Από την πολύβουη ζωή της τηλεόρασης και του κινηματογράφου, στον μοναχικότερο μα εξόχως δημιουργικό βίο του συγγραφέα και του αρθρογράφου. Μεταξύ της στήλης του στην Athens Voice και των βιβλίων του, μεσολαβούν πολλοί κόσμοι και πραγματικότητες. Και έχοντας τον λογισμό ανοιχτό, φροντίζει να τους αντιλαμβάνεται σχεδόν όλους, να εμπνέεται από αυτούς και να δημιουργεί σπάνια λογοτεχνικά μονοπάτια. Με τη Λέσχη των Αλλόκοτων Πλασμάτων, ο Γιώργος Κ. Παναγιωτάκης δημιούργησε έναν απολαυστικό, κόσμο που υποψιάζεσαι ότι ισορροπεί, ανασαίνει και παραληρεί ακριβώς δίπλα από αυτόν που λέμε “δικό μας”.
Συνέντευξη στον Απόστολο Πάππο που έμαθε πράγματα συζητώντας με τον Γιώργο Κ. Παναγιωτάκη.
Γιώργο, καλώς όρισες στο elniplex και ευχαριστώ για την τιμή να συνομιλήσουμε. Επίτρεψέ μου να αρχίσω κάπως ανάποδα… Διαβάζαμε περισσότερο παλιά και η σημερινή γενιά το έκοψε το χόμπι ή πάνω κάτω τα ίδια ήμασταν και παλιότερα;
Γεια σου Απόστολε και ευχαριστώ για την πρόσκληση. Να σου πω τη μαύρη μου αλήθεια δεν ξέρω. Έχω πάντως την αίσθηση πως βρισκόμαστε στα ίδια, όχι και πολύ καλά, επίπεδα. Η διαφορά είναι ότι σήμερα εκδίδονται περισσότερα και τολμώ να πω ποιοτικότερα βιβλία. Ή, πιο σωστά, ο αναγνώστης έχει πρόσβαση σε περισσότερα ποιοτικά βιβλία –άλλο αν τελικά τα επιλέγει. Σε κάθε περίπτωση, θα περίμενε κανείς πως σήμερα τα παιδιά θα διάβαζαν περισσότερο, κάτι που μάλλον δεν ισχύει. .
Γιατί πιστεύεις ότι σήμερα βγαίνουν ποιοτικότερα βιβλία; Τι μάθαμε και φτιάξαμε;
Καταρχάς, είναι καλύτερες οι μεταφράσεις. Έχουμε πια εξαιρετικούς μεταφραστές, ορισμένοι δε από αυτούς ασχολούνται και με το παιδικό βιβλίο. Επίσης, έχουν βελτιωθεί εντυπωσιακά οι εικονογραφήσεις, ενώ υπάρχουν και οι καλοί νεώτεροι συγγραφείς, Έλληνες και ξένοι, οι οποίοι προστίθενται στους παλαιότερους. Από την άλλη μεριά, επειδή σήμερα η εκδοτική παραγωγή είναι πολύ μεγαλύτερη, έχουν αυξηθεί αριθμητικά και τα μέτρια ή κακά βιβλία. Το αποτέλεσμα είναι ότι κάποια αριστουργήματα χάνονται μέσα στο πλήθος των ανούσιων εκδόσεων.
Σε αυτό ακριβώς… Τι κάνει ένα παιδικό/νεανικό βιβλίο ανούσιο και τι αριστουργημα; Υπάρχει ένα “ποιοτικό τεστ”;
Ένα λογοτεχνικό ISO… Εντάξει, ευτυχώς δεν υπάρχει. Υπάρχει όμως η κρίση μας. Η δική μου ορίζει ως ανούσια τα βιβλία που είναι άτολμα και μονοεπίπεδα. Εκείνα που έχουν αδούλευτη γλώσσα και σχηματικούς χαρακτήρες. Που αποπνέουν ανέξοδη συγκίνηση ή φτηνό χιούμορ. Που καταπιάνονται μηχανιστικά με ένα θέμα επειδή αυτό το θέμα πουλάει, συζητιέται ή είναι προβοκατόρικο. Που χαϊδεύουν τα αυτιά του αναγνώστη χρησιμοποιώντας στερεότυπα και κάθε είδους ευκολίες και συνταγές. Τα βιβλία αυτά λειτουργούν όπως οι παρωπίδες στα άλογα. Περιορίζουν τη θέα και στενεύουν τους ορίζοντες.
Γιώργο, θα αλλάξω θέμα. Με απασχολούν πολύ κάτι “Αλλόκοτα Πλάσματα” τελευταία. Προφανώς ένα τέτοιο πρότζεκτ σε απασχολούσε καιρό. Πώς δομείται όμως μέσα σου κάτι τόσο -επίτρεψέ μου- πολυεπίπεδο και απαιτητικό ως σύνθεση δημιούργημα;
Κάθε σύνθετη ιστορία που περιέχει πολλούς ήρωες και τοποθετείται σ’ έναν κόσμο τον οποίο πρέπει δομήσεις από την αρχή, απαιτεί πράγματι πολλή δουλειά. Την κουβαλάς μέσα σου καιρό, παράλληλα με τις άλλες ασχολίες και τα γραψίματα, ψάχνοντας να βρεις το νήμα της αφήγησης, το παρελθόν των ηρώων, τις σχέσεις ανάμεσά τους και βέβαια το ύφος που θα σε βοηθήσει να περάσεις με λειτουργικό τρόπο όλον αυτόν τον κόσμο στο χαρτί. Κρατάς σημειώσεις, κάνεις σχεδιαγράμματα και χάρτες, γράφεις και σβήνεις… Υπάρχει πάντως μια οριακή στιγμή κατά την οποία ανακαλύπτεις την αλήθεια του κάθε ήρωα και ξεκλειδώνεις τη δική σου μυστηριώδη σχέση με την ιστορία. Το γιατί καταπιάνεσαι μ’ αυτήν. Γιατί είναι σημαντικό για εσένα να την ολοκληρώσεις; Από εκεί και έπειτα τα πράγματα γίνονται πολύ πιο εύκολα. Κάπως έτσι έγινε και με τη Λέσχη Αλλόκοτων Πλασμάτων.
Και τωρα η πιο εύκολη ερώτηση όλων των εποχών. Γιατί λοιπόν καταπιάστηκες μ’ αυτήν την ιστορια; Γιατί έγραψες γι’ αυτή τη Λέσχη;
Ε, αυτά δύσκολα βγαίνουν παραέξω. Άλλωστε, περισσότερο τα διαισθάνεσαι παρά τα ορίζεις με σαφήνεια. Ανακάλυψα πάντως πως έχω ορισμένα κοινά στοιχεία με τους ήρωες. Για παράδειγμα ταυτίζομαι σε μεγάλο βαθμό με την Πέτρα Λουίζα, η οποία απέκτησε έναν δεύτερο εαυτό για να τα προλαβαίνει όλα. Ή με τον Κωνσταντίνο που έχει ανάγκη να κρέμεται ανάποδα και να βλέπει τα πράγματα αντεστραμμένα ώστε να είναι χαρούμενος και να ισορροπεί.
Τελικά, οι ήρωες αποσπώνται από τον δημιουργό τους ορίζοντας από ένα σημείο κι έπειτα την τύχη τους ή είναι πάντα μαριονέτες στα χέρια του μικρού θεού/συγγραφέα; Τι συνέβη με τα δικά σου πλάσματα;
Δεν ξέρω πώς λειτουργούν οι άλλοι συγγραφείς, οπότε θα μιλήσω μόνο για τους δικούς μου ήρωες. Αυτοί ξεκινούν απόλυτα πιστοί και νομοταγείς στα όρια που τους έχουν τεθεί. Καθώς όμως η ιστορία εξελίσσεται, αποκτούν ορισμένα απρόβλεπτα χαρακτηριστικά καθώς και ανάγκες τις οποίες δεν μπορώ παρά να σεβαστώ. Οι ήρωες της Λέσχης Αλλόκοτων Πλασμάτων δεν αποτέλεσαν εξαίρεση. Από ένα σημείο και έπειτα χειραφετήθηκαν και επέβαλλαν αρκετές αλλαγές στο αρχικό σχέδιο.
Έχεις συνειδητοποιήσει ποιοι δημιουργοί σε επηρέασαν στις συγγραφικές επιλογές σου – γενικά αλλά και στη Λέσχη- ή είναι μια εντελώς υπόγεια διαδικασία αυτή;
Νομίζω ότι συμβαίνει το δεύτερο. Είμαι πάντως βέβαιος πως έχω επηρεαστεί από πολλούς και πολλές. Και όχι μόνο από συγγραφείς. Μας επηρεάζουν και οι ταινίες που βλέπουμε, τα έργα τέχνης που θαυμάζουμε, αλλά και η συνύπαρξή μας με ανθρώπους –όχι απαραίτητα καλλιτέχνες- που θεωρούμε σημαντικούς.
Σε αυτό που λες… Υπάρχει κάποιο έργο ή τμήμα του έστω που όρισε καταφανώς μια πτυχή του συγγραφικου σου -ας πούμε- προσανατολισμού;
Δεν μπορώ να ξεφύγω ε; Λοιπόν, υπάρχει ένα κεφάλαιο στον «Τομ Σόγιερ» το οποίο ανακαλώ συχνά. Είναι εκεί όπου ο Τομ και η Μπέκι, έχουν χαθεί και περιπλανιούνται μέσα στη σπηλιά. Το φαγητό έχει σωθεί, το κερί τελειώνει, το σκοτάδι είναι αφόρητο, υπάρχουν νυχτερίδες…Οι μέρες περνούν και τα παιδιά έχουν σχεδόν αποδεχτεί τη μοίρα τους, ώσπου ο Τομ αποφασίζει ότι είναι προτιμά να πεθάνει προσπαθώντας παρά να περιμένει τον τέλος με σταυρωμένα τα χέρια. Και κάπως έτσι θα βρει την έξοδο. Αυτή η σκηνή πιθανότατα όρισε μια πτυχή του προσανατολισμού μου. Θα μπορούσα ακόμη να αναφέρω κάποια κεφάλαια από τον «Πύργο» του Κάφκα ή ορισμένες σκηνές από την «Νύχτα του Κυνηγού», την αριστουργηματική αυτή ταινία του Τσαρλς Λότον. Αν ψάξεις βρίσκεις, τελικά!
Η Λογοτεχνία του Φανταστικού στην Ελλάδα περπατάει καλύτερα τα τελευταία χρόνια από την σχεδόν ανυπαρξία των περασμένων δεκαετιών. Αν συμφωνείς μαζί μου -αλλα κι αν διαφωνείς- γιατί συμβαίνει αυτό; Τι (δεν) άλλαξε;
Καταρχάς, υπάρχει το ερώτημα τι ορίζουμε ως λογοτεχνία του φανταστικού. Αν μελετήσουμε τους ορισμούς που έχουν δώσει ο Τοντόροφ και άλλοι θεωρητικοί, θα ανακαλύψουμε ότι πολύ μεγάλο μέρος της καλής ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας -παλαιότερης και νεώτερης- εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία. Και όχι μόνο της παιδικής. Τη λογοτεχνία του φανταστικού έχουν υπηρετήσει, μεταξύ άλλων, ο Γονατάς, ο Σκαρίμπας, ο Καχτίτσης, ο Βιζυηνός και ο Καραγάτσης (με το καταπληκτικό «Χαμένο νησί»). Παρ’ όλα αυτά, πρόκειται για ένα είδος αρκετά συκοφαντημένο αφού, λόγω άγνοιας, πολύς κόσμος το κατατάσσει στην «παραλογοτεχνία». Δηλαδή ο Φίλιπ Πούλμαν ή ο νομπελίστας Καζούο Ισιγκούρο, για να σου πω τους δύο που μου ήρθαν πρώτοι στο μυαλό, κάνουν παραλογοτεχνία. (Παρεμπιπτόντως τόσο ο «Θαμμένος Γίγαντας» όσο και το «Μη με αφήσεις ποτέ» του Ισιγκούρο είναι εξαιρετικά δείγματα του είδους). Γενικά. λοιπόν, πιστεύω ότι η λογοτεχνία του φανταστικού περπατούσε καλά και στο παρελθόν. Εκείνη που, ποσοτικά τουλάχιστον, έχει αναπτυχθεί είναι η αγγλοσαξωνικού τύπου φανταστική λογοτεχνία. Και η αιτία είναι πως αρκετοί συγγραφείς της νεώτερης γενιάς, έχουν επηρεαστεί από τον Τόλκιν και άλλους σημαντικούς δημιουργούς. Όμως, επαναλαμβάνω, η λογοτεχνία του φανταστικού είναι κάτι πολύ ευρύτερο. Και πολύ σοβαρό.
Καθώς η συνέντευξη μας εξελίσσεται έχουν συμβεί δύο εξαιρετικά αναμενόμενα (!) πράγματα: έκλεισες τα (δεν το λέω)…. σου χρόνια και η Αλαστρα είναι στη βραχεία λίστα των κρατικών βραβείων. Χρόνια πολλά, συγχαρητήρια και… Πιστεύεις στις ευχές, Γιώργο;
Η ορθολογιστική πλευρά του εαυτού μου υποστηρίζει πως οι ευχές δεν έχουν κάποιο νόημα ή αντίκρισμα. Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά που πιστεύει τόσο στις ευχές, όσο και στη θετική αύρα που μπορεί να δώσει ο ένας άνθρωπος στον άλλο. Και στα σαράντα εννιά μου πια, είμαι αρκετά ώριμος ώστε να ξέρω πως το δίκιο το έχει η δεύτερη. Δίνω λοιπόν συχνά ευχές μέσα από την καρδιά μου και φυσικά τις δέχομαι με χαρά. Σ’ ευχαριστώ πολύ!
Θέλω να κλείσουμε την συζήτηση μας με δυο ερωτήσεις. Όταν ήρθαν για εμένα. Δεν είναι μια απλή συνέχεια της Λέσχης Αλλοκοτων Πλασμάτων. Είδα μια ολόκληρη κοσμοθεωρία να στέκεται ακόμα πιο σθεναρά. Πες μου για το νεο σου βιβλίο.
Δεν θα πω πολλά, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να μου ξεφύγει κανένα σπόιλερ. Θα πω μόνο ότι ο Μάρκο ερωτεύεται. Και ότι, στον έξω κόσμο αρχίζει να αποκτά δύναμη μια πολιτική παράταξη που βάζει στο στόχαστρο διάφορες κατηγορίες πολιτών -μεταξύ αυτών και τα αλλόκοτα παιδιά. Υπάρχουν ακόμη μπόλικες ψεύτικες ειδήσεις που διαδίδονται κυρίως μέσω διαδικτύου, αλλά και μια σκοτεινή ανάμνηση που έρχεται από τα παιδικά χρόνια της καθηγήτριας των εικαστικών Ζορζέτ Ποτεπιά. Φοβάμαι πως ήδη αποκάλυψα πολλά…
Ολοκληρώνοντας αυτήν την συνομιλία μας, η άμυνά μας απέναντι στις ψεύτικες ειδήσεις του διαδικτύου, στον πολιτικό λόγο που στοχοποιει κατηγορίες ανθρώπων κατά το δοκούν, απέναντι στη μιζερια, ποια μπορεί να είναι;
Υπάρχουν διάφορες μορφές άμυνας και αντίστασης. Μια από αυτές είναι η μόρφωση. Ένας καλλιεργημένος άνθρωπος, ένας άνθρωπος που αγαπά τα βιβλία, το θέατρο, τον κινηματογράφο, την τέχνη, τα ταξίδια δύσκολα πιάνεται κορόιδο από την προπαγάνδα του μίσους. Κυρίως όμως είναι η αλληλεγγύη προς τους αδύναμους ή τους στοχοποιημένους. Είναι άλλωστε γνωστό, το έχουμε δει και στο παρελθόν: Αν αφήσουμε το τέρας να δρα ανενόχλητο, αργά ή γρήγορα “θα έρθει και για εμάς”.
Γιώργο, σ’ ευχαριστώ θερμά γι’ αυτήν τη συνομιλία. Ξέχασα… πότε περιμένουμε το τρίτο βιβλίο των αλλοκοτων πλασμάτων;
Εγώ ευχαριστώ, Απόστολε! Ήταν μια πολύ όμορφη και μεστή συνομιλία. Το τρίτο βιβλίο της Λέσχης Αλλόκοτων Πλασμάτων είναι στον δρόμο και προχωρά με αργό αλλά σταθερό ρυθμό. Ελπίζω λοιπόν ότι σε λίγους μήνες θα βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία.