Γεννήθηκε το 1971 σε ένα χωριό έξω από τα Γιαννιτσά. Και εκεί μεγάλωσε. Ξεκίνησε να διαβάζει μέσα στη νταλίκα του πατέρα του τις ώρες που περίμεναν να ανοίξουν τις πύλες τους τα εργοστάσια και τα τελωνεία της Γερμανίας. Το χούι της νταλίκας ρίζωσε για τα καλά και έξω από αυτήν. Διάβαζε πεζογραφία και ποίηση, πολλές φορές κρυφά από τους γονείς του, κρύβοντας τα “εξωσχολικά” βιβλία μέσα στις σελίδες των σχολικών. Ύστερα μεγάλωσε λίγο παραπάνω. Ήρθαν οι σπουδές δημοσιογραφίας στη Θεσσαλονίκη και κάπου στα 1994 η μόνιμη εγκατάσταση στην Αθήνα. Από το 1996 και τη συλλογή διηγημάτων “Πάτυ εκ του Πετρούλα” (εκδόσεις Καστανιώτη) μετράει 19 βιβλία, τα 16 εκ των οποίων παιδικά. Υπήρξε αρχισυντάκτης για 11 χρόνια του λογοτεχνικού περιοδικού Περίπλους και συνεκδότης του περιοδικού για το βιβλίο Index (2006-2011). Σήμερα θα τον βρούμε να διευθύνει το εξαιρετικό ενημερωτικό site για το βιβλίο και τον πολιτισμό diastixo.gr. Α, παρεμπιπτόντως το 2014 κέρδισε και το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUPL) με το “Μάρτυς μου ο θεός” (εκδόσεις Κίχλη, 2013), ένα από τα καλύτερα ελληνικά μυθιστορήματα των τελευταίων 20 ετών τουλάχιστον.
Ένας από τους πλέον αξιόλογους Έλληνες συγγραφείς μας μίλησε για τη ζωή του, τα βιβλία, τα παιδιά. Ο Μάκης Τσίτας στο ELNIPLEX.
Μια συζήτηση με τον Απόστολο Πάππο.
Τον συνάντησα στο γραφείο του, στο diastixo, στο Παγκράτι. Με κέρασε ένα αχνιστό ρόφημα, έξω έκανε πολύ κρύο. Βαρύς χειμώνας ο φετινός. Αναρωτήθηκα για τους χειμώνες και τα καλοκαίρια των παιδικών του χρόνων.
Το χωριό με τα χωράφια και τις νταλίκες
“Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αξό, ένα χωριό 5 χιλιόμετρα έξω απ’ τα Γιαννιτσά. Πέρασα ξένοιαστα παιδικά χρόνια. Διάβαζα, ήμουν καλός μαθητής, αλλά και έπαιζα πολύ – έφερνα γύρα όλο το χωριό. Τα καλοκαίρια μου άρεσε να περπατάω ξυπόλυτος καθώς δεν είχαν ασφαλτοστρωθεί ακόμα οι δρόμοι – ήταν πολύ ωραία η αίσθηση. Διακοπές δεν κάναμε. Με το που έκλειναν τα σχολεία ξεκινούσαμε όλοι τη δουλειά στα χωράφια. Εμείς είχαμε ροδάκινα και βαμβάκια αλλά δουλεύαμε και σε γείτονες που είχαν καπνά – τα μεγάλα καπνά ποικιλίας Βιρτζίνια που έφταναν τα δύο μέτρα. Ξυπνούσαμε στις τέσσερις τη νύχτα και πηγαίναμε στο χωράφι στις πέντε. Όταν τελειώναμε το μάζεμα στις εννιά το πρωί, τα ρούχα μας έσταζαν από την υγρασία και τα χέρια μαύριζαν απ’ τη νικοτίνη και την πίσσα. Αλλάζαμε και συνεχίζαμε τη δουλειά στο ξεραντήριο μέχρι τις 6 το απόγευμα. Σκληρές συνθήκες για παιδιά δεκατεσσάρων-δεκαπέντε χρονών αλλά δεν μας φαινόταν καθόλου περίεργο, ήταν μέσα στην καθημερινότητά μας όλα αυτά.”
Και οι διακοπές; Κάποτε ήρθαν και αυτές. Αλλά δεν τις ήξεραν όλοι.
“Έκανα πρώτη φορά διακοπές στα 19. Ήμουν στη Θεσσαλονίκη και δούλευα σε ένα ζαχαροπλαστείο. Είχα μαζέψει λεφτά και είπα στη μητέρα μου ότι θα πάω διακοπές στη Σκιάθο. Εκείνη με ρώτησε: τι είναι η Σκιάθος; Νησί της είπα. Και θα πας σε ένα νησί για να κάνεις μπάνια; Στη Σαλονίκη δεν έχει θάλασσα; Της είχε φανεί πολύ περίεργο. Κανείς απ’ το χωριό δεν έκανε διακοπές.”
Και ξαφνικά προέκυψε… Βενέζης
Πώς σε ένα ήρεμο, τυπικό ελληνικό χωριό, όπου όλοι, μικροί και μεγάλοι, κινούνται μεταξύ χωραφιού, τιμονιού και καφετέριας, ένας 13χρονος ξεκινάει ξαφνικά να διαβάζει από το πουθενά; Για τον Μάκη Τσίτα η έναρξη είναι και λίγο… κινηματογραφική. Road movie.
“Έγινε λίγο τυχαία. Το καλοκαίρι που τελείωσα το δημοτικό, πήγα με τον πατέρα μου το πρώτο μου ταξίδι στη Γερμανία μέσω Γιουγκοσλαβίας. Ήξερα πως οι ώρες αναμονής στα τελωνεία, στα εργοστάσια και στις παρκίδες των εθνικών οδών ήταν ατελείωτες κι έτσι πήρα μαζί μου δυο κασέτες με ελληνικά τραγούδια και ένα βιβλίο. Ήταν η «Αιολική γη» του Βενέζη. Το διάλεξα στην τύχη. Διαπίστωσα όμως με ικανοποίηση πως μιλούσε για τη Μικρά Ασία κι εγώ είχα και έχω πάντα μια μεγάλη αγάπη για εκείνα τα μέρη καθώς είμαι 100% Καπαδόκης. Διάβασα πέντε δέκα σελίδες και μετά κόλλησα. Όταν επέστρεψα, αναζήτησα το δεύτερο βιβλίο και πήρα το «Ένα παιδί μετράει τα άστρα» του Λουντέμη το οποίο επίσης με ενθουσίασε.
“Κάτι εκεί έξω με περιμένει…”
Στα δύο αυτά πρώτα βιβλία κάτι χρωστάει. Ότι του άνοιξαν το βλέμμα προς έναν δρόμο που υπήρχε αλλά δεν τον έβλεπε ακόμα.
“Μετά την ανάγνωση αυτών των δύο βιβλίων καθώς και των άλλων που ακολούθησαν αμέσως άρχισα πια να βλέπω τα πράγματα με διαφορετικό μάτι. Αισθανόμουν πως υπήρχε κάτι εκεί έξω που με περίμενε, αλλά δεν ήξερα τι είναι. Πήγαινα στην καφετέρια να συναντήσω τα παιδιά της ηλικίας μου κι εκείνα μιλούσαν για τις νταλίκες (το χωριό διέθετε 250 φορτηγά διεθνών μεταφορών!) και τα χωράφια. Ήθελα να μοιραστώ όλα αυτά που διάβαζα κι αυτά που άκουγα (είχα ανακαλύψει τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι) αλλά δεν μπορούσα. Σε μισή ώρα επέστρεφα σπίτι και χωνόμουν πάλι με λαχτάρα στα βιβλία.
Πάντα με ρωτάνε τα παιδιά πως έγινα συγγραφέας και τους λέω: από ζήλια. Μ’ άρεσαν τόσο πολύ αυτά που διάβαζα που πολύ σύντομα είπα θα γράψω κι εγώ τέτοια. Γύρω στα δεκατέσσερα βγήκαν τα πρώτα γραπτά: κάτι πομπώδη ποιήματα και κάτι μελιστάλαχτα διηγήματα. Ευτυχώς τα έβαλα από νωρίς στην άκρη.”
Το διάβασμα ίσον χαμένος χρόνος. Βγες καμιά βόλτα.
Έχουμε λοιπόν ένα κλασικό συντηρητικό πλαίσιο, τέτοιο στο οποίο μεγαλώσαμε οι περισσότεροι Έλληνες. Τι γκελ γίνεται σε ένα παιδί και αρχίζει να έχει άλλα ενδιαφέροντα μέσα σε ένα τέτοιο απαραβίαστο “δόγμα”;
“Στ’ αλήθεια δεν ξέρω. Ο γονείς μου δεν είχαν σχέση ούτε με βιβλία ούτε με εφημερίδες, θεωρούσαν το διάβασμα (όπως και όλοι οι γονείς των φίλων μου) χαμένο χρόνο. Κι όταν στην Τρίτη Γυμνασίου παρουσίασα συμπτώματα δύσπνοιας και ο γιατρός είπε πως δεν πρέπει να μένω με τις ώρες στο δωμάτιό μου διαβάζοντας, ερχόταν η μάνα μου κάθε τρεις και λίγο στο δωμάτιό μου και μου έλεγε: ακόμα δεν τελείωσες; Άντε να πας στην καφετέρια. Οι φίλοι μου με θεωρούσαν τυχερό, οι δικές τους μάνες τους κυνηγούσαν να μαζευτούν στο σπίτι.”
Η ποίηση και η αφαίρεση
Ο Τσίτας ξεκινάει με την ποίηση. Τα γραπτά του κινούν το ενδιαφέρον αρκετών. Ο πεζογράφος Τόλης Καζαντζής όμως (1938-1991) θα του αλλάξει προσανατολισμό.
“Ξεκίνησα γράφοντας ποίηση. Ο Χριστιανόπουλος με είχε παροτρύνει να εκδώσω τα είκοσι από αυτά που του είχα δείξει. Αλλά εγώ άκουσα τον Καζαντζή, έναν σημαντικό συγγραφέα τη γνώμη του οποίου εκτιμούσα πολύ, ο οποίος μου είχε πει «εσύ είσαι πεζογράφος, δεν είσαι ποιητής». Οπότε δεν τα έβγαλα. Η ποίηση όμως μου έμαθε πόσο σημαντική είναι η αφαίρεση. Κι αυτό με βοήθησε πολύ.
Κάπου εκεί, θυμήθηκα μια αντίστοιχη συζήτηση με τον Πέτρο Μπουλούμπαση η οποία μου έγνεψε να τον ρωτήσω και άλλα για τη σημασία της αφαίρεσης στο λόγο.
“Η ελληνική παιδική λογοτεχνία πάσχει σε μεγάλο βαθμό από την έλλειψη αφαίρεσης. Αφενός γιατί οι συγγραφείς τους δεν έχουν μάθει να πετάνε τίποτα από αυτά που γράφουν και αφετέρου γιατί αναλύουν τα πάντα πιστεύοντας πως τα παιδιά δε θα καταλάβουν σε διαφορετική περίπτωση. Τα παιδιά όμως είναι πανέξυπνα, καταλαβαίνουν τα πάντα.
Βλέπεις βιβλία που υποτίθεται πως είναι για προσχολική και πρωτοσχολική ηλικία να έχουν υπερβολικά μεγάλο κείμενο. Οπότε τα παιδιά χασμουριούνται. Εδώ βαριόμαστε εμείς οι μεγάλοι πόσο μάλλον ένα παιδί που μετά από λίγα λεπτά διασπάται η προσοχή του.
Ο εικονογράφος και ο διδακτισμός
Τι άλλο παρατηρείται συχνά στην παιδική λογοτεχνία;
“Πολλοί συγγραφείς δεν σκέφτονται καθόλου τον εικονογράφο. Όταν γράφεις μια ιστορία για προσχολική και πρωτοσχολική ηλικία, πρέπει να έχεις στο νου σου ότι το 50% του βιβλίου ανήκει στον εικονογράφο. Και πρέπει να γράψεις το κείμενο με τέτοιο τρόπο και χτίζοντάς το λέξη λέξη ώστε να έρθει η εικόνα και να το συμπληρώσει.
Μια άλλη πληγή είναι βέβαια ο διδακτισμός που αφειδώς σερβίρουν διάφοροι. Το κούνημα του δακτύλου. Βρισκόμαστε στο 2017 – πότε θα το συνειδητοποιήσουν;”
Ο Νεγρεπόντης, η πρώτη συνέντευξη στα 18 και η δημοσιογραφία
Ο Μάκης Τσίτας σπούδασε δημοσιογραφία στη Θεσσαλονίκη. Το ήθελε; Όχι. Αλλά άλλος ένας σπουδαίος βρέθηκε στο δρόμο του να του ανάψει ένα διαφορετικό φως.
“Δεν είχα σκεφτεί ποτέ να σπουδάσω δημοσιογραφία. Ήθελα να πάω σε δραματική σχολή για να μάθω να γράφω θεατρικά έργα -τότε δεν υπήρχαν σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Με έπεισε ο ποιητής Γιάννης Νεγρεπόντης τον οποίο είχα γνωρίσει στα 18 μου. Του είχα στείλει κάτι ποιήματα για να μου πει τη γνώμη του κι εκείνος τα διάβασε στην εκπομπή του στο Κρατικό Ραδιόφωνο. Και μου είπε, άμα κατέβεις στην Αθήνα, έλα να με βρεις να κάνουμε και συνέντευξη. Κατέβηκα μετά από λίγες μέρες και κάναμε τη συνέντευξη με την ηθοποιό Καίτη Ιμπροχώρη. Της έβγαλα την ψυχή της γυναίκας, ήμουν τόσο τρακαρισμένος που οι λέξεις έβγαιναν με το ζόρι απ’ το στόμα μου. Όταν την άλλη μέρα τους είπα πως σκέφτομαι να πάω σε δραματική σχολή διαφώνησαν κάθετα και οι δύο, ο Νεγρεπόντης μου είπε γελώντας «Πού θα πας βρε καημένε; Θα σε φάνε λάχανο εσένα εκεί μέσα!». Φαντάσου τι χωριατάκι ήμουνα. Κι επίσης μου είπε «αν θέλεις να μάθεις πώς γράφεται το θέατρο να διαβάζεις πολλά θεατρικά κείμενα και να βλέπεις πολλές παραστάσεις». Με παρότρυνε επίσης να να επιλέξω κάτι που να έχει σχέση με το γράψιμο κι έτσι προέκυψε η δημοσιογραφία η οποία με βοήθησε στην ενασχόλησή μου με τα περιοδικά αλλά όχι στη συγγραφή.”
Κι ύστερα εγένετο Μάρτυς μου ο Θεός
Ο Τσίτας γράφει το «Μάρτυς μου ο Θεός» επί 10 χρόνια. “Ναι, γιατί το δούλευα λέξη-λέξη”. Βάζει πολύ χιούμορ, βάζει έναν κόσμο σύγχρονο, επίκαιρο, απόλυτα νεοελληνικό. “Αναγκάζει” πολύ κόσμο να ταυτιστεί με τον ήρωά του ή έστω να αναγνωρίσει σε αυτόν γνωστές φιγούρες της ζωής του.
“Στα περισσότερα γραπτά μου υπάρχει χιούμορ οπότε και στο «Μάρτυς μου ο Θεός» ο αναγνώστης θα βρει μπόλικο από αυτό.”
“Ο ήρωάς μου είναι ένας καλοκάγαθος ταλαιπωρημένος ευτραφής πενηντάρης που ζει στην Αθήνα λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Όταν ξεκίνησα να τον δημιουργώ ήμουν τριάντα και ο Χρυσοβαλάντης σαράντα κι όταν τελείωσα είχα γίνει σαράντα εγώ και πενήντα εκείνος. Η διαδρομή μαζί του ήταν ένα ταξίδι αυτογνωσίας. Όσο περνούσε ο καιρός τον αγαπούσα όλο και περισσότερο γι’ αυτό και πρόσθετα δραματικά στοιχεία, χωρίς όμως να μειωθούν τα κωμικά.
Στην αρχή νόμιζα ότι είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου. Τελικά αποδείχθηκε ότι πολλά από τα στοιχεία του χαρακτήρα του –και η κριτική το επισήμανε– ήταν κοινά με του μέσου Νεοέλληνα. Ακούω πολύ συχνά από ανθρώπους που το διάβασαν να λένε «μου θύμισε τον θείο μου τον τάδε ή έναν γνωστό μου ή έναν συνάδερφό μου». (Μια πολύ συμπαθητική κυρία σε μια λέσχη ανάγνωσης, που είχα επισκεφθεί, μου είπε: «ο Χρυσοβαλάντης είναι ο εαυτός μου στο θηλυκό, είμαι χοντρή, άνεργη, πολλά χρόνια χωρίς σύντροφο κι έχω κακή σχέση με το σπίτι μου. Ελπίζω να μην έχω την ίδια κατάληξη μ’ αυτόν». Αισθάνθηκα άβολα, δεν είχα τι να της πω). Τα ίδια σχόλια κάνουν και οι θεατές μετά την παράσταση (σσ.: 3η χρονιά, Πολυχώρος Vault, κάθε Τετάρτη στις 19:00 έως τις 5 Απριλίου 2017, σκην.: Σοφία Καραγιάννη, Χρυσοβαλάντης ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης), οι οποίοι πηγαίνουν να μιλήσουν στον Ιωσήφ. Οπότε, τελικά δεν ήταν μία ιδιαίτερη περίπτωση. Ο Χρυσοβαλάντης είναι ένας από εμάς.”
Να και το μεγάλο βραβείο!
Το «Μάρτυς μου ο Θεός» εντυπωσιάζει. Ο Τσίτας κερδίζει ένα πολύ σημαντικό βραβείο όπως αυτό της Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το όνομά του ταξιδεύει παντού, μαζί με το βιβλίο του που θα μεταφραστεί σε δέκα γλώσσες. Η χαρά του για αυτό το βραβείο ήταν πολύ μεγάλη, δεν το κρύβει. Όταν το έδωσε στον εκδοτικό οίκο (Κίχλη), δεν περίμενε καν όσα θα ακολουθούσαν. Αισθανόταν ανασφαλής με το γραπτό του.
“Σε κάποια σημεία που έγραφα, γελούσα. Και μετά έλεγα στον εαυτό μου: «τι γελάς; Θα το καταλάβουν οι άλλοι ή γελάς μόνος σου;». Ή σε άλλα σημεία που το βιβλίο ήταν δραματικό, υπήρχαν φορές που έκλαιγα την ώρα που το έγραφα. Κι έλεγα: «θα συγκινήσουν αυτά κανέναν ή θα πουν πως είναι μελούρες;». Βέβαια τόσο η αδερφή μου που το είχε διαβάσει πρώτη όσο και η συγγραφέας και μεταφράστρια Μπελίκα Κουμπαρέλη που έκανε και την εξαιρετική επιμέλεια του κειμένου, μου έλεγαν πως το βιβλίο θα αρέσει αλλά εγώ δεν ήμουν καθόλου σίγουρος. Γιατί εκτός των άλλων είχε μεσολαβήσει ένα πολύ μεγάλο κενό από το 1996 που είχε κυκλοφορήσει το πρώτο μου βιβλίο ενηλίκων. Εκείνο είχε πάρει καλές κριτικές αλλά αναρωτιόμουν τι θα πουν για το καινούριο. Γιατί, συνήθως είμαστε πιο αυστηροί στο δεύτερο βιβλίο κάποιου. Αισθανόμουν πολύ ανασφαλής. Κι έλεγα να πάρω πέντε καλές κριτικές, να πουλήσει και εφτακόσια αντίτυπα για να βγάλει ο εκδοτικός οίκος τα έξοδά του και θα είμαι μια χαρά. Μετά ήρθε η άμεση ανταπόκριση, οι κριτικές να γράφονται η μία μετά την άλλη, τα βιβλιοπωλεία που άρχισαν να το προτείνουν, η αγάπη των αναγνωστών. Κι ύστερα το θεατρικό, το βραβείο, οι μεταφράσεις.
Κι όταν τελειώνει ένα βιβλίο, τι γίνεται; Στρογγυλεύουμε;
Ικανοποίηση για κάτι που μόλις τελείωσε; Χαρά που εκφράστηκε αυτό που αισθανόταν; Αγωνία για το αν θα βρει αποδοχή;
“Πάντα είχα δουλειά που μπορούσε να με συντηρήσει και δεν περίμενα ποτέ χρήματα από τα γραπτά μου. Τα πρώτα λεφτά που είχα πάρει για το «Πάτυ εκ του Πετρούλα» όταν ήμουν 25 ετών ήταν για μένα αναπάντεχο δώρο. Μου φάνηκε πολύ αστείο που έβγαλα λεφτά από το γράψιμο. Έκτοτε, θα σας φανεί περίεργο, αυτό με ακολουθεί. Δεν σκέφτομαι τις πωλήσεις. Κι έτσι δεν έβαλα νερό στο κρασί μου σε κανένα βιβλίο. Ποτέ δεν σκέφτηκα τι χρειάζεται τώρα, τι λείπει απ’ την αγορά ή τι προοπτικές έχει αυτό θέμα.
Η ελληνική παιδική λογοτεχνία και ο συντηρητισμός της
Τι συμβαίνει στην ελληνική παιδική λογοτεχνία; Υπάρχουν πράγματα που σε στεναχωρούν; Του το ζήτησα επίμονα.
“Πέρα από τη φλυαρία και τον διδακτισμό που ανέφερα νωρίτερα με ενοχλεί ο συντηρητισμός (που έρχεται από παλιά και δε λέει να φύγει) και τα απαρχαιωμένα θέματα. Αλλά ακόμα κι όταν είναι σύγχρονα τα θέματα το αποτέλεσμα είναι άστα να πάνε. Διαβάζεις στο οπισθόφυλλο του τάδε βιβλίου πως ήρωας είναι ένα σημερινό παιδί, του 2016. Ξεκινάς τις πρώτες σελίδες και βλέπεις μπροστά σου ένα παιδί του ’70. Αναρωτιέσαι: έχουν δει αυτοί οι συγγραφείς σημερινά παιδιά νηπιαγωγείου και δημοτικού; Τα έχουν ακούσει ποτέ να μιλάνε; Είναι τόσο ξεπερασμένα βιβλία. Παρόλα αυτά αγοράζονται σωρηδόν από δασκάλους και γονείς.
Και βέβαια βραβεύονται. Κρίνονται από επιτροπές μέσα στις οποίες υπάρχουν άνθρωποι που δεν ξέρουν τι είναι σύγχρονη παιδική λογοτεχνία και που η τελευταία τους επαφή με τα παιδιά και τις αναγνωστικές τους συνήθειες ήταν όταν το δικό τους (σαραντάχρονο πια) παιδί ήταν μικρό.
Διαβάζεις τα σκεπτικά των επιτροπών (όταν υπάρχουν) και βλέπεις πως τους απασχολεί κυρίως η υπόθεση του βιβλίου – ούτε η γλώσσα, ούτε ο ρυθμός, ούτε η δομή. Και φυσικά ούτε η πρωτοτυπία. Και υπάρχει και το άλλο θλιβερό: αν δει κανείς τις λίστες των τεσσάρων γνωστών βραβείων λογοτεχνίας ενηλίκων θα βρει μέσα τα ίδια σχεδόν ονόματα. Απόλυτα λογικό: είναι τα βιβλία που ξεχώρισαν μέσα στη χρονιά και με τα οποία ασχολήθηκε η κριτική και το συνάφι.
Αν ψάξει όμως τις λίστες των τριών βραβείων για τα παιδικά βιβλία θα δει πως η κάθε μια έχει τα δικά της ονόματα. Μα δεν υπήρχαν βιβλία και συγγραφείς που ξεχώρισαν; Ο καθένας βάζει στη λίστα τους φίλους του – δεν κρατάει ούτε τα προσχήματα.
Σκεφτείτε ότι ο Ευγένιος Τριβιζάς πήρε κρατικό βραβείο στο 152ο βιβλίο του. Είχε βγάλει 151 βιβλία και δεν έδιναν σημασία. Ίσως γιατί δεν ήταν μελό, είχαν χαρά, φαντασία και τρέλα και οι ήρωές του ήταν ευτυχισμένα παιδιά.
Τελικά πώς θα κάνουμε ένα παιδί να διαβάζει;
Σίγουρα όχι με νουθεσίες
“Αν το παιδί δεν βλέπει τους γονείς του να διαβάζουν αλλά να είναι καρφωμένοι διαρκώς στην τηλεόραση, δε θα καθίσει να διαβάσει. Τα παιδιά είναι μιμητικά όντα. Η δουλειά λοιπόν πρέπει να ξεκινήσει από το σπίτι. Και μετά βέβαια είναι η σειρά του σχολείου, η ευθύνη των εκπαιδευτικών να φέρουν τους μαθητές σε επαφή με το εξωσχολικό βιβλίο και να τους μάθουν πως το διάβασμα δεν είναι αγγαρεία, καταναγκασμός, δεν είναι μια σχολική άσκηση ακόμα, αλλά είναι χαρά, διασκέδαση. Και επίσης παιχνίδι, σαν το τάμπλετ ή το σκάκι ή το ποδόσφαιρο – διαφορετικό, αλλά εξίσου απολαυστικό και ξεκούραστο. Και δε χρειάζονται οι αναλύσεις των κειμένων γιατί μετά γίνεται μάθημα του σχολείου αυτό το πράγμα. Η λογοτεχνία έχει υποφέρει από την πολλή ανάλυση.'”
Και τα βιβλία που έρχονται γιατί κάπως πρέπει να κλείνουν οι συζητήσεις…
“Ετοιμάζω κάτι για ενήλικες με αργούς ρυθμούς. Ελπίζω να μη μου πάρει δέκα χρόνια πάλι. Και τρία παιδικά. Έχει κυκλοφορήσει εδώ και λίγες μέρες “Το όνομά μου είναι Δώρα” από τον Μίνωα. Έπονται το “Μια μικρή διάσημη” από τον Ψυχογιό και “Ο δικός μου μπαμπάς” από τον Πατάκη.”
Μάκης Τσίτας. Ήρεμος, ευθύς, δίχως περιττές στροφές και περιστροφές, ευγενικός, με άποψη που σημαδεύει την αλήθεια και όχι τους συσχετισμούς. Ένας συγγραφέας που θα είναι ευχής έργον να ανακαλύψει κάθε αναγνώστης, παιδί ή μεγαλύτερος. Μάρτυς μου ο Θεός.