Γεννήθηκε το 1964 στη Θεσσαλονίκη όπου ζει ακόμα. Σπούδασε Παιδαγωγικά στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Συγκριτική Λογοτεχνία σε μεταπτυχιακό επίπεδο στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Έχει γράψει τα θεατρικά έργα Μοργκεντάου (2003), που ανέβηκε στην Πειραματική Σκηνή της Τέχνης – Θέατρο Αμαλία το 2007, Πόσο καλό είναι το φως (2009) και τη νουβέλα Βγερού Γλυκά Φανού (εκδ. Αιώρα, 2016), η οποία ανέβηκε στο Θέατρο Αυλαία στη Θεσσαλονίκη.
Εμείς τον γνωρίσαμε το 2018 με το ευφάνταστο ιστορικό μυθιστόρημα Νι Πι, ο τελευταίος πειρατής του Αιγαίου και το νερό της ζωής και δύο χρόνια μετά μας καθήλωσε με το εξαίρετο Μάζεψε το θάρρος σου, Ανδώ (Χρυσή Λίστα ELNIPLEX 2021, Α΄ Βραβείο λογοτεχνικού περιοδικού «Ο Αναγνώστης», Βραχεία λίστα στα Κρατικά Βραβεία).
Αφορμή να συναντηθούμε σε αυτή τη συνομιλία υπήρξε το τελευταίο του βιβλίο για εφήβους και πρώτο από τη σειρά Αγριόπαπιες με τίτλο Η απόδραση: Όνειρο πρώτο το οποίο βρέθηκε στη Χρυσή Λίστα ELNIPLEX 2022 και στη Βραχεία Λίστα του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου στην κατηγορία του εκτενούς αφηγήματος για παιδιά μεγάλων τάξεων Δημοτικού και Γυμνασίου. Πρόκειται για ένα ιδιαιτέρως εύρυθμο βιβλίο, μια καθαρή σέπια φωτογραφία της χουντικής επταετίας με μια δική της εσωτερική ένταση και κίνηση που κερδίζουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Ο συγγραφέας Γιώργος Χατζόπουλος σε #Συνέντευξη στο #ELNIPLEX.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά μιας αγριόπαπιας που σε οδήγησαν να τα συσχετίσεις με τα παιδιά-ήρωές του πρώτου βιβλίου της σειράς;
Πρώτα απ’ όλα είναι το συνθετικό «άγρια», γιατί άγριοι είναι και οι εντεκάχρονοι ήρωες του βιβλίου. Έπειτα είναι η ιδιότητα που έχουν οι αγριόπαπιες να «πετάνε» ψηλά (πιο ψηλά απ’ όλα σχεδόν τα πουλιά – 6800 μέτρα). Γι’ αυτό και μου θυμίζουν τους κεντρικούς ήρωες του βιβλίου μου που κι αυτοί θέλουν να’ ανοίξουν τα φτερά τους και να πετάξουν ψηλά, κι ελεύθερα.
Υπήρξες αγριόπαπια εκεί στα ταραγμένα και ενδιαφέροντα 70’s; Πώς θυμάσαι τα δικά σου παιδικά/εφηβικά χρόνια μέσα στη Χούντα και την (πρώτη) Μεταπολίτευση;
Ναι, σίγουρα υπήρξα! Δεν μπορούσα να δεχτώ το αυστηρό και καταπιεστικό περιβάλλον του σχολείου, της εκκλησίας (για την ακρίβεια του Καταχτητικού) της κοινωνίας γενικότερα, αλλά ούτε τα πρέπει που μου επέβαλαν οι γονείς μου, και συνεχώς έψαχνα να βρω τρόπους να δραπετεύω από αυτήν την πραγματικότητα. Να σας πω ένα παράδειγμα μόνο, όταν ήμουν ακόμη μαθητής του Δημοτικού με το που σχολούσαμε από το σχολείο, πετούσα τη σάκα μου στην είσοδο της πολυκατοικίας που μέναμε και μετά τριγυρνούσα μέχρι το απόγευμα στους μαχαλάδες των 40 Εκκλησιών ή στο δάσος Σέιχ Σου παίζοντας ποδόσφαιρο ή «πόλεμο» μαζί με άλλα «καλόπαιδα» σαν κι εμένα, μέχρι να με βρει η μητέρα μου και να με μαζέψει.
Πού θα βρίσκεται ο Μίκης Θεοδωράκης στο συλλογικό υποσυνείδητο σε 100-200 χρόνια από σήμερα; Θα είναι μια μυθολογική μορφή σαν τον Σολωμό ή τους πιο αρχαίους προγόνους;
Πιστεύω πως όσο απομακρυνόμαστε από τα χρόνια που έζησε ο Μίκης Θεοδωράκης τόσο περισσότερο θα μυθοποιείται η μορφή του. Επειδή εμείς έτυχε να τον «ζήσουμε», να τον ακούσουμε και να τον δούμε από κοντά δε συνειδητοποιούμε ότι ο Μίκης δε μοιάζει με πραγματικό άνθρωπο και η ζωή του δεν είναι μία πραγματική ανθρώπινη ζωή.
Πόσοι «κανονικοί» άνθρωποι θα μπορέσουν σε μία ζωή να συνθέσουν χίλια τραγούδια, συμφωνικά κοντσέρτα, καντάτες και Ορατόρια, μουσική για φιλμ, θέατρο, λυρικές Τραγωδίες, όπερες και ταυτόχρονα να δώσουν τόσους Αγώνες ενάντια στους κατά καιρούς δυνάστες της χώρας; Όπως γράφω και στο προλογικό σημείωμα του βιβλίου «Η Απόδραση» ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ένα μυθικό πρόσωπο βγαλμένο από τα όνειρα, τους πόθους και τους καημούς της «ρωμιοσύνης», και αν ζούσαμε ακόμη στα χρόνια του Βυζαντίου, ο λαϊκός ραψωδός θα είχε πλάσει κάποιον ήρωα σαν τον Διγενή Ακρίτα με τα χαρακτηριστικά του Μίκη.
Ο Μίκης κατέβασε τη μεγάλη ποίηση στα χείλη των πιο απλών ανθρώπων, στην ταβέρνα την ώρα που πίνουν το κρασί. Ο τελευταίος εργάτης που υπέγραφε με σταυρό, τραγουδούσε πυρετικά «όταν σφίγγουν το χέρι…». Τι γίνεται και δεν, θεωρώ, συμβαίνει αυτό σήμερα;
Δύσκολη ερώτηση… Άλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι, άλλες ανάγκες και κυρίως άλλα όνειρα και άλλες ουτοπίες. Μιλάμε για τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, αλλά και του ’80, που οι άνθρωποι είχαν την ανάγκη και έ π ρ ε π ε να οραματιστούν μία άλλη «πατρίδα» και έναν άλλο «Έλληνα» για να επουλωθούν οι πληγές του εμφυλίου και για να ξεπεραστεί το μετεμφυλιακό κλίμα.
Τότε μ’ έναν «μ α γ ι κ ό» τρόπο (ας τον ονομάσουμε έτσι, γιατί ακόμη γράφονται και ξαναγράφονται θεωρίες γι’ αυτή τη συγκυρία) συναντήθηκαν ποιητές σαν τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Ρίτσο, τον Γκάτσο με μουσικούς σαν τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκη, τον Ξαρχάκο, τον Λοΐζο που με τα τραγούδια τους και τη μουσική του ενέπνευσαν και εξέφρασαν τους αγώνες των ανθρώπων.
Στη σημερινή εποχή, κυρίως μετά το millennium (2000), οι άνθρωποι έχουν αλλάξει, οι ανάγκες τους και τα όνειρα τους πολύ διαφορετικά· είναι πιο πολύ υπαρξιακά και υλικά, ενώ οι συλλογικές ουτοπίες απουσιάζουν παντελώς.
Οι αγριόπαπιες είναι τριλογία. Γιατί τα υπέγραψες ως «Όνειρα»; Είναι η διάσταση της ουτοπίας και της διάψευσης που ήθελες να δώσεις; Της φυσικής δυναμικής των προεφήβων (και εφήβων) να ονειρεύονται και να ελπίζουν στο καλύτερο;
Ναι ακριβώς! Οι έφηβοι έχουν αυτή τη μαγική φυσική δύναμη να ονειρεύονται έναν άλλο εαυτό πρώτα απ’ όλα (από αυτόν που τους κληροδοτήθηκε από τους γονείς), μιαν άλλη κοινωνία, έναν άλλο κόσμο. Πιστεύω πως όσα «συναντάμε» στη ζωή μας εκείνη την περίοδο που διαθέτουμε αυτή την ενέργεια, δηλαδή ανθρώπους, γεγονότα, βιβλία, τραγούδια κλπ, καθορίζουν και τις ουτοπίες μας. Αυτές τις τυχαίες «συναντήσεις», τις μικρές λεπτές, ανεπαίσθητες, αλλά πολύ ισχυρές λεπτομέρειες που συμβαίνουν στις ζωές μας προσπάθησα να αφηγηθώ στην «ΑΠΟΔΡΑΣΗ», αλλά και στα άλλα δύο βιβλία, όπου πλέον ο κεντρικός ήρωας της τριλογίας, ο Αλέξανδρος, θα είναι δεκατριών και δεκαέξι χρονών.
Διστακτικότητα, προβληματισμός, διαφοροποίηση, επιλογή, κόντρα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, αυτοπροσδιορισμός/ταυτότητα.
Πιστεύω πως η ανάγκη του αυτοπροσδιορισμού και της ταυτότητας είναι διαχρονική και πίσω της κρύβεται η «φυσική» ανάγκη του έφηβου για ελευθερία. Ο έφηβος είναι καταδικασμένος να σταθεί με διστακτικότητα απέναντι στους ενήλικες και στη ζωή που τον καλούν να συμμετέχει.
Σήμερα οι έφηβοι διαφοροποιούνται επιλέγοντας αντικομφορμιστικές συμπεριφορές και ταυτότητες που τους προτείνονται στο Instagram, στο tik tok, στο youtube, γενικά στο διαδίκτυο. Έχω την εντύπωση όμως πως οι συμπεριφορές αυτές στερούνται «περιεχομένου», δηλαδή δεν απορρέουν από μία πίστη σε κάποια ιδέα, σε κάποιο αίτημα, σε κάποια ουτοπία. Κάποιες από αυτές βέβαια έχουν ακτιβιστικό χαρακτήρα και θίγουν ανθρώπινα δικαιώματα, κυρίως τη φυλετική αδικία (π.χ. κοινότητα ΛΟΑΤ) ή την κλιματική αλλαγή. Όμως πάλι δεν είμαι σίγουρος κατά πόσο αυτός ο ψηφιακός ακτιβισμός μπορεί να οδηγήσει σε πολιτική σκέψη και ακόμη περισσότερο σε πολιτική πράξη.
Η δεκαετία του 70’ μοιάζει με ένα μεταίχμιο όπου από τη μια παλεύει να αφήσει πίσω της πολέμους, εμφυλίους, συγκρούσεις, δικτατορίες, Πολυτεχνείο, Κύπρο, αντίσταση, το Χημείο, από την άλλη να οδηγήσει τον κόσμο και την Ελλάδα σε έναν νέο βηματισμό. Πόσο δύσκολο είναι να αποτυπωθεί μια τέτοια εποχή για να δοθεί κατά κύριο λόγο σε εφήβους;
Είναι δύσκολο κυρίως γιατί στις μέρες μας υπάρχει ένας αρνητισμός των εφήβων για την Ιστορία, ακόμη και για τη δική μας Ιστορία. Ίσως γιατί ο σύγχρονος πολιτισμός είναι έντονα συνδεδεμένος με το «τώρα», με το «σύγχρονο»…
Τα δύο προηγούμενα εφηβικά – νεανικά βιβλία μου αν και αφορούν το παρελθόν και την Ιστορία μας (Ελληνική πειρατεία 1828, Βυζάντιο και Ακρίτες 10ος αιώνας) δε θυμίζουν καθόλου ιστορικό μυθιστόρημα – μοιάζουν περισσότερο με τα μυθιστορήματα φαντασίας, με τα παραμύθια. Οι «Αγριόπαπιες» δεν περιέχουν καθόλου φαντασιακά στοιχεία ούτε μοιάζουν με παραμύθι. Ωστόσο, αν και μιλάνε για όλα αυτά που ανέφερες, επέλεξα η τριλογία να είναι μία ατοπική και αχρονική ιστορία (όπως πολύ σωστά επισήμανες σ’ ένα άρθρο σου στο elniplex). Υπερβαίνοντας το συγκεκριμένο και το οριοθετημένο στον χώρο και τον χρόνο, γράφοντας μια ιστορία καθολική και διαχρονική, ο αναγνώστης μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι αυτό που συνέβη στην Ελλάδα μετά τον Παγκόσμιο πόλεμο θα μπορούσε να συμβεί και σε μία άλλη κοινωνία, γιατί οι ίδιες αιτίες γεννάνε τα ίδια αποτελέσματα. Είναι μία σκέψη πολύ σημαντική για μένα, γιατί μας βγάζει από τον εθνοκεντρικό τρόπο αντίληψη των κοινωνιών και των πολιτισμών.
Πόσο διαψεύστηκαν ή δικαιώθηκαν οι σκέψεις, τα δικά σου όνειρα για έναν καλύτερο κόσμο;
Πολύ… Όταν ήμουν φοιτητής διάβαζα καθημερινά εφημερίδα, μελετούσα βιβλία πολιτικά, ιστορικά, πήγαινα σε συνέδρια, σε εκδηλώσεις που αφορούσαν τον πολιτισμό, και πίστευα όπως και όλοι μας τότε πως όταν η γενιά η δική μας έρθει στα πράγματα θα οικοδομήσουμε μία νέα και καλύτερη Ελλάδα, έναν καλύτερο κόσμο.
Δυστυχώς νομίζω πως τα όνειρα μας διαψευστήκαν. Αν και είμαι από τους ανθρώπους που πιστεύουν πως η ανθρωπότητα προχωράει «μπροστά» νομίζω πως στο θέμα του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουμε οπισθοχωρήσει.
Σήμερα, μια ελληνική οικονομική κρίση, μια πανδημία και ένας πόλεμος πάνω από το κεφάλι μας ακριβώς τι αποκάλυψαν στη δική σου σκέψη;
Την ανάγκη να γίνουμε πιο ενεργοί πολιτικά. Και λέγοντας πολιτικά δεν εννοώ κομματικά, αλλά Αριστοτελικά, με την έννοια του «βουλεύεσθαι», του «κρίνειν», και με τη ανάγκη για συμμετοχή στην άσκηση εξουσίας.
Με τα δύο επόμενα βιβλία της τριλογίας σου, «Η Εξέγερση» και «Η Απελευθέρωση» που θα βαδίσεις ως προς το ιστορικό πλαίσιο και τα γεγονότα; Θα μείνεις στη δεκαετία του 70’; Θα διαφύγεις προς το 80’; Ποια παλλαϊκά αιτήματα ή ματαιώσεις θα ακολουθήσουν οι ήρωές σου;
Στα επόμενα δύο βιβλία οι τρεις κεντρικοί ήρωες των βιβλίων, ο Αλέξανδρος, η Βερονίκη και ο Γιώργος, θα είναι πλέον δεκατεσσάρων και δεκάξι χρονών, δηλαδή θα τους συναντήσουμε το 1976 και το 1979, άρα θα παραμείνουμε στη δεκαετία του ’70. Θα παρακολουθήσουμε όλες τις εφηβικές τους ανησυχίες και περιπέτειες που θα τους οδηγήσουν στην πολιτική και ερωτική τους ωρίμανση (με διαφορετικό τρόπο για τον καθένα). Στην «Εξέγερση» θέλησα να σχολιάσω την ανάγκη των ανθρώπων (και των νέων, ακόμη και των μαθητών) εκείνης της εποχής να συμμετέχουν σε παλλαϊκά κινήματα που απαιτούσαν τον εκδημοκρατισμό των θεσμών, αλλά παράλληλα και την εμφάνιση του κομματικού φαινομένου, ενώ στην «Απελευθέρωση» θέλησα να σχολιάσω την ανάγκη μερίδας της νεολαίας, μετά την απογοήτευση του κομματισμού, να φλερτάρουν ή και να επιλέξουν πιο ακραίες μορφές αντίδρασης και δράσης.
Έχει απογοητεύσει η πολιτική τους σημερινούς εφήβους; Ή οι έφηβοι έχουν άλλες έγνοιες πια από τη συλλογικότητα και τα κοινά;
Σίγουρα οι έφηβοι και οι νέοι, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την Ευρώπη, δεν έχουν την έγνοια για τα κοινά που είχαν οι έφηβοι των δεκαετιών του ’70 ή του ’80. Οι νεολαίες έγιναν περισσότερο ατομοκεντρικές και με μειωμένες κοινωνικοπολιτικές ανησυχίες και ενδιαφέρον για συμμετοχή σε πολιτικές συλλογικότητες.
Πιστεύω πως μετά το 2011 και όσα συνέβησαν τότε, ειδικά στην Ελλάδα, εμφανίστηκαν και εμφανίζονται νέες μορφές συλλογικότητας (όχι κομματικές) μέσα από τις οποίες ιδιαίτερα οι νέοι μπορούν και θέλουν να εκφράσουν τη δυσφορία τους ή τα όνειρά τους για έναν άλλον καλύτερο κόσμο.
Γιατί το Netflix κέρδισε το βιβλίο τα τελευταία χρόνια στις εφηβικές επιλογές; Είναι πιο εύκολο να βλέπεις τον κόσμο από το να τον σκηνοθετείς με έναν συγγραφέα στο μυαλό σου;
Έθιξες ένα θέμα που κι εμένα με προβληματίζει και με απασχολεί γιατί έχω δύο παιδιά δώδεκα και δεκατεσσάρων ετών που ναι μεν διαβάζουν λογοτεχνικά βιβλία, αλλά κυρίως παρακολουθούν Netflix. Δε λέω και οι ταινίες και σειρές αφηγούνται ιστορίες, όπως και η λογοτεχνία (και οι ιστορίες είναι η βάση του πολιτισμού μας), η διαφορά είναι όμως, όπως πολύ σωστά επισήμανες, πως η ανάγνωση σου δίνει το χρόνο και την ευχέρεια να ενεργοποιήσεις τη σκέψη σου και τη φαντασία σου σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό. Μπορείς να σταματήσεις σε μία παράγραφο, να την ξαναδιαβάσεις, να τη σκεφτείς, να τη φανταστείς όπως εσύ θέλεις… Είναι ένα πολύ πιο δημοκρατικό μέσο το βιβλίο.
Θα μας πεις 1-2 τραγούδια που σε όρισαν τότε;
«Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας», «Στη συγκέντρωση της ΕΦΕΕ», αλλά και όλα τα τραγούδια του Σαββόπουλου! Γι’ αυτό και μετά τον Θεοδωράκη, στο δεύτερο βιβλίο της σειράς θα έχει την τιμητική του.
Γιώργος Χατζόπουλος
Η απόδραση (Όνειρο πρώτο, Σειρά: Αγριόπαπιες)–)
Ακόμα:
Μάζεψε το θάρρος σου, Ανδώ–)
Νι Πι ο τελευταίος πειρατής του Αιγαίου και το νερό της ζωής–)
Διαβάστε
Η απόδραση (Όνειρο πρώτο, Σειρά: Αγριόπαπιες), του Γιώργου Χατζόπουλου