ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΟΧΗΣ-ΥΠΕΡΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ (ΔΕΠ-Υ). ΑΙΤΙΑ, ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΕΝΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ ΜΕ ΔΕΠ-Υ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ.
Εισαγωγή
Όλα τα παιδιά, ειδικά τα παιδιά προσχολικής ηλικίας χαρακτηρίζονται από ενεργητικότητα, κινητικότητα και μια έντονη διάθεση «εξερεύνησης» του περιβάλλοντος, καθώς περνούν από τη μια δραστηριότητα στην άλλη και ασχολούνται με καθετί καινούριο.
Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, αναμένουμε να καταστούν πιο οργανωμένα και αυτάρκη, να μπορούν να εκτιμήσουν τις συνέπειες των πράξεών τους και των επιλογών τους, να κατανοούν και να ακολουθούν σύνθετους κοινωνικούς κανόνες καθώς και να μπορούν να αναβάλλουν δραστηριότητες και να μην παρασύρονται από αυτές.
Η τριάδα «απροσεξία, παρορμητικότητα, υπερκινητικότητα», είναι από εκείνα τα προβλήματα συμπεριφοράς που έχουν μελετηθεί περισσότερο, ενώ το επιστημονικό ενδιαφέρον για αυτού του είδους τα προβλήματα υπάρχει εδώ και εκατό τουλάχιστον έτη.
ΔΕΠ-Υ: Ορισμός, περιγραφή και επιδημιολογικά στοιχεία
Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής (ΔΕΠ-Υ) είναι μία από τις συχνότερες νευροβιολογικές διαταραχές της παιδικής ηλικίας, η οποία συνεχίζεται κατά ένα σημαντικό ποσοστό και στην ενήλικη ζωή. Εμφανίζεται στο 5-7 % του μαθητικού πληθυσμού σε αναλογία 3:1 υπέρ των αγοριών.
Τα κύρια χαρακτηριστικά των παιδιών με ΔΕΠ-Υ είναι η εκδήλωση συμπτωμάτων απροσεξίας και/ ή παρορμητικότητας-υπερκινητικότητας, σε βαθμό δυσανάλογο με την ηλικία τους με αποτέλεσμα να εμφανίζουν περιορισμένες ικανότητες για συγκέντρωση της προσοχής τους, αναστολή των παρορμήσεών τους και ρύθμιση της συμπεριφοράς τους σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες.
Τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ είναι συνήθως πολύ ανήσυχα, και δυσκολεύονται να μείνουν για πολλή ώρα στο ίδιο σημείο. Είναι ακατάστατα, αδέξια και συχνά μπορεί να κάνουν ζημιές και να προκαλούν αναστάτωση στο περιβάλλον τους. Όταν οι περιστάσεις απαιτούν να κάνουν οικονομία στις κινήσεις τους, τα παιδιά αυτά αισθάνονται εξαιρετικά άβολα, στριφογυρίζουν στην καρέκλα τους και κινούν νευρικά χέρια και πόδια.
Η ανυπομονησία είναι επίσης ένα άλλο κύριο χαρακτηριστικό των παιδιών με ΔΕΠ-Υ. Τα περισσότερα από αυτά δεν περιμένουν να ακούσουν μέχρι το τέλος τις οδηγίες που τους δίνονται προτού εκτελέσουν μια δραστηριότητα. Συχνά βιάζονται να απαντήσουν προτού ολοκληρωθεί η ερώτηση που τους απευθύνεται. Πολλές φορές επιδιώκουν να προσελκύσουν την προσοχή των άλλων με προκλητικό τρόπο. Φαίνεται επίσης ότι αδιαφορούν για τις συνέπειες της συμπεριφοράς τους και ότι δεν επηρεάζονται από τις προηγούμενες εμπειρίες τους.
Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί αναφέρουν ότι τα παιδιά αυτά δίνουν συχνά την εντύπωση ότι είναι απρόσεκτα και αφηρημένα. Δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν για πολλή ώρα σε μια δραστηριότητα και μεταπηδούν από τη μία ασχολία στην άλλη. Επίσης, επαναλαμβάνουν συχνά τα ίδια λάθη.
Προκειμένου να τεθεί η διάγνωση της ΔΕΠ-Υ, ορίζεται ότι τα συμπτώματα πρέπει να έχουν κάνει τη εμφάνισή τους πριν το 7ο έτος της ηλικίας, να έχουν διάρκεια τουλάχιστον 6 μήνες, να μην αντιστοιχούν στο αναπτυξιακό επίπεδο του ατόμου και να προκαλούν σημαντική έκπτωση στη λειτουργικότητά του σε δύο ή περισσότερα πλαίσια.
Τα πιθανά αιτία της ΔΕΠ-Υ:
Τα τελευταία χρόνια τα ερευνητικά δεδομένα που αναφέρονται στα πιθανά αίτια της ΔΕΠ-Υ έχουν αυξηθεί κατά πολύ. Εντούτοις δεν έχουν οδηγήσει ακόμη σε ακριβή συμπεράσματα, παρόλο που μέχρι σήμερα έχουν αναφερθεί διάφοροι αιτιολογικοί παράγοντες.
Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι τα περισσότερα ερευνητικά δεδομένα στηρίζουν πλέον την εκτίμηση, ότι αν και η αιτιολογία της ΔΕΠ-Υ είναι πολυπαραγοντική, τον πρώτο λόγο έχουν οι γενετικοί και οι νευρολογικοί παράγοντες. Θα πρέπει όμως να επισημάνουμε ότι τόσο το οικογενειακό όσο και το σχολικό περιβάλλον διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην πορεία εξέλιξης των δυσκολιών των παιδιών με ΔΕΠ-Υ. Συνεπώς, αν και ο ρόλος των περιβαλλοντικών παραγόντων σε ό,τι αφορά τα πρωτογενή αίτια της ΔΕΠ-Υ είναι περιορισμένος, οι παράγοντες αυτοί σίγουρα σχετίζονται σε πολύ μεγάλο βαθμό με τη θετική έκβασή της.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της ΔΕΠ-Υ:
Στις μέρες μας, σύμφωνα με τις επικρατέστερες απόψεις, η ΔΕΠ-Υ θεωρείται από τους περισσότερους ειδικούς ένα σύνδρομο οργανικής αιτιολογίας, τα συμπτώματα του οποίου εκδηλώνονται στο επίπεδο συμπεριφοράς και χαρακτηρίζονται κυρίως από αδυναμία αναστολής παρορμητικών αντιδράσεων. Στις ΗΠΑ πάνω από ένα εκατομμύριο παιδιά ακολουθούν φαρμακευτική αγωγή με διεγερτικά φάρμακα για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της ΔΕΠ-Υ.
Η πλειονότητα των ερευνητικών δεδομένων καταδεικνύει ότι τα διεγερτικά φάρμακα είναι τα πιο αποτελεσματικά για τον περιορισμό των συμπτωμάτων της ΔΕΠ-Υ στα περισσότερα παιδιά που είναι μεγαλύτερα των 5 ετών. Τα διεγερτικά του κεντρικού νευρικού συστήματος φάρμακα σκόπιμα αυξάνουν τη διαθεσιμότητα ορισμένων νευροδιαβιβαστών (π.χ. ντοπαμίνη και νορεπινεφρίνη) σε συγκεκριμένα σημεία του εγκεφάλου. Το αποτέλεσμα είναι ένα πιο μεγάλο επίπεδο διέγερσης του κεντρικού νευρικού συστήματος και εξαιτίας αυτού αυξημένη προσοχή και έλεγχος της συμπεριφοράς. Ωστόσο, η χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής θα πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες παρεμβάσεις (εξατομικευμένα συμπεριφοριστικά προγράμματα, συμβουλευτική γονέων, τροποποίηση της συμπεριφοράς στη τάξη) και τα αποτελέσματα στον έλεγχο της συμπεριφοράς είναι πιο ενθαρρυντικά.
Ψυχοεκπαιδευτική αντιμετώπιση του παιδιού με Ελλειματική Προσοχή/Υπερκινητικότητα στο σχολείο
Είναι λογικό και κατανοητό πολλές φορές οι εκπαιδευτικοί να αισθάνονται αδύναμοι να ελέγξουν τη συμπεριφορά του παιδιού με αυτή τη διαταραχή. Οι παρεμβάσεις που έχουν ως κύριο πομπό τους εκπαιδευτικούς χρησιμοποιούνται στη σχολική πρακτική. Η θετική και η αρνητική ενίσχυση συχνά χρησιμοποιούνται από τους εκπαιδευτικούς.
Ο εκπαιδευτικός αμοίβει την επιθυμητή συμπεριφορά του παιδιού είτε με έπαινο, χαμόγελο, νεύμα, ακούμπισμα στη πλάτη. Οι θετικές αυτές συνέπειες της επιθυμητής συμπεριφοράς του παιδιού πρέπει να παρέχονται συστηματικά δηλαδή αμέσως μετά την εμφάνιση της επιθυμητής συμπεριφοράς, να αναφέρονται με λεπτομέρεια στη συμπεριφορά που ενισχύουν και να δίδονται με αυθεντικό τρόπο (π.χ. ζεστός τόνος φωνής). Αξίζει να αναφερθεί ότι οι αμοιβές που παρέχονται στο παιδί για την επιθυμητή του συμπεριφορά πρέπει να μεταβάλλονται ή να εναλλάσσονται συχνά λαμβάνοντας υπόψη τη γρήγορη εξοικείωση των παιδιών με αυτές ή το γρήγορο κορεσμό των παιδιών με τη διαταραχή σε αυτές.
Από την άλλη πλευρά, ο εκπαιδευτικός παρέχει αρνητική ενίσχυση στην εκδήλωση της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς του παιδιού. Πιο συγκεκριμένα, ο εκπαιδευτικός αγνοεί την προβληματική συμπεριφορά του παιδιού- όταν αυτή είναι ήπιου βαθμού- και ιδίως όταν αυτή η συμπεριφορά ενισχύεται από τους συμμαθητές. Οι λεκτικές επιπλήξεις θα ήταν καλό να είναι σύντομες καθώς έτσι παρέχεται στο παιδί λιγότερη προσοχή όταν δεν συμπεριφέρεται με τον επιθυμητό τρόπο.
Σε ότι αφορά τη δομή των σχολικών τάξεων μαθητών με τη συγκεκριμένη διαταραχή θα ήταν καλό το παιδί να κάθεται σε θρανίο που είναι τοποθετημένο σε κάποια απόσταση από τα άλλα παιδιά και συγχρόνως κοντά στον εκπαιδευτικό. Είναι επίσης καλό να τοποθετηθούν αφίσες με το καθημερινό πρόγραμμα και τους κανόνες της τάξης.
Σε ότι αφορά τα χαρακτηριστικά των σχολικών καθηκόντων που δίδονται σε παιδί με Ελλειματική Προσοχή/ Υπερκινητικότητα θα ήταν αποδοτικό οι απαιτήσεις αυτών των καθηκόντων να εναρμονίζονται με τις ικανότητες του παιδιού. Οι σχολικές εργασίες πρέπει να διατηρούν υψηλό το επίπεδο ενδιαφέροντος του παιδιού (π.χ. μέσω χρωμάτων, σχημάτων, διαδραστικού πίνακα) με αποτέλεσμα τη μείωση της κινητικότητας του παιδιού και την αύξηση της προσοχής και της επίδοσής του. Επιπλέον, τα σχολικά καθήκοντα πρέπει να είναι σύντομα (λόγω της διάσπασης προσοχής του παιδιού) και να δίνονται συγκεκριμένοι χρονικοί περιορισμοί για την ολοκλήρωση των καθηκόντων που τους ανατίθενται κάθε φορά.
Κλείνοντας, θα πρέπει να αναφερθεί ότι είναι απαραίτητη η στενή και η ανατροφοδοτική συνεργασία των εκπαιδευτικών και των γονέων όλων των παιδιών και ειδικότερα του παιδιού με τις προαναφερθείσες δυσκολίες. Είναι απολύτως δεδομένο ότι ο εκπαιδευτικός και οι γονείς πρέπει να ακολουθούν ένα κοινό τρόπο αντιμετώπισης της συμπεριφοράς του παιδιού με ελλειμματική προσοχή/ υπερκινητικότητα, να ενισχύουν δηλαδή κατάλληλα θετικά και αρνητικά τις ανάλογες συμπεριφορές του.
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κάκουρος, Ε. , & Μανιαδάκη, Κ. (2000). Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Καλαντζή-Azizi, Αν. (1998) Διαταραχή ελλειμματικής προσοχής (1998). Νέα Παιδεία, 88, 62-66.
Κάκουρος, Ε. (2001). Το Υπερκινητικό Παιδί: Οι δυσκολίες του στη μάθηση και στη συμπεριφορά. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Ιωάννης Κυργιόπουλος
Ψυχολόγος (Msc Σχολικής Ψυχολογίας)
E–mail: johnkyr76@yahoo.gr
Τηλ. Επικοινωνίας: 22310-42370 & 6972868960