Τίτλος: Γουτού Γουπατού
Συγγραφέας: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Εικονογράφηση: Νικόλας Ανδρικόπουλος
Εκδόσεις Άγκυρα (2002)
Εκδόσεις: Παπαδόπουλος (1999)
Εκτός κυκλοφορίας
Πρόκειται για το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Γουτού Γουπατού» το οποίο μπορείτε να βρείτε σε δύο διαφορετικές εκδόσεις. Η πρώτη έκδοση αφορά στο πρωτότυπο κείμενο, με μεταφορά σε απλούστερη γλώσσα από την Καίτη Χιωτέλη, των εκδόσεων Άγκυρα (2002) όπου το συγκεκριμένο διήγημα συμπεριλαμβάνεται σε μια συλλογή διηγημάτων για παιδιά και νέους.
Η δεύτερη έκδοση του διηγήματος, σε απόδοση του Κώστα Πούλου και εικονογράφηση του Νικόλα Ανδρικόπουλου, είναι μια έκδοση του οίκου Παπαδόπουλος το οποίο εκδόθηκε το 1999 κι ανατυπώθηκε το 2001.
Το διήγημα του Παπαδιαμάντη με ήρωα τον νοητικά καθυστερημένο Μανόλη, είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ανάγνωσμα, παρόλο που έχουν περάσει εκατόν δεκατέσσερα χρόνια από τη συγγραφή του (1899). Ο «Γουτού Γοπατού» είναι ένα διήγημα της τρίτης περιόδου της συγγραφικής δράσης του Παπαδιαμάντη, η οποία αρχίζει γύρω στα 1897 και έχει χαρακτηριστεί περίοδος λυρισμού και πάθους, με ήρωες μετανάστες, ορφανά και γενικά αναξιοπαθούντες ομάδες του πληθυσμού.
Είναι πραγματικά εκπληκτική η ανθεκτικότητα του παπαδιαμαντικού κειμένου, η επίκαιρη πνοή του καθώς και τα πολλαπλά επίπεδα ερμηνείας. Η κλινική εικόνα του ήρωα , η προσέγγιση της αναπηρίας ως π ρ ο σ ω π ι κ ή τραγωδία , η κ ο ι ν ω ν ι κ ή διάσταση της αναπηρίας , αλλά και η φ ι λ ά ν θ ρ ω π η αντιμετώπισή της διαπλέκονται και εμφανίζονται στα διάφορα σημεία του κειμένου , εκπλήσσοντας ευχάριστα και προβληματίζοντας τον σύγχρονο αναγνώστη. Η αποτύπωση του Μανόλη από τον πολυβραβευμένο εικονογράφο Νικόλα Ανδρικόπουλο παραπέμπει σε φιγούρα του θεάτρου σκιών. Το πρόσωπό του εμφανίζει μια γλυκύτητα και παράλληλα μια θλίψη, δοσμένη με απίστευτη ανθρωπιά και δύναμη ψυχής.
Το διήγημα έχει ως ήρωα έναν νέο άντρα τον Μανόλη, ο οποίος ανήκει στους μεγάλους απεριόριστους περιθωριακούς της παπαδιαμαντικής κοινότητας, είναι νοητικά καθυστερημένος και παρουσιάζει κινητική αναπηρία στη δεξιά πλευρά του σώματός του (ημιπληγία). Ο Μανόλης ζει στο Ναύπλιο μόνος με τη μητέρα του με την οποία είναι παθολογικά συνδεδεμένος, καθώς τα δύο από τα τρία αδέρφια του δε βρίσκονται στη ζωή κι ο τρίτος είναι ξενιτεμένος ναυτικός. Τον πετροβολούσαν οι μάγκες της αγοράς, τον κορόιδευαν τα κορίτσια της γειτονιάς, τον φοβόντουσαν τα νήπια και τα βρέφη. Τον έλεγαν συνήθως ο «Ταπόης» ή «ο Μανόλης, το Ταπόι»
Με αυτό τον τρόπο επιλέγει να ξεκινήσει το διήγημά του ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης περιγράφοντας με λίγες λέξεις τη θέση του ήρωα στην τοπική κοινωνία στην οποία ζει.
Φίλους έχει ελάχιστους, οι περισσότεροι τον περιγελούν λόγω κυρίως της δυσκολίας του στην επικοινωνία. Η νοητική αναπηρία γίνεται εμφανής κυρίως μέσω των περιγραφών της γλώσσας που χρησιμοποιεί ο ήρωας η οποία περιγράφεται ως γλώσσα νηπιακή για να δηλωθεί με εύστοχο αλλά αξιοπρεπή τρόπο η καθυστέρηση, ενώ επίθετα ή χαρακτηρισμοί που υιοθετήθηκαν στην εποχή του συγγραφέα , για να χαρακτηρίσουν τη νοητική καθυστέρηση, αποφεύγονται. Ο συγγραφέας διαμορφώνει την εικόνα της καθυστέρησης του ήρωά του κυρίως μέσω της περιγραφής της γλωσσικής του ανάπτυξης.
…Σπάνια πρόσθετε μια συλλαβή ή μετατόπιζε τον τόνο . Η φθογγολογία του ήταν περίεργη, και σ’ αυτήν τα περισσότερα ήταν τα λαρυγγόφωνα , κι από τα άφωνα , τα σκληρά και τα ψιλά . Γατί έλεγε το γατί , γατί το γιατί , γατί το χαρτί .
Ο Παπαδιαμάντης φέρεται να έχει πολύ προσεχτικά παρατηρήσει τη γλωσσική διαφοροποίηση των ατόμων με νοητική αναπηρία και περιγράφει με σαφήνεια τόσο τις δυσκολίες στην εκφορά και στην άρθρωση, όσο και το περιορισμένο λεξιλόγιο και την αδιαφοροποίητη χρήση της ίδιας λέξης σε διαφορετικές περιστάσεις, με διαφορετικές σημασίες. Παρόλα αυτά ο ήρωας, όπως φαίνεται στα κρίσιμα σημεία της πλοκής της διήγησης κατορθώνει να επικοινωνεί . Ο συγγραφέας άλλωστε τονίζει ότι υπήραχαν άνθρωποι που τον καταλάβαιναν ενισχύοντας τη θέση του Μ. Μ. Bakhtin ότι η γλώσσα αφορά την επικοινωνία, η οποία αποτελεί μια διαδικασία σχέσεων, όπου οι άνθρωποι λειτουργούν ως ομιλητές και ως ακροατές και στο ότι οι δύο θέσεις είναι δυναμικές και δραστήριες. Από τη στιγμή λοιπόν που ο ήρωας έχει λόγο έστω κι αν αυτός εμφανίζει σημαντική καθυστέρηση, η δυσκολία στην επικοινωνία οφείλεται και στην αδιαφορία του κοινωνικού περίγυρου να προσπαθήσει να τον κατανοήσει.
Θεωρούσε τον εαυτό του άχρηστο . Εκτός από τη γλώσσα , ο μισός άνθρωπος ήταν γερός . Το δεξί του πόδι σερνόταν πίσω από το αριστερό , δεν μπορούσε να κινηθεί ελεύθερα . Το δεξί του χέρι , αν και χοντρό και δυσανάλογο , αν και φαινόταν σχεδόν παράλυτο , είχε τεράστια δύναμη… Ήταν κουτσός, ήταν κουλός και μουγγός . Ήταν ο Μανολιός το Ταπόι.
Σε αυτό το σημείο της διήγησης γίνεται αναφορά στην κ λ ι ν ι κ ή εικόνα του ανάπηρου ήρωα . Η αναπηρία του προσεγγίζεται αρχικά ως απώλεια σωματική κι αισθητηριακή. Η κινητική δε αναπηρία δυσχέραινε ακόμα περισσότερο την κατάσταση , καθώς θα του στεκόταν εμπόδιο και για πολλές απλές λειτουργικές δραστηριότητες , αλλά θα του αφαιρούσε και τη δυνατότητα να ασχοληθεί με κάποια χειρονακτική εργασία , με αποτέλεσμα να αισθάνεται άχρηστος.
Κύρια ασχολία δε φαίνεται να έχει παρά μόνο τα μικρά θελήματα που κάνει στους ανθρώπους που τον συμπαθούν Κάπου-κάπου ένας φιλάνθρωπος ή διακριτικός άνθρωπος τον υπερασπιζόταν ενάντια στην επίθεση των αλητόπαιδων Σε αυτόν γινόταν σκλάβος για όλη του τη ζωή , και πρόθυμα έκανε γι αυτό θελήματα , ενώ με το ζόρι δεχόταν να τον φιλέψουν ή να τον κεράσουν.
Η πλοκή της ιστορίας θα φέρει τον Μανολιό αντιμέτωπο με ένα συνομήλικό του ορφανό, αρχηγό μιας συμμορίας, τον Μήτρο ,τον Τσηλότατο Γιατρό και η επιλογή του ως αντίπαλου ήρωα, προσδίδει αυτομάτως κοινωνική διάσταση στο θέμα της αναπηρίας καθώς Δίνεται έτσι έμφαση στον κοινωνικό αποκλεισμό που δέχονται κι άλλες ευάλωτες ομάδες πληθυσμού εκτός από τους ανάπηρους , εξαιτίας της μη πλήρους ένταξης στο πολυσύνθετο πεδίο του κοινωνικού συστήματος .
Η αναμέτρηση θα γίνει την παραμονή Πρωτοχρονιάς , όταν μια ομάδα παιδιών με φύλακα τον Μανολιό πηγαίνει να πει τα κάλαντα Στην επιστροφή γίνεται συμπλοκή με την συμμορία του Τσηλότατου κι ο Μανόλης δέχεται αρκετό ξύλο από τον Μήτρο. Σε κάποια στιγμή όμως έπειτα από προτροπή του Μανολιού , ένα αγόρι που καταλαβαίνει τη γλώσσα του, τον βοηθάει να πιάσει με το ανάπηρο χέρι του το λαιμό του φοβερού αντιπάλου. Η κατάληξη θα ήταν μοιραία για τον αρχηγό, αν κάποιο από τα παιδιά της συμμορίας, που τον αγαπούσε σαν αδελφό, δεν σκεφτόταν να φωνάξει ότι πεθαίνει η μάνα του Μανόλη. Ο Μανόλης πιστεύοντας το παιδιάστικο ψέμα αφήνει ελεύθερο τον αντίπαλο του και η συμμορία εξαφανίζεται Το αυθεντικό κείμενο του Παπαδιαμάντη τελειώνει παρουσιάζοντας όλα τα παιδιά χαρούμενα άλλα τον Μανόλη βαθιά ντροπιασμένο για την αφέλειά του. Το παιδί που τον βοήθησε να νικήσει τον Τσηλότατο σπεύδει να τον παρηγορήσει λέγοντας του:
-Καλύτερα που σε γέλασε παρά να σου το ‘λεγε στ’ αλήθεια και να λες πάλι, όπως την άλλη φορά, – θυμάσαι; -που κινδύνεψε να πεθάνει η μάνα σου: «Πα μένη! πά-ντα, μένη!» (Πάει , καημένη! πάντα πάε, κατακαημένη!)
Και με αυτό το σχόλιο για μια μάνα που προφανώς μεγαλώνοντας ένα παιδί με αναπηρία αργοπεθαίνει καθημερινά , βιώνει ένα σωρό απογοητεύσεις και δυσκολίες κι αγωνιά για το μέλλον του καθώς πρόκειται για μια π ρ ο σ ω π ι κ ή , οικογενειακή τ ρ α γ ω δ ί α, ολοκληρώνει το διήγημά του ο Παπαδιαμάντης.
Αντιθέτως το διασκευασμένο κείμενο των εκδόσεων Παπαδόπουλος ολοκληρώνεται με την εξής φράση: «…καλός και ο Γιατρός αλλά κι ετούτος ο Μανολιός εφέτος ήτανε αλλιώς!» Φράση η οποία ωθεί τον αναγνώστη να σκεφτεί αν πράγματι ο Μανολιός ήταν διαφορετικός ή αν απλώς οι συνθήκες έδωσαν την ευκαιρία να τεθεί το θέμα της αναπηρίας στα μάτια του κοινωνικού συνόλου, σε δεύτερη μοίρα.