More
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 1068x150
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 1068x150
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 1068x150
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_405x150
    patakis_tallek_405x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 405x150
    ΑρχικήELNIPLEX+ΑρθρογραφίαΓιοσμάς, αετός ετράνινε, γράφει η Έλενα Αρτζανίδου

    Γιοσμάς, αετός ετράνινε, γράφει η Έλενα Αρτζανίδου

    Γράφει η συγγραφέας Έλενα Αρτζανίδου

    Εκείνο το πρωί, μια μυρωδιά ανάγκασε τον αετό να πετάξει λίγο πιο χαμηλά από ότι το συνήθιζε. Έφερε μια μεγάλη γυροβολιά πάνω από το ορμάνι1 και γρήγορα βρέθηκε πάνω από τον τόπο που γνώριζε καλά. Εκεί στα ρασία2 γεννήθηκε και αυτήν την πόλη πρωτογνώρισε μόλις άνοιξε τις φτερούγες του. Πέταξε χαμηλότερα και δίχως να το καταλάβει έγινε ο πρώτος μάρτυρας του βουητού. Αυτός, ο αγέρωχος που από φόβο δεν ήξερε ένιωσε τα πόδια του να παραλύουν σαν είδε μαύρα γεράκια να ορμούν, φωτιά να σπέρνουν και κακό στον τόπο να προκαλούν. Μαχαιριά μέσα του σαν είδε γνώριμους άνδρες και γυναίκες που μέχρι χθες σκαλίζανε, ποτίζανε, χτίζανε σπίτια, σχολεία και εκκλησιές να βασανίζονται, να σέρνονται στο δρόμο.  “Πουλόπο έτονε3-4“, όταν έμαθε πως όλοι τους εδώ και γύρω ήταν Ρωμιοί. Ρωμιοί του Εύξεινου Πόντου και ζούσανε με άλλους μαζί και μονιασμένοι. Και τώρα κάπνα, κραυγές και πανικός και αυτός ο περήφανος, ο αετομάτης, ανάσα δεν μπόρεσε να πάρει και έκανε να φύγει,όμως…

    Σε μια  επόμενη μεγάλη στροφή πάγωσε το δάκρυ του σαν είδε την εκκλησιά να φλέγεται και το σχολείο ρημάδι. Χαμήλωσε όσο ποτέ μα ποτέ δεν τόλμησε και αμέσως πήραν και ρίγησαν τα δυο φτερά του από το μοιρολόι και τον οδυρμό μιας γυναίκας εκεί, της μάνας παραδίπλα, ένα κορίτσι, ένα παιδί , κόσμος, κόσμος πολύς μοιρολογούσε και έσερνε τα πόδια.

    Για πού;

    Για όπου και ο αετός κοντά τους. Στάθηκαν για λίγο και εκείνος μαζί και βρέθηκε πάνω σε ένα κλαδί καμένο. Μουδιασμένος άκουσε για την φωτιά σε όλο τον Πόντο. Μάνα μου!

    Αναπήδησε σαν η μοιρολογήτρα έβγαλε κραυγή για το παιδί που δεν πρόλαβε να δει το φως της όμορφης Ορντού. Για την Αργυρούπολη που πνίγηκε στο αίμα. Για την κόρη που δεν χόρτασε τον άντρα μόλις στεφανώθηκε. Για τον κύρη που δούλεψε σκληρά με τα γυμνά του χέρια. Για τον έμπορο που έφερε τον πλούτο στον τόπο που γεννήθηκε. Για τον γραμματιζούμενο που ήρθε πίσω στην πατρίδα για να διδάξει. Μαύρο το τραγούδι για όλους αυτούς, για τους χιλιάδες που νεκροί παρατημένοι και άλλοι αιχμάλωτοι και τούτοι κυνηγημένοι, κουρελήδες από νοικοκυραίοι.

    Ο αγέρωχος αετός ξαφνικά μίκρυνε, έγινε σπουργίτι πάνω στο καπνισμένο το κλαδί. Κόντεψε να γκρεμιστεί από το πικρό, το βασανιστικό τραγούδι του χαμού. Αλλά ξάφνου συνήλθε. Ήταν γιοσμάς, αετός του Πόντου και δε θα χανόταν. Σήκωσε το κεφάλι, τίναξε τις φτερούγες του και πήρε να ψηλώνει. Αμέσως πήρε την απόφαση και πέταξε μακριά ακολουθώντας το ξεριζωμένο πλήθος μέχρι που είδε θάλασσα και έφτασε μαζί τους στα παράλια. Έκανε να γελάσει, όμως μαράζωσε διπλά σαν είδε παντού κορμιά να καίγονται και άλλα να βουτάνε στα νερά για να σωθούν και εκείνη η ταξιδεύτρα να τα αρπάζει. Τα δάκρυα δεν ντράπηκαν μούσκεψαν το πρόσωπο, το χόρτασαν πλημμύρα, όταν μέσα στη θολούρα είδε κάποιους να πηδάνε σε βάρκες, να φτάνουν στο μεγάλο βαπόρι και τότε βρήκε την ανάσα του και χτύπησε τις καψαλισμένες του φτερούγες.

    ¨Αχ!¨ έκανε και έφτασε πολύ ψηλά και πέταξε με τα μάτια κατακόκκινα και έκραξε με την φωνή του Πόντου:

    «Να αλί εμάς να βάι εμάς»!7

    Στιγμή δε σταμάτησε το ρυθμικό πέταγμα. Στην αρχή φάνηκε μπερδεμένος σαν πήγε πίσω στα απογυμνωμένα ρασία, αλλά όχι τα αποχαιρέτησε και ακολούθησε όσους σταθήκαν ζωντανοί. Με πείσμα συνέχισε να χτυπά τις φτερούγες, κατάπιε τον πόνο, έκρυψε το δάκρυ και περήφανος εκεί από ψηλά με τους κατατρεγμένους, τους ξεριζωμένους,  όσους επέζησαν από την φωτιά, το τσεκούρι, την σφαγή μέχρι τη νέα πατρίδα.

    Τους είδε όταν βγήκαν από το βαπόρι περισάνηδες8 και όταν όλοι πάτησαν το πόδι στη νέα στεριά τους κύκλωσε και αυτοί λες και  ξύπνησαν σαν τον είδαν. Υπνωτισμένοι πλησίασαν σιμά σιμά και δώσανε τα χέρια και με τα πόδια να χτυπούν τη γη για να ξυπνήσουν τους νεκρούς που άφησαν πίσω, τις κραυγές για τους ζωντανούς πήραν Πυρρίχιο γοργό και πονεμένο. Πυρρίχιο, εκεί στο λιμάνι.

    Κατάκοποι μετά πέσαν στη λασπουριά και αυτός ο γιοσμάς6, ο αετός πήρε να τραγουδάει, μαζί του και ο κόσμος όλος.

    “Η Ρωμανία πέρασεν ανθεί και φέρει κι άλλο”.

    ΥΓ: Το Τσαμπασιν ήταν ορεινό χωριό, θερινός τόπος έξω από Ορντου, από όπου ήταν η γιαγιά μου και μέχρι τέλους το τραγούδαγε με δάκρυα στα μάτια.

    Έλενα Αρτζανίδου

    1 Ορμάνι:Δάσος
    2 Ρασία:Βουνά
    3 Πουλόπο:Μικρό πουλί
    4 Έτονε:Ήταν
    5 Ετράνινε:Μεγάλωσε
    6 Γιοσμάς:Λεβέντης, όμορφος
    7 Να αλί εμάς να βάι εμάς: Αλίμονο σε εμάς βάι σε εμάς
    8 Περισάνηδες: Ρακένδυτοι

    RELATED ARTICLES

    Most Popular