Από τη «Γκέμμα» του (εκδόσεις Δ. Λιαντίνη), το βιβλίο των βιβλίων του σπουδαιότερου Έλληνα δασκάλου και φιλοσόφου των τελευταίων τουλάχιστον δεκαετιών, Δημήτρη Λιαντίνη, ένα απόσπασμα για την ισχύ της μάθησης από τη νηπιακή ηλικία:
«Όταν σου μάθουν κάτι επίμονα από τη νηπιακή ηλικία και μέσα στην αταβιστική χαραγή και σφυρηλάτηση για δεκάδες γενεές, τότε η δομή αυτή γίνεται θεμελιώδης στην υφή της ύπαρξης και της ουσίας σου.
Η κατατύπωση τούτη στη σκέψη, στο χαρακτήρα, στην κοσμοθεωρία σου, γίνεται κάτι σαν κληρονομικός κώδικας. Δεν ξεριζώνεται με τίποτα. Για να το κατορθώσεις, πρέπει να γδάρεις το ίδιο το μυαλό σου. Όπως ο εκδορέας γδέρνει το δέρμα του ζώου. Θα χρειαστεί, δηλαδή, να ανασκάψεις ολόκληρη την ιστορία και τον πολιτισμό.
Γιατί υπάρχει ο έρωτας στη φύση και στη ζωή μας; Ο έρωτας υπάρχει, για να διαιωνίζεται η συνέχεια των ειδών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η φύση έχτισε ετούτη τη συναρπαστική λειτουργία. Τη φύση ποσώς την ενδιαφέρει, αν υπάρχουμε εμείς σα μονάδες, σαν ατομικότητες.
Αν υπάρχεις εσύ κι εγώ, και περπατάς και χαίρεσαι – αν υπάρχει μια λεμονιά στον κάμπο και στα όρη λειώνει το χιόνι για να ποτίζουνται οι τρυφεροί της κλώνοι – αν υπάρχει απάνω στο δέντρο το μήλο και το ρόδι, η φύση αδιαφορεί ολοτελώς.
Δε φροντίζει για σένα, τίμιε αναγνώστη, η φύση περισσότερο, απ’ όσο φροντίζει για σένα μια πέτρα που την πατάς μπροστά σου, ή τη βλέπεις χτισμένη στον τοίχο. Τη φύση ένα την ενδιαφέρει, η διαιώνιση των ειδών. Να ζήσει το κάθε είδος όσο γίνεται πιο πολύ χρόνο. Δύο, πέντε, δέκα εκατομμύρια χρόνια.
Κι όταν θα εξαφανισθεί το κάθε είδος, αφού συντελεσθεί ο χρόνος που του ορίστηκε να ζήσει, η φύση θα το ταφιάσει και θα το κλάψει χωρίς δάκρυα και, γόους. Και ταυτόχρονα θα μεριμνήσει να το αντικαταστήσει με το καινούριο είδος.
Βρες μου μια θρησκεία, που ο ιδρυτής της να μην εστερέωσε το οικοδόμημα της απάνου στην θεμέλια πέτρα της πίστης για μια ζωή μετά θάνατο, κι εγώ θα σου δείξω πως η θρησκεία αυτή δεν έχει οπαδό ούτε τον ίδιο τον ιδρυτή της.
Δε μιλώ για το Βούδα. Γιατί η νιρβάνα είναι εγκατάλειψη, δεν είναι περηφάνια. Με τους θεούς και τις θρησκείες ευρήκαν το δρόμο τους, κι εμπήκαν στο δρόμο τους όλα τα λερωμένα και τ’ άπλυτα της ιστορίας.
Ιερατείο, συναγωγή, κατήχηση. (Δε λέω την ωραία λέξη εκκλησία, γιατί είναι ελληνική και δηλώνει τον αγνό και ρωμαλέο δήμο). Το αφιόνι, η παράκρουση, ο φανατισμός. Το θεολογικό μίσος, το odium theologicum. Και από κοντά η δυσειδής μορφή και η δυσώδης σάρκα όλων αυτών των λειτουργημάτων. Το κηφηναριό δηλαδή και η παρασίτιση. Οι ομφαλοσκόποι, οι θεόπτες, οι δαιμονόβλαβοι και οι δαιμονοκρουσμένοι. Kαι ψηλά ψηλά, εκεί πια είναι και δεν είναι. Εκεί θα ιδείς τα ινστιτούτα της αμάθειας, και τις λαμπρές ακαδημίες του σκότους».