή πορεία. Πώς πήρατε αυτή την απόφαση;

    Απλούστατα δεν είχα άλλη επιλογή! Όταν το 1961 έδωσα εξετάσεις, πέτυχα στο Φυσικό, αλλά δεν υπήρχε η δυνατότητα να γραφτώ λόγω της οικονομικής μας κατάστασης αφού τότε οι σχολές ήταν με πληρωμή και για τα δίδακτρα αλλά και για τα βιβλία.

    Η Μεγάλη Φυσική του Αλεξόπουλου για παράδειγμα την εποχή εκείνη έκανε μια ολόκληρη σύνταξη του πατέρα μου! Έτσι έδωσα στη ΣΜΑ, που ήταν δωρεάν, αλλά κόπηκα στο τελευταίο μάθημα, που ήταν η τριγωνομετρία. Αν πετύχαινα, φυσικά, στη ΣΜΑ η ζωή μου θα ήταν διαφορετική. Αντίθετα στην Αμερική δούλευα, ενώ παράλληλα σπούδαζα, κάτι που δεν θα μπορούσα να κάνω στην Ελλάδα του ’60, που όλος ο κόσμος έφευγε για να βρει μια έστω δουλίτσα στη Γερμανία, στο Βέλγιο, στην Αυστραλία ή στον Καναδά.

    Η Αμερική όμως μου άνοιξε την πόρτα σε δρόμους που θα ήταν σχεδόν αδύνατον να περπατήσω αν είχα παραμείνει εδώ, αν κι αυτό όπως σας είπα έγινε από οικονομική ανάγκη. Και πράγματι παρ’ όλες τις κακουχίες, δεν το έχω μετανιώσει, αν χρειαζόταν πάλι το ίδιο θα επέλεγα.

    Η ιδέα να κάνετε παρουσιάσεις για το διάστημα σε σχολεία το 1968 πώς προέκυψε;

    Τελείως τυχαία. Όλα αυτά ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 1967, όταν άρχισα να εργάζομαι ως επιμελητής στο νεόκτιστο μεγάλο Πλανητάριο του Κέντρου Τεχνών και Επιστημών της Λουιζιάνα που ήταν τότε ένα από τα δέκα μεγαλύτερα Πλανητάρια της Αμερικής. Η επαγγελματική μου αυτή ενασχόληση με τις παρουσιάσεις στα σχολεία για το διάστημα και την αστρονομία δεν χρειάστηκε και μεγάλη προσπάθεια αφού και ο σύμβουλος-καθηγητής μου στο Πανεπιστήμιο ήταν υπεύθυνος των διάφορων εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων του τμήματος, αλλά και η δική μου προηγούμενη θητεία στην επικοινωνία και στην Πανεπιστημιακή Ομάδα Debate συνδύαζε πλήρως τα νέα μου ενδιαφέροντα, που έκτοτε με συνοδεύουν σ’ όλον αυτόν τον μισό αιώνα της επαγγελματικής μου ζωής. Μην ξεχνάτε ότι βρισκόμασταν τότε στη δεκαετία του 1960 και στη μέση μιας διαστημικής δραστηριότητας που υποστηρίζονταν με πολλαπλούς τρόπους από τα διάφορα κέντρα ερευνών της NASA. Ιδιαίτερα στην περίπτωση του δικού μας Πανεπιστημίου που βρίσκονταν πολύ κοντά γεωγραφικά στο Κέντρο που διηύθυνε ο Βέρνερ φον Μπράουν, είχαμε πρόσβαση σε ταινίες και διαφάνειες σε μεγάλη ποικιλία και ποσότητα. Οπότε οι εκπαιδευτικές δραστηριότητες και η διάχυση της επιστήμης υποστηρίζονταν πάρα πολύ με αποτέλεσμα η διάχυση και εκλαΐκευση των αστροφυσικών και διαστημικών ερευνών να αποτελέσει εξαρχής την κύρια επιλογή μου.

    Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο το βιβλίο σας «Πες μας, παππού… Πώς πήγαμε στο φεγγάρι». Μιλήστε μας γι’ αυτό το πολυτροπικό βιβλίο γνώσεων για παιδιά. 

    Είναι το πρώτο βιβλίο μιας σειράς παιδικών αναγνωσμάτων για την αστρονομία και το διάστημα που μου ζητούσαν πάρα πολλοί να γράψω εδώ και καιρό, αλλά το ανέβαλλα συνεχώς μέχρις ότου με κατάφεραν να το αρχίσω οι πέντε εγγονές μου!

    Μέχρι τότε τους έλεγα τις ιστορίες μου προφορικά. Κι επειδή φαίνεται ότι τους άρεσαν πολύ, μου ζητούσαν να τους τις διηγηθώ ξανά και ξανά. Γι’ αυτό σκέφτηκα ότι ίσως αυτές μου οι ιστορίες να αρέσουν και σε άλλα παιδιά. Κι έτσι ξεκίνησα να τις γράφω τις ιστορίες, διαλέγοντας πρώτη απ’ όλες μια ιστορία που στο μεγαλύτερο μέρος της το έζησα κι εγώ προσωπικά, γιατί ήμουν κι εγώ εκεί όπου οι αστροναύτες εκπαιδεύτηκαν και προετοιμάστηκαν για να πάνε να  περπατήσουν πάνω σε έναν άλλο κόσμο. Ελπίζω ότι σύντομα θα συνεχίσουμε και με άλλους τίτλους. Πιστέψτε με, δεν είναι εύκολο να γράφεις για μικρά παιδιά, αλλά ήμουν τυχερός, γιατί σε όλα αυτά τα βιβλία είχα την άμεση συμπαράσταση και βοήθεια δύο χαρισματικών συνεργατών μου με την έγχρωμη εικονογράφηση της Ουρανίας Λυμπεροπούλου, την παιδαγωγική επιμέλεια της Μαρίας Γονιδάκη και τη συμπαράσταση ολόκληρης της εκδοτικής ομάδας του ΜΕΤΑΙΧΜΙΟΥ. Χωρίς τη δική τους συμβολή και παρέμβαση το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να είναι το ίδιο.

    Τελικά είμαστε αστρόσκονη;

    Μα φυσικά, γιατί είμαστε όλοι μας παιδιά του Σύμπαντος που αποτελούμαστε από χημικά στοιχεία τα οποία γεννήθηκαν στους πυρήνες των άστρων και στις θεαματικές αστρικές εκρήξεις των σουπερνόβα που δημιούργησαν και τα ανώτερα χημικά στοιχεία πάνω από τον σίδηρο. Κι αν θέλετε κατά κάποιον τρόπο να ακουμπήσετε, να ψηλαφίσετε, να πιάσετε στα χέρια σας το εσωτερικό ενός άστρου, δεν χρειάζεται να πάτε στον Ήλιο ή σε κάποιο άλλο άστρο. Αρκεί να χαϊδέψετε το πρόσωπό σας, κάποιο αντικείμενο δίπλα σας, ένα αγαπημένο σας πρόσωπο, να φάτε ένα σταφύλι ή ένα φρούτο.

    Όλα αυτά αποτελούνται από χημικά στοιχεία, τα οποία γεννήθηκαν στο εσωτερικό των άστρων. Ο Ήλιος μας, η Γη μας και τα πάντα πάνω της δημιουργήθηκαν από αστροϋλικά που εκτοξεύθηκαν πριν από δισεκατομμύρια χρόνια από κάποια καταστρεφόμενη αστρική έκρηξη σουπερνόβα. Ο θάνατος δηλαδή των άστρων είναι ταυτόχρονα ένα τέλος και μια αρχή. Γιατί χωρίς τα χημικά στοιχεία που γεννήθηκαν στο εσωτερικό των άστρων και τα οποία απελευθερώνονται τη στιγμή των αστρικών εκρήξεων δεν θα υπήρχαν πλανήτες και δορυφόροι, σύννεφα και βράχια ή άνθρωποι και ζώα, αφού όλα αυτά είναι φτιαγμένα από τα υλικά που γεννήθηκαν στην κόλαση των αστρικών θανάτων.

     Είμαστε, δηλαδή, όλοι μας αστρόσκονη και κάποια μέρα θα ξαναγυρίσουμε στα άστρα. Κάποια μέρα θα υπάρξουν κι άλλοι κόσμοι, γεμάτοι με άλλα όντα, αστράνθρωποι σαν εμάς, που θα γεννηθούν από τις στάχτες ενός κάποιου άλλου πεθαμένου άστρου. Ενός άστρου που σήμερα το λέμε Ήλιο.

    Το Ευγενίδειο Πλανητάριο αποτελεί ένα παγκόσμιας κλάσεως κέντρο διάχυσης  επιστημονικών γνώσεων. Στα χρόνια μάλιστα της λειτουργίας του έχει υποδεχτεί πάνω από 10.000.000 θεατές! Το έχω επισκεφτεί και με τους μαθητές μου και εντυπωσιαστήκαμε, μικροί και μεγάλοι! Ποια είναι τα στοιχεία που οδήγησαν στην πραγματικά αξιόλογη πορεία του στον τομέα της «ψυχαγωγικής επιμόρφωσης» εκτός φυσικά από την αυτονόητη τεχνογνωσία που μεταφέρατε από την εντεκάχρονη θητεία σας ως διευθυντής σε ένα από τα μεγαλύτερα πλανητάρια της Αμερικής;

    Το έργο που πετύχαμε στο Πλανητάριο, οι συνεργάτες μου κι εγώ, δεν περιορίζονται στα 10 εκατομμύρια επισκέπτες, που αναφέρατε. Αυτοί είναι όντως οι άμεσοι επισκέπτες μας, ενώ έμμεσα από τις τηλεοπτικές μας δραστηριότητες, τα βιβλία, τα άρθρα και τις συνεντεύξεις (καλή ώρα) πρέπει να ενημερώθηκαν πολύ περισσότεροι.

    Συνηθίζω μάλιστα να χωρίζω τη διαδρομή μας αυτή στο Πλανητάριο σε τέσσερις περιόδους: Στην πρώτη μας δεκαετία δώσαμε έμφαση στη βελτίωση των τεχνολογικών μας δυνατοτήτων. Το Πλανητάριο απέκτησε αυτοματισμούς, μεγαλύτερη οπτικοακουστική δύναμη και εκατοντάδες διαφορετικά οπτικά εφέ, για να γίνουν οι παραστάσεις μας πιο θεαματικές. Στη δεύτερη δεκαετία του 1980 δημιουργήσαμε σειρές 500 συνολικά εκπομπών για τη δημόσια τηλεόραση με θέμα την επιστήμη και στόχο τη «μαζική ψυχαγωγική επιμόρφωση», ενώ από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, προσπαθήσαμε να κάνουμε μια πιο ουσιαστική παρέμβαση στην κοινωνία με εκατοντάδες άρθρα σε εφημερίδες (Ελευθεροτυπία, Έθνος κ.λπ.) και σε περιοδικά (Γεόραμα, Γεωτρόπιο, Ερευνητές κ.λπ.), που σαν στόχο είχαν τη διάχυση της επιστήμης ευρύτερα. Τέλος μετά το 2003, στο καινούργιο Ψηφιακό Πλανητάριο και χάρη στις δυνατότητες που μας παρέχουν οι νέες τεχνολογίες, οι παραστάσεις μας απογειώθηκαν. Μπορούσαμε επιτέλους να δείξουμε πράγματα που παλαιότερα ούτε καν φανταζόμασταν ότι θα μπορούσαμε κάποτε να τα παρουσιάσουμε επεκτείνοντας έτσι τις δυνατότητες παρέμβασής μας στο κοινωνικό γίγνεσθαι, αφού οποιαδήποτε αστρονομική έννοια είναι πλέον δυνατό να παρουσιαστεί με εύκολο και κατανοητό τρόπο στο ευρύ κοινό.

    Και αυτή η πρωτοπορία συνεχίζεται και μέχρι σήμερα γιατί το Ίδρυμα Ευγενίδου συνεχίζει να είναι ένας πόλος ακαταμάχητης έλξης λόγω της συνεχούς ανανέωσης των εγκαταστάσεων αλλά και των δραστηριοτήτων του που το κάνουν να παραμένει πάντα φρέσκο και νεανικό.

    Συνεχώς επενδύονται χρήματα και για τον εξοπλισμό και για τις διάφορες δραστηριότητές μας, από ιδίους πόρους, χωρίς ούτε ένα ευρώ επιδότησης από την Πολιτεία. Μ’ αυτόν τον τρόπο το Ίδρυμα συνεχίζει να έχει μια τέτοια δράση, ώστε κάθε χρόνο να έχουμε πάνω από 300.000 επισκέπτες στις διάφορες δραστηριότητές μας. Γι’ αυτό πιστεύω ότι και στο μέλλον το Ίδρυμα θα συνεχίσει να εμπνέει και να καινοτομεί, αντλώντας παράλληλα ό,τι καλύτερο μπορεί να προσφέρει ο κόσμος της «ψυχαγωγικής επιμόρφωσης».

    Εκτός από κάποιες αναφορές στα σχολικά βιβλία και μεμονωμένες αξιόλογες δράσεις εκπαιδευτικών, η αστρονομία δεν έχει βρει τη θέση της στο ελληνικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα σπουδών. Ας υποθέσουμε ότι σας ζητούσαν να επιχειρηματολογήσετε υπέρ της ένταξης της Αστρονομίας στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Τι θα λέγατε;

    Δεν θα το έκανα για την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, αλλά θα το υποστήριζα με όλα τα μέσα για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Ξέρετε δεν θα με ενοχλούσε καθόλου η ένταξη ή όχι της αστρονομίας από τις εγκύκλιες σπουδές της επίσημης εκπαίδευσης, εφόσον η όποια «μεταρρύθμιση» κατόρθωνε να μάθει στους μαθητές «πώς να σκέφτονται»!

    Ούτε θεωρώ ότι είναι αναγκαστικά απαραίτητο ένα ξεχωριστό μάθημα Αστρονομίας, αλλά ένα μάθημα βασικών τουλάχιστον γνώσεων φυσικών επιστημών (αστρονομίας και γεωφυσικής-γεωλογίας) που θα έπρεπε οπωσδήποτε να περιλαμβάνεται στα μαθήματα της Α’ Λυκείου, ενώ η διδασκαλία του θα πρέπει να γίνεται με έναν τρόπο εποπτικό και εν πολλοίς από τους ίδιους τους μαθητές κάτω από την εποπτεία του καθηγητή.

    Αγαπάτε την ποίηση. Υπάρχει κάποιο ποίημα το οποίο για εσάς να αποδίδει τη μαγεία του σύμπαντος;

    Όπως σας είπα αγαπώ ιδιαίτερα την ποίηση του Καβάφη. Πολλά από τα ποιήματά του, όσο παράξενο κι αν φαίνεται, μιλάνε όντως για το Σύμπαν και τη σύνδεση του ανθρώπου μ’ αυτό. Απλώς πρέπει κάποιος να μπορεί να διαβάζει τις ιδέες του ποιητή ανάμεσα στις γραμμές των στίχων του. Πάρτε για παράδειγμα τα ποιήματά του για την «Ιθάκη» ή την «Πόλη» τα οποία σε πρώτη ανάγνωση φαίνονται τελείως άσχετα. Κι όμως δεν είναι. Παρ’ όλα αυτά προσωπικά θεωρώ ως το πλέον αντιπροσωπευτικό του σχετικά με την ύπαρξη εξωγήινων πολιτισμών και κάπου αλλού στο Σύμπαν το ποίημά του για τους «Βαρβάρους»!

    «…γιατί ενύχτωσε κι οι βάρβαροι δεν ήλθαν…

    και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

    Και τώρα τι θα γενούμε χωρίς βαρβάρους

    Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.»

    Μπορούμε να καταλάβουμε πώς νιώσατε ως έφηβος το 1960 όταν κοιτάξατε για πρώτη φορά την επιφάνεια της Σελήνης μέσα από εκείνο το μικρό δανεικό  τηλεσκόπιο στις πλαγιές του Παρνασσού. Πώς νιώθετε και τι σκέψεις κάνετε σήμερα όταν κοιτάτε τον έναστρο ουρανό εν μέσω πανδημίας;

    Ακόμα και στη διάρκεια της πανδημίας δεν μας εμπόδισε τίποτα να κοιτάζουμε τον ουρανό. Γι’ αυτό κι εγώ προσωπικά δεν έπαψα ποτέ να έχω στραμμένο το κεφάλι μου ψηλά και να κοιτάζω όλες αυτές τις εβδομάδες τον ουρανό, τα άστρα και τους πλανήτες με την ίδια αισιοδοξία όπως και πριν.

    Γιατί το να κοιτάζεις ψηλά είναι πρωταρχικά θέμα προσωπικής αντίληψης και επιλογής. Παρ’ όλα αυτά πρέπει να ομολογήσω ότι μου έλειψε όντως η άμεση επικοινωνία με τα παιδιά και τα εγγόνια μου, αλλά και με τους κοντινούς μου φίλους γιατί το τηλέφωνο και το skype δεν μπορούν ούτε θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν την άμεση επικοινωνία. Το ίδιο μου έλειψε και μια ολόκληρη σειρά προγραμματισμένων ομιλιών μου στην Αθήνα και σ’ ολόκληρη τη χώρα που αναγκάστηκα να ματαιώσω. Αλλά, καλά να είμαστε και όλα αυτά θα έχουμε χρόνο να τα ζήσουμε και πάλι.

    Έχετε πει, μεταφέροντας την άποψη του Ρώσου πρωτοπόρου του Διαστήματος Κωνσταντίν Τσιολκόβσκυ, ότι «Η Γη είναι πράγματι η κοιτίδα της ανθρωπότητας, αλλά δεν μπορεί να ζει κανείς στην κούνια του για πάντα». Ποιο πιστεύετε ότι είναι το μέλλον της ανθρωπότητας στο διάστημα;

    Οι «προφητείες» από οποιονδήποτε κι αν προέρχονται είναι σήμερα παρακινδυνευμένες, γιατί πιστεύω ότι οποιαδήποτε προσπάθεια μακροχρόνιας πρόβλεψης είναι καταδικασμένη να αποτύχει, αν και μπορούμε να κάνουμε βραχυχρόνιες προβλέψεις, όπως για παράδειγμα για την επιστροφή του ανθρώπου στη Σελήνη. Γιατί σήμερα έχει αρχίσει να διαμορφώνεται ένα άλλο είδος ανταγωνισμού με διάφορες χώρες, αλλά επίσης και με διάφορους ιδιωτικούς διαστημικούς φορείς. Πάρτε, για παράδειγμα, την πρόσφατη πτήση του διαστημόπλοιου Crew Dragon με το οποίο δύο Αμερικανοί αστροναύτες, φορώντας μια νέου τύπου διαστημική στολή, έκαναν το ταξίδι τους προς τον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό (ISS) επιβαίνοντες στο διαστημόπλοιο της Space X του Elon Musk που εκτοξεύτηκε με τον πύραυλο Falcon 9 της ίδιας εταιρείας.

    Σήμερα μάλιστα υπάρχουν τρία διαστημόπλοια των οποίων η ανάπτυξη χρηματοδοτείται από τη NASA. (1) Tο Orion της Lockheed Martin το οποίο από το 2006 μέχρι σήμερα έχει λάβει από τη NASA 21,5 δις. δολάρια (αξία 2020) και του οποίου η πρώτη επανδρωμένη πτήση υπολογίζεται ότι θα γίνει το 2023, (2) το Dragon, της Space X του Elon Musk, με συμβόλαια ανάπτυξης 3,14 δις. δολάρια από τη NASA, και (3) το CST-100 Starliner της Boeing με συμβόλαια 4,8 δις. δολαρίων της NASA. Υπάρχει φυσικά και ο Jeff Bezos της Amazon ο οποίος σε συνεργασία με τη Lockheed Martin και τη Northrop Grumman ετοιμάζει το Blue Moon το οποίο υπολογίζει να είναι έτοιμο για ταξίδια στο φεγγάρι το 2024.

    Φαίνεται, όμως, ότι η Αμερική αυτή τη φορά δεν θα είναι μόνη της στα επανδρωμένα ταξίδια στη Σελήνη. Η Ρωσία έχει ήδη ανακοινώσει ότι μέχρι το 2030 σκοπεύει να εγκαταστήσει μια ανθρώπινη αποικία στη Σελήνη με αρχικό πληθυσμό 4 έως 12 ατόμων, το ίδιο και η Ιαπωνία σχεδιάζει επανδρωμένες αποστολές μέχρι το 2030, ενώ και η Κίνα προτίθεται να κάνει το ίδιο μέχρι το 2036.

    Το ίδιο θα κάνει και η Ευρώπη, αφού ο γενικός διευθυντής του Ευρωπαϊκού Διαστημικού Οργανισμού έχει ήδη ανακοινώσει τη δημιουργία ενός Διεθνούς Σεληνιακού Χωριού με τη βοήθεια μεγάλων «κατασκευαστικών-εκτυπωτών» 3D. Όσο όμως κι αν θα το ‘θελα προσωπικά, επανδρωμένα ταξίδια προς τον Άρη δεν βλέπω να υλοποιούνται πριν από το 2070, εκτός κι αν μιλάμε για «μια κι έξω αποστολή αυτοκτονίας». Κι αυτό γιατί ενώ μια αποστολή στη Σελήνη απαιτεί ταξίδι διάρκειας μόλις τριών ημερών, και μια βδομάδα συνολικά για να επιστρέψουν με ασφάλεια πίσω οι αστροναύτες, η αποστολή μέχρι τον πλανήτη Άρη θα απαιτήσει έξι-οκτώ μήνες συνεχούς πτήσης για να φτάσει κι άλλες τόσες η επιστροφή τους, ενώ θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι, σε αντίθεση με την αποστολή στη Σελήνη, θα πρέπει να περιμένουν ώστε ο Άρης να βρεθεί και πάλι πλησίον της Γης. Κατά συνέπεια το ταξίδι τους θα απαιτήσει συνολικά περί τα δύο χρόνια.

    Αν ένα πεφταστέρι έπεφτε αυτή τη στιγμή τι θα ευχόσασταν;

    Όπως καταλαβαίνετε, φυσικά, τέτοιες ευχές βασίζονται απλώς σε λαογραφικές αντιλήψεις του παρελθόντος και δεν έχουν καμιά απολύτως βάση στην πραγματικότητα. Παρ’ όλα αυτά τίποτα δεν μας εμποδίζει από το να κάνουμε κι εμείς ό,τι κάνει, εδώ και χρόνια, ο λαός μας. Και η μόνη ευχή που έχει σήμερα τη μεγαλύτερη αξία είναι μία: υγεία για όλους.

    Μόλις κυκλοφόρησε:

    Πες μας, παππού… Πώς πήγαμε στο φεγγάρι, Μεταίχμιο (2020)

    Μαίρη Μπιρμπίλη
    Μαίρη Μπιρμπίλη
    Νηπιαγωγός Γενικής και Ειδικής Αγωγής. Υπεύθυνη βιβλίου. Γράφει στο elniplex όποτε έχει κάτι καλό να πει. mpirmpili.maria@gmail.com
    RELATED ARTICLES

    Most Popular