Πέντε γυναίκες συγγραφείς που βρίσκονται πίσω από πολύ ιδιαίτερα βιβλία, τα οποία ενώνονται με το αόρατο και ορατό νήμα της ιστορίας κάτω από τη σκέπη του 1922, έγιναν η αιτία της δημιουργίας μιας Βιβλιοσυνάντησης, μιας διαφορετικής μορφής συζητήσεων/ #Συνεντεύξεων στο #ELNIPLEX.
Με τις πέντε εκλεκτές προσκεκλημένες μου, προέκυψε μια ζεστή και πολύ ξεχωριστή ζωντανή συζήτηση, γεμάτη μνήμες, βιώματα, προσωπικές αναφορές, Ιστορία, γοητευτικές μικρο-ιστορίες και ασφαλώς πολλή λογοτεχνία.
Με πυρήνα το συντριπτικό, σαρωτικό 1922, που προσδιόρισε την τύχη του σύγχρονου Ελληνισμού και εξακολουθεί να ορίζει όψεις του, γίναμε ένας απαράμιλλος διαδικτυακός καμβάς (τι γράφει κανείς για να αποφύγει τη λέξη “πάνελ”!) με τις πράγματι διακεκριμένες συγγραφείς Αγγελική Δαρλάση, Ελένη Δικαίου, Λίλη Λαμπρέλλη, Αλεξάνδρα Μητσιάλη και την εικονογράφο και συγγραφέα Φωτεινή Στεφανίδη και μιλήσαμε με μια σπάνια αλληλεπιδραστική ζωντάνια σε μια απροσχεδίαστη συζήτηση με υποτυπώδη δομή που άφησε τον αυθορμητισμό να θριαμβεύσει, το βίωμα και τη γνώση να κυλήσουν σαν αληθινό ποτάμι.
Προτού περάσουμε σε όσα πολύ ενδιαφέροντα είπαν οι πέντε ξεχωριστές κυρίες, να παραθέσω ότι τα βιβλία που υπήρξαν η αιτία για αυτή τη συνεύρεση ήταν Το αγόρι στο θεωρείο της Αγγελικής Δαρλάση, Ο τελευταίος Έλληνας της Σμύρνης και Τα κοριτσάκια με τα ναυτικά της Ελένης Δικαίου, Το πέρασμα. Αϊβαλί-Μυτιλήνη 1922 της Λίλης Λαμπρέλλη, Το μαντίλι με τα τριαντάφυλλα της Αλεξάνδρας Μητσιάλη και το Τζιέρι μου 1922 της Φωτεινής Στεφανίδη.
Ήρθε η ώρα να ταξιδέψουμε στην ιστορία των βιβλίων μέσα από τα μάτια των δημιουργών τους και μέσα από αυτά στην ιστορία της Ελλάδας. Αξίζει τον κόπο να ταξιδέψετε σε αυτή τη μοναδική ζύμωση, πιστέψτε με…
Οι μνήμες της γιαγιάς, ένα καλοκαίρι στην αυλή και τα γαλάζια σαν νερό μάτια του Χρυσοστόμου Σμύρνης
Ήθελα αρχικά να αποτυπωθεί το προσωπικό αποτύπωμα, το οικογενειακό βίωμα που διέγειρε μέσα τους την ανάγκη να γράψουν μια τέτοια ιστορία. Έτσι, επιχείρησα πρώτα να δώσω λόγο σε αυτή την πτυχή. Από πού ήρθε το βιβλίο τους που βάζει στο κάδρο την Ελλάδα προ εκατό ακριβώς ετών.
Φωτεινή Στεφανίδη: Προσωπικά έγραψα το Τζιέρι με ευκαιρία την επέτειο των εκατό χρόνων από την Καταστροφή. Το έγραψα το 2021.
Πάνω σε μια κουβέντα με την Αλέξα Αποστολάκη (σημ.: εκδότρια Καλειδοσκοπίου), μετά την έκδοση του βιβλίου Παπούτσια με λουράκι, μου λέει «εκτός αυτό που έχεις γράψει μέσα στα Παπούτσια που σου λέει η γιαγιά σου για τα εικονίσματα, σου είχε πει κι άλλα;» «Ουυυ, πολλά». «Τα θυμάσαι;». Την άλλη μέρα κιόλας άνοιξα συρτάρια βρήκα υλικό και άρχισε η μνήμη να ζωντανεύει.
Γι’ αυτό το βιβλίο είναι και αποσπασματικό αλλά και τεκμηριωμένο αποκλειστικά από τη γιαγιά. Ανέτρεξα σε πηγές για τα λεγόμενά της, και πάντα, πάντα επιβεβαιωνόταν με ακρίβεια το κάθε τι που μου είχε πει. Το μόνο που προσπάθησα μ’ αυτό το βιβλίο ήταν να μεταφερθώ στο καλοκαίρι του 180 στην αυλή μας στο Ηράκλειο Αττικής και να το ξαναζήσω.
Την αποποιήθηκε τη συγγραφική ιδιότητα όταν τη ρώτησα, μετά από δύο τόσο πετυχημένα συγγραφικά τολμήματα που αγαπήθηκαν ιδιαιτέρως. Από σεμνότητα αλλά και από πιστεύω. “Δεν είμαι συγγραφέας. Πάντοτε έγγραφα και είχα και μια αφηγηματική διάθεση. Πολλοί ζωγράφοι γράφουν, αποδίδουν με λέξεις τις εικόνες. Καθώς έλεγε ο Τσαρούχης που πρόλαβα και πήγα και στον δικό του κήπο στο κοντινό Μαρούσι, τα γραπτά των ζωγράφων είναι πιο καλά από τις ζωγραφιές των συγγραφέων. Αντί να ξεκινήσω τη μέρα γράφοντας, έρχεται -όποτε έρχεται- το γράψιμο να ξεκινήσει τη μέρα μου με κάποια ισχυρή αφορμή. Μετά ξανά ησυχία”.
Το Τζιέρι μου 1922 πάντως πήγε με το ένστικτο, με τα βιώματα και τις μνήμες της γιαγιάς, δημιουργώντας μια ιστορία με ροή.
Φωτεινή Στεφανίδη: Άρχισα να το γράφω φέρνοντάς την στο νου μικρό κοριτσάκι στην Τρίγλια, στο σπίτι και στο σχολειό, το θαυμαστό σχολειό με τα σιδερένια λουλούδια στην πόρτα του που είχε φροντίσει να χτιστεί ο ίδιος ο Χρυσόστομος, ο νουνός της. Κι ύστερα έφερνε το ένα το άλλο. Το κοριτσάκι μεγάλωνε, φτωχή οικογένεια με 6 αγόρια και τη Φωτίκα μοναδικό κορίτσι, καλλιτεχνική οικογένεια που τη σκορπίσαν η μετανάστευση και οι πόλεμοι. Στα ταξίδια που έκανε αναζητώντας δουλειά και ταυτόχρονα ξεφεύγοντας από τους πολέμους, αντάμωσε τον παππού, εύπορος τούτος, αν και στο τέλος ρημάχτηκε ολότελα και βασίστηκαν όλοι στη Φωτίκα, τη γιαγιά μου. Πλέκεται η ιστορία με τα παιδάκια τους να γεννιούνται το καθένα με 3-4 χρόνια διαφορά σε άλλο τόπο, σαν να σχηματίζουν τη διαδρομή της οικογένειας και μαζί την τροπή της Ιστορίας. Και πάμε από Τρίγλια Βουκουρέστι, από εκεί Οντέσσα, μετά Φεργκάνα, κι ύστερα με χίλια βάσανα στην Πόλη για να βρεθούν όλοι στην Ελλάδα. Αρχικά Μακεδονία, μετά Ραφήνα και στο τέλος Αθήνα.
Οι μικρές ιστορίες ξεφύτρωναν ανάμεσα και στήριξαν το βιβλίο, αυτές το στήριξαν. Δεν υπάρχει ίχνος μυθοπλασίας, μόνο συναισθήματα πέρα από την αφήγηση. Προσπάθησα κάπως να τα συνθέσω χρονικά όλα αυτά. Με τις μικρές αφορμές που υπάρχουν ακόμα στο σπίτι, τις φωτογραφίες, τα φορέματα, τα εργόχειρα, τα αντικείμενα. Το κάθε ένα ανέσυρε και ένα μικρό περιστατικό.
Κάπως έτσι γράφτηκε, με νύξεις και χρώματα το κομμάτι αυτό της ιστορίας, ατεκμηρίωτο αλλά χέρη στην ακρίβεια των λόγων της γιαγιάς, σωστό ιστορικά Τα θαυμαστά στοιχεία που επιβεβαιώθηκαν ήταν η σιδεριά του Σχολείου της Τρίγλιας, οι Σάρτες του Ουζμπεκιστάν, τα φουργόνια, τα εικονίσματα και αυτό το νερένιο χρώμα των ματιών του Χρυσόστομου.
Ελένη Δικαίου: Το βλέπουμε και στο πορτρέτο που υπάρχει στην ένωση Σμυρναίων, νομίζω έργο του Ιθακήσιου.
Μια μαρτυρία που εμφανιζόταν παντού, το Αϊβαλί και τα χρώματα του και η ατιμωτική υποδοχή
Λίλη Λαμπρέλλη: Εγώ έχω υλικό από αφηγήσεις της οικογένειάς μου, αλλά δεν σκέφτηκα ποτέ πως αυτές οι ιστορίες θα με έσπρωχναν να γράψω κάτι. Μια συγκυρία ήτανε πάλι, όπως για το Μεσολόγγι που δεν είχα ιδέα τι συνέβη εκεί, εκτός από ό,τι έγραφαν τα σχολικά βιβλία του καιρού μου. Η συγκυρία ήταν ότι ταρακουνήθηκα με τους Γελεκτσήδες κι έκατσα και έγραψα την ιστορία τους πιστεύοντας ότι θα μείνει στο συρτάρι μου, γιατί ξεκίνησα να γράφω ενώ ήξερα πως ο Πατάκης είχε δρομολογήσει όλο το πρόγραμμα για το 1821. Όμως ήταν τυχερό και βγήκε το βιβλίο για την Έξοδο.
Αργότερα, η Έλενα (σημ.: Πατάκη) μου είπε πως αφού είσαι Μικρασιάτισσα η μισή και Μυτιληνιά η άλλη μισή, δεν θα ήθελες να γράψεις κάτι γι’ αυτό; Της απάντησα χωρίς να το σκεφτώ: “Όχι αποκλείεται. Το Μεσολόγγι μου ήταν ξένο και το αγάπησα, το υιοθέτησα, έτσι μπόρεσα να γράψω το βιβλίο. Το θέμα της Καταστροφής μου είναι πολύ κοντινό, δεν μπορώ να δω καθαρά, δεν μπορώ να γράψω για κάτι τέτοιο”. Μέχρι που συμπτωματικά έπεσα σε κάποιες μαρτυρίες Μικρασιατών και μου ήρθε η περιέργεια να ψάξω πιο πολύ για το Αϊβαλί, οπότε εντόπισα μαρτυρίες Αϊβαλιωτών -και αυτά έγιναν όλα μέσα σε ένα δίωρο που έψαχνα στο διαδίκτυο∙ στην πραγματικότητα χάζευα και ξαφνικά έπεσα πάνω σε αυτή τη συγκεκριμένη μαρτυρία όπου στήριξα το βιβλίο και που ερχόταν από μια Αϊβαλιώτισσα που το 1922 ήταν 8-9 χρονών.
Μετά βρήκα την ίδια μαρτυρία πολλές φορές στο διαδίκτυο, σε άρθρα εφημερίδων με μαρτυρίες Μικρασιατών, και αφού έκανα μια έρευνα με βάση ιστορικά βιβλία και μαρτυρίες λογοτεχνών και στρατιωτικών, ύστερα έπεσα και στο βιβλίο της Έλλης Παπαδημητρίου, «Κοινός λόγος», ένα βιβλίο που έχει ανώνυμες μαρτυρίες από τον Α’ Παγκόσμιο, το 1922, και το 1940-41 και βρήκα ξανά μπροστά μου την ίδια μαρτυρία. Είναι μια μαρτυρία συναρπαστική, σε πολύ ωραία γλώσσα, απλή και μη επεξεργασμένη, μη λογοτεχνική, αλλά αθώα και άμεση. Αυτό που με συγκλόνισε χωρίς να έχω φεμινιστική πρόθεση είναι ότι από μία οικογένεια τριών γενεών όπου ήταν δεκατρία άτομα, (η οικογένεια της γιαγιάς και του παππού και η οικογένεια της μάνας και του πατέρα), επιβίωσαν οι πέντε γυναίκες ενώ οι οκτώ άνδρες- συμπεριλαμβανομένου και του μωρού που ενώ πέρασε στη Μυτιλήνη εν ζωή, τελικά δεν έζησε- όλοι χάθηκαν. Μου φάνηκε απίστευτο ότι όλες οι γυναίκες του σπιτιού επέζησαν και όλοι οι άντρες χάθηκαν.
Πήγε άραγε η Λίλη Λαμπρέλλη ποτέ στο Αιβαλί; Ποιος δε θα το ρωτούσε αυτό;
Λίλη Λαμπρέλλη: Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 πήγαμε με ένα ζευγάρι συναδέλφων μου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πήγα τελείως ανέμελα, απλά έλεγα εδώ είναι οι τάφοι των προπαππούδων μου∙ και έπαθα σοκ. Νόμιζα ότι το ονειρευόμουν αυτό το μέρος, ότι είχα ξαναπάει. Είναι δύο χρώματα που υπήρχαν (τουλάχιστον τότε) στο Αϊβαλί και τα χρησιμοποιεί η Φωτεινή Στεφανίδη, γι’ αυτό και με τρελαίνουν οι πίνακές της: το χονδροκόκκινο και η κίτρινη ώχρα, που συνειδητοποιώ πως σε όλα μου τα σπίτια υπάρχει κάτι τέτοιο, έστω και σε κακή απόχρωση, γιατί δεν μου πετυχαίνει ποτέ το σωστό των ονείρων μου, αλλά υπάρχουνε πάντα δίπλα μου, γιατί νιώθω οικεία με αυτά τα χρώματα και τα ξαναβρήκα στη μικρασιάτικη πατρίδα μου και τα θαύμαζα, με δάκρυα στα μάτια. Όταν γύρισα στη Μυτιλήνη είπα ότι δεν θα ξαναπάω στο Αϊβαλί γιατί φοβάμαι μήπως δεν νιώσω το ίδιο συνεπαρμένη. Χάρη στη γραφή αυτού του βιβλίου («Το Πέρασμα»), έμαθα πολλά για το Αϊβαλί.
Μου φάνηκε τόσο ταπεινωτικό να γίνει υποδοχή του τουρκικού στρατού και μετά κατάλαβα γιατί έγινε αυτό. Παλιότερα είχα διαβάσει ότι υποδεχόντουσαν τον ελληνικό στρατό πολλά τουρκικά χωριά και πόλεις, σαν οι Έλληνες να ήταν απελευθερωτές, και δεν αναρωτιόμουν γιατί, αλλά δεν ήταν σε καμία περίπτωση φυσικό ούτε για τους Τούρκους να υποδέχονται τον ελληνικό στρατό ούτε για εμάς να υποδεχόμαστε τον τουρκικό στρατό.
Όμως έγινε, επειδή προβλέπεται στο Κοράνι ότι όποιος ηττημένος υποδεχθεί τον νικητή σαν απελευθερωτή, με τιμές, δεν πρέπει κανείς να τον αγγίξει. Γι’ αυτό οι Τούρκοι υποδεχόντουσαν τους Έλληνες και δεν το είχαμε πολυπάρει χαμπάρι.
Μόνο που κάποιες φορές τα πρωτόκολλα δεν τηρούνται. Οι υποδοχές γίνονται πράγματι ατιμωτικές. Ούτε με τις γυναίκες, όμως;
Λίλη Λαμπρέλλη: Σε πολλές περιπτώσεις δεν τηρήθηκαν. Κατά μείζονα λόγο, δεν προστατεύτηκαν οι γυναίκες, η πρώτη λεία κάθε στρατού. Δηλαδή ήταν τσάμπα υποτέλεια και ταπείνωση αυτές οι υποδοχές, αλλά πιστεύω πως έγιναν γιατί οι άνθρωποι αγαπούσαν πάρα πολύ τον τόπο τους και θέλανε να μείνουνε. Ειδικά στο Αϊβαλί που οι περισσότεροι Έλληνες ήταν μικρογεωργοί, μικροκτηνοτρόφοι, μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, ήτανε νοικοκυραίοι δηλαδή, ζούσανε καλά και ήτανε ευχαριστημένοι από τη ζωή τους. Αν φεύγανε, θα χάνανε τις επιχειρήσεις τους, τα χωράφια τους, τα ζώα τους, τα πάντα. Παρόλα αυτά, κάποιοι ψυχανεμίστηκαν τι θα γινόταν και έφυγαν νωρίτερα, ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και οι δύο παππούδες μου, οι οποίοι έφυγαν πριν από τον πρώτο διωγμό, γλίτωσαν, παρότι ήταν πολυμελείς οικογένειες και οι περισσότεροι συγγενείς τους έμειναν στο Αϊβαλί ως το 22 και κάποιους από αυτούς τους φιλοξένησαν οι δικοί μου στη Μυτιλήνη, μετά την Έξοδο. Το σίγουρο είναι πως στο Αϊβαλί οι πλούσιοι γαιοκτήμονες δεν ήθελαν να φύγουν γιατί θα έχαναν πολλά και θεωρούσαν πως εάν μείνει και ο ελληνικός ντόπιος πληθυσμός, δεν θα τους πειράξουν. Δεν έγινε όμως αυτό.
Η συλλογική μνήμη που κουβαλάμε, η υποδοχή των Μικρασιατών προσφύγων στην Ελλάδα
Αγγελική Δαρλάση: Κατάγομαι κι εγώ, από τη μεριά της μητέρας μου από τη Μικρασία, είμαι τρίτη γενιά, όμως δεν ξέρω ιστορίες από τη Μικρασία. Η οικογένεια της μάνας ήταν από αυτές τις οικογένειες που δεν θέλανε να μιλάνε για τα παλιά. Ό,τι ξέραμε, ό,τι ακούγαμε εμείς οι μικρότερες ήταν από μία θεία εξ αγχιστείας που ήταν και πάρα πολύ πληθωρική, όταν μαζευόμασταν στη Θεσσαλονίκη. Άλλη μνήμη που έχω είναι από την αδελφή του παππού μου. Ο παππούς μου δεν ήταν από τη Σμύρνη αλλά από το Ικόνιο. Οι αδερφές του που ήταν και μεγαλύτερες δεν ξέρανε σχεδόν καθόλου ελληνικά όταν ήρθανε στην Ελλάδα. Η μαμά μου έχει να λέει κατά καιρούς πως τις θυμάται να μιλάνε τα ελληνικά με πολλές τούρκικες λέξεις ανάμεσα. Εγώ, όμως αυτό που θυμάμαι, είναι το σπίτι της θείας της Καλλιόπης στη Θεσσαλονίκη, πάνω στο κάστρο. Θυμάμαι σαν όνειρο τον αργαλειό της κι εκείνη να δουλεύει σ εκείνον τον αργαλειό τραγουδώντας στα τούρκικα. Με θυμάμαι να βγαίνω έξω στο κεφαλόσκαλο της σκάλας και να κοιτάω κάτω τη Θεσσαλονίκη και στα αυτιά μου ανακατεμένα τα ελληνικά με τα τούρκικα. Αυτές ήταν οι μόνες μνήμες μου από τη Μικρασιάτικη καταγωγή μου. Θα πρόσθετα όμως και κάτι ακόμη που επίσης με στιγμάτισε – το συνειδητοποίησα όταν έγραφα το βιβλίο μου (Το αγόρι στο θεωρείο) και φυσικά το κατέθεσα: το θέμα της, μη φιλικής, υποδοχής. Μου είχε κάνει ιδιαίτερα δυσάρεστη εντύπωση όταν ήμουν μικρή όταν κάποιοι γείτονες θέλοντας να εκφραστούν απαξιωτικά για τη μητέρα μου, την είπανε Τουρκάλα. Ίσως για μένα αυτό να ήταν το μεγαλύτερο «τραύμα» σε σχέση με τη μικρασιατική καταγωγή μου. Το συνειδητό τουλάχιστον. Γιατί λένε ότι το τραύμα της προσφυγιάς μεταφέρεται μέσω DNA μέχρι και τρεις γενιές…Μάλλον όσοι είμαστε απόγονοι προσφύγων, την προσφυγιά τη φέρουμε μέσα μας, την κουβαλάμε σαν συλλογική κυτταρική μνήμη. Ακόμα κι αν δεν είναι στο μπροστινό μέρος του μυαλού, ακόμη κι αν είναι θολές μνήμες και αναφορές,όπως στην περίπτωσή μου. Όμως το θέμα της προσφυγιάς είναι μια από τις συγγραφικές εμμονές μου υπάρχει ήδη στο πρώτο μου βιβλίο κι εμφανίζετσαι στα περισσότερα μυθιστορήματά μου.
Ήταν λοιπόν η δική μου, η προσωπική μου ανάγκη, όχι να μιλήσω τόσο για το θέμα της Μικρασίας, αλλά κυρίως να μιλήσω για το θέμα της υποδοχής των προσφύγων στο σήμερα όπως και για τη διαχείριση του τραύματος. Επειδή το θέμα προσφυγιά δεν έχει πατρίδα, δεν έχει θρησκεία, δεν έχει χρόνο. Και η έρευνά μου το επιβεβαίωνε. Διαβάζοντας μαρτυρίες διαπιστώνεις ότι και τότε πολλοί από τους Ελλαδίτες αντιμετώπιζαν τους πρόσφυγες με πολύ άσχημο τρόπο. Δεν ήταν ότι δεν υπήρχε κοινή θρησκεία, γιατί υπήρχε το στοιχείο της κοινής θρησκείας. Δεν ήταν η γλώσσα, γιατί οι περισσότεροι από αυτούς μιλούσαν Ελληνικά. Παρέμεναν όμως τόσο διαφορετικοί πολιτισμικά. Ήταν λοιπόν ξένοι. Αυτό είναι που τρομάζει; Το άγνωστο, το ξένο, το διαφορετικό.
Αυτό ήθελα να καταθέσω περισσότερο και αυτή τη ματιά της τρίτης γενιάς, δηλαδή πως υποδέχεσαι τον πρόσφυγα, τι αντιμετώπισαν τότε και πόσο δύσκολη ήταν η κατάσταση και σε συνθήκες που για αυτούς ήταν πολύ πιο δύσκολες. Πως υποδέχεσαι τον ξένο, τον διαφορετικό. Και πως εσύ ως πρόσφυγας συνεχίζεις σε μια πατρίδα… ξένη.
Οι διαχωριστικές γραμμές των συμβόλων, ο διαφορετικός κόσμος παιδιών και ενηλίκων, η σχετικότητα του ποιος είναι ο εισβολέας, ο φανατισμός
Έδωσα τον λόγο στην Αλεξάνδρα Μητσιάλη. Η καταγωγή της δεν είχε μικρασιατική εκκίνηση.
Αλεξάνδρα Μητσιάλη: Εγώ δε συνδέομαι από καταγωγή με τη Μικρασία. Βέβαια στην Κέρκυρα, στην οποία έχω γεννηθεί και μεγαλώσει, υπάρχει μια μεγάλη συνοικία που ονομάζεται ακόμα “Προσφυγικά”, γιατί έφτασαν και εκεί οι πρόσφυγες, αλλά η οικογένειά μου δεν έχει σχέση ούτε από τη μία μεριά ούτε από την άλλη με τον μικρασιατικό ελληνισμό.
Η συγγραφέας και στο προηγούμενο βιβλίο της, τον Βραχοπόλεμο, είχε δείξει ότι την απασχολεί η ελληνική ιστορία ως ένα πεδίο ανάδειξης, πέραν του βασικού ιστορικού ιστού, συναισθημάτων, φιλοσοφικών και πολιτικών ιδεών. Επανήλθε με Το μαντίλι με τα τριαντάφυλλα μια ιστορία φιλίας και συμβίωσης μέχρι που ήρθε η στρατιωτική σύγκρουση…
Αλεξάνδρα Μητσιάλη: Ναι, με ενδιαφέρει πολύ η Ιστορία. Μ’ αρέσει να διακτινίζομαι σε άλλες εποχές, σε διαφορετικές κοινωνίες. Κάπως έτσι απλώνεις στον χρόνο και στον τόπο την ύπαρξή σου, της επιτρέπεις να ζει πολλές ζωές, την εμπλουτίζεις, αφού μόνο στις πραγματικές συντεταγμένες της είναι πολύ μικρή, περιορισμένη και ελλειμματική. Βέβαια η βουτιά στην Ιστορία, εκτός από μια υπαρξιακή τρόπον τινά ανάγκη, είναι και μια πολιτική ανάγκη με την έννοια ότι η μελέτη και η κατανόηση όχι μόνο της δικής μας πλευράς αλλά και των άλλων, πέρα από βολικά στρογγυλέματα και εξωραϊσμούς, το εξερευνητικό ταξίδι μέσα σε πολλές διαφορετικές ζωές σε φέρνει πιο κοντά σε αυτό που ο Πωλ Ρικαίρ αποκαλεί «δίκαιη μνήμη». Και βέβαια μου είναι ξεκάθαρο πως η ιστορία δεν τελειώνει στο παρελθόν, αλλά βρίσκεται μέσα στο παρόν και τρυπώνει στο μέλλον. Μου είναι ξεκάθαρο πως το τέλος των ιστορικών γεγονότων είναι μόνο μια συμβατική χρονική στιγμή και πάντα, κάθε φορά που ρίχνουμε ξανά το βλέμμα μας πάνω της, η Ιστορία έχει κάτι καινούριο να μας πει, κάτι που δε ξέραμε, κάτι που δε βλέπαμε, κάτι που είχε αποσιωπήσει η κάθε φορά κυρίαρχη αφήγηση, κάτι που μας αφορά ζωτικά στη τωρινή πραγματικότητά μας. Γι’ αυτό και έχει νόημα να την αναδιηγούμαστε από την οπτική και τις ανάγκες του παρόντος. Αναγκαία, λοιπόν, η επιστροφή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που ξεκίνησε μυθιστορηματικά από τους Ξυπόλυτους Ήρωες και συνεχίστηκε με τον Βραχοπόλεμο, το μικρό αδερφάκι τους. Αναγκαία και η επιστροφή στη Μικρασιατική Καταστροφή. Αυτή η δεύτερη γιατί όμως;
Ίσως για να αναδείξω αυτό που για μένα σε αυτή την ιστορική εμπειρία παραμένει χρήσιμο ως καταστάλαγμα: η ανάγκη της συμφιλίωσης των λαών, η ανάγκη της αρμονικής συνύπαρξης των πολιτισμών, ένα πάγιο και διαχρονικό αίτημα του ειρηνιστικού κινήματος, που κάτω από τις κλαγγές των όπλων των σύγχρονων, φανερών ή συγκαλυμμένων, πολέμων έχει ατονήσει. Αυτή η συνύπαρξη είναι ο δρόμος που μας δείχνουν τα παιδιά, τα οποία παρότι μπορεί να έχουν διαφορετικές εθνικές καταγωγές και να μιλάνε άλλες γλώσσες, βλέπουμε να συνδέονται στην καθημερινή ζωή με κοινές ανάγκες και κοινά συναισθήματα, με κυρίαρχο το παιχνίδι, τη δημιουργικότητα και την απόλαυση της ζωής.
Με αυτή τη συμπεριφορά των παιδιών πολλές φορές ευθυγραμμίζονται και διαφορετικοί πληθυσμοί, που κατοικώντας στον ίδιο τόπο για πολλά χρόνια αποδέχονται και σέβονται τις θρησκευτικές, γλωσσικές, πολιτισμικές ιδιαιτερότητες εκατέρωθεν και ζουν φιλιωμένοι και αγαπημένοι. Και αποδείξεις αυτού έχουμε πάμπολλες και για την περίοδο που συζητάμε, από τα βιβλία της Μαρίας Ιορδανίδου μέχρι τις μαρτυρίες των Μικρασιατών προσφύγων ακόμα για τις τελευταίες τραγικές μέρες του μαζικού ξεριζωμού, για τον τρόπο που τους αντιμετώπισαν οι Τούρκοι γείτονές τους, φίλοι, συνεργάτες τους.
Στο Μαντίλι με τα τριαντάφυλλα, λοιπόν, φαίνεται ότι τα σύμβολα που κατασκευάζει ο ενήλικος κόσμος, τα θρησκευτικά, τα εθνικά, τα πολιτισμικά, τα οποία τραβούν διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στους λαούς και στους ανθρώπους, που σε συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές γίνονται σύνορα αδιάβατα, δεν υπάρχουν για τον παιδικό κόσμο και την παιδική ηθική. Τα αντικείμενα που λειτουργούν ως σύμβολα για τους ενήλικες, π.χ. τα μαντήλια, για τα παιδιά -προτού οι μεγάλοι τοποθετήσουν μέσα στο μυαλό τους τα δικά τους αντιληπτικά σχήματα- είναι απλά παιχνίδια.
Επομένως, τα παιδιά προσεγγίζουν το ένα το άλλο μέσα από κριτήρια που δεν έχουνε καμία σχέση με τους διαχωρισμούς και τις διακρίσεις των ενηλίκων. Κάπως έτσι το μαντίλι με τα τριαντάφυλλα που φορούσε η Τουρκοπούλα στο κεφάλι της, όταν αλλάζει κεφάλι και σκεπάζει τα μαλλιά της Ελληνοπούλας, ως δώρο για την ονομαστική της γιορτή, τι ακριβώς σηματοδοτεί; Ποιος είναι τότε ο καλός και ποιος ο κακός; Ποιος ο εχθρός και ποιος ο φίλος; Ποιος «αξίζει» τον θάνατο και ποιος τη ζωή;
Μήπως εκεί, μπροστά στη βία του πολέμου και τη μανία του εθνικού και του θρησκευτικού φανατισμού προδίδεται τελικά η λογική με την οποία οι άνθρωποι συμβολοποιούν τις αξίες τους και αποκαλύπτεται το ίδιο το νόημα των συγκεκριμένων αξιών;
Η Μικρασία ως ιδέα και τρόπος ζωής, “πώς γράφουν για παιδιά;”, η συνέχεια της παράδοσης
Ελένη Δικαίου: Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον προσφυγικό συνοικισμό του Βόλου τη Νέα Ιωνία, παιδί δεύτερης γενιάς αστών προσφύγων από την Σμύρνη. Μεγάλωσα με τις μνήμες των ανθρώπων γύρω μου οι οποίες μπλέχτηκαν με τις μνήμες των παιδικών μου χρόνων κι έγιναν και δικές μου, όπως δική μου έγινε η Σμύρνη η πατρίδα της μητέρας μου η οποία ήρθε παιδί από εκεί μετά την καταστροφή. Το πρώτο μου βιβλίο για εφήβους και παιδιά ήταν Τα κοριτσάκια με τα ναυτικά, κυκλοφόρησε το 1991. Το βιβλίο γράφτηκε με αφορμή έναν διαγωνισμό της Ενώσεως Σμυρναίων Αθηνών. Μέχρι τότε τα κείμενά μου διηγήματα και συνεργασίες σε περιοδικά της εποχής απευθύνονταν σε ενήλικες αναγνώστες. Το θέμα του διαγωνισμού, «Η ζωή των κατοίκων της Μικρασίας πριν την καταστροφή, η καταστροφή και η ζωή μετά», μου έλεγε πολλά, είχα μεγαλώσει μ’ αυτές τις ιστορίες. Έτσι αποφάσισα να γράψω το βιβλίο βάζοντας για ηρωίδες δυο δίδυμα κοριτσάκια, το Κατινάκι και την Μαρίτσα, την μητέρα μου και τη δίδυμη αδελφή της. Η ιστορία του βιβλίου είναι η ιστορία της δικής μου οικογένειας.
Τα κοριτσάκια με τα ναυτικά είναι το ένα από τα δυο βιβλία μου με θέμα την Μικρασία και την Μικρασιατική Καταστροφή, το άλλο έχει τον τίτλο Ο Τελευταίος Έλληνας της Σμύρνης. Στην Νέα Ιωνία Βόλου από μικρή άκουγα όλους γύρω μου να αναφέρονται στον τελευταίο Μητροπολίτη της Σμύρνης, αποκαλώντας τον πάντα «ο Αγιος Χρυσόστομος». «Δεν εγκατέλειψε το ποίμνιόν του» έλεγε η μαμά μου για τον Δεσπότη της Σμύρνης, ο οποίος θυσιάστηκε προσπαθώντας να προστατέψει μόνος αυτός τους Σμυρνιούς και χιλιάδες πανικόβλητους πρόσφυγες από το εσωτερικό της Μικρασίας, όταν όλοι οι άλλοι τους είχαν εγκαταλείψει.
Αργότερα, ενήλικη, μελέτησα τις επίσημες ιστορικές πηγές και στάθηκα με θαυμασμό στην προσωπικότητα αυτού του ανθρώπου. Ο τραγικός του θάνατος, λιντσαρίστηκε από τον τουρκικό όχλο με εντολή του Τούρκου Διοικητή Νουρεντίν, ήταν το επιστέγασμα της πορείας ενός λαμπρού θεολόγου, ενός διανοούμενου συγγραφέα, ενός σπουδαίου ρήτορα, ενός γενναίου άνδρα, ο οποίος ενώ γνώριζε τι επρόκειτο να συμβεί, έμεινε να περιμένει τους Τούρκους στην προδομένη Σμύρνη. Ενός κληρικού, τελικά, ο οποίος τιμώντας το ράσο του, πέθανε ευλογώντας τους βασανιστές τους.
Ως συγγραφέας βιβλίων τα οποία απευθύνονται κατ’ αρχάς σε νέους, είχα πάντα κατά νου να γράψω ένα βιβλίο για τον Χρυσόστομο, τελευταίο Μητροπολίτη της Σμύρνης∙ το όφειλα στην Μικρασιατική μου καταγωγή. Ήθελα να βάλω μέσα όλες τις αλήθειες τις οποίες είχα μαζέψει λέξη λέξη από τα διαβάσματά μου και από τις αφηγήσεις εκείνων οι οποίοι υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων τα οποία συνδέονταν μαζί του, προκειμένου να γνωρίσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι και κυρίως οι νέοι άνθρωποι αυτόν τον σπουδαίο ιεράρχη και άνθρωπο, έναν γενναίο, ο οποίος ξεπέρασε τα όρια του ατομισμού, παράδειγμα προς μίμηση για όλους.
Το αποφάσισα στα πλαίσια της προσπάθειας των Μικρασιατικών Συλλόγων της Νέας Ιωνίας Βόλου να χτιστεί ένας μικρός ναός αφιερωμένος στον τελευταίο Μητροπολίτη Σμύρνης Άγιο Χρυσόστομο, η επίσημη αγιοκατάταξή του έγινε στο 1992. Προσπαθούσαμε να βρούμε τρόπο να ξεκινήσουμε μέχρι που συνειδητοποιήσαμε ότι αυτό το οποίο έμοιαζε ουτοπία στην σημερινή εποχή μπορούσε να γίνει πραγματικότητα με το πολύτιμο «όλοι μαζί» το οποίο μας έμαθαν οι πρόσφυγες Μικρασιάτες πρόγονοί μας. Θα έκανα εγώ την αρχή, θα έγραφα το βιβλίο για τη ζωή, το έργο και τον μαρτυρικό θάνατο του τελευταίου Μητροπολίτη της Σμύρνης και θα παραχωρούσα τα πνευματικά δικαιώματα τα οποία μου αναλογούν από τις πωλήσεις του προκειμένου να αποτελέσουν το πρώτο λιθαράκι για να χτιστεί ο ναός μας.
Όμως για να μπορέσει να γράψει κανείς ένα βιβλίο για τον Χρυσόστομο Σμύρνης, πρέπει να έχει το θάρρος να ξεπεράσει τα στερεότυπα, προκειμένου να ανακαλύψει τον άνδρα μέσα στον κληρικό. Αυτό ακριβώς ήταν το στοίχημα το οποίο έβαλα με τον εαυτό μου. Από τη στιγμή που άρχισα να γράφω τον Τελευταίο Έλληνα της Σμύρνης μέχρι που τελείωσα το βιβλίο, είχα την αίσθηση πως ακροβατώ ανάμεσα στο συναξάρι ενός αγίου και το ιστορικό μυθιστόρημα. Το βιβλίο κυκλοφόρησε τον χειμώνα του 2018.
Και τα δυο βιβλία τα οποία προανέφερα κυκλοφόρησαν σε ανύποπτο χρόνο και όχι με την ευκαιρία της επετείου των 100 χρόνων από την Μικρασιατική καταστροφή. Εκτός όμως από Τα κοριτσάκια με τα ναυτικά και τον Τελευταίο Έλληνα της Σμύρνης σε όλα σχεδόν τα βιβλία μου υπάρχουν αναφορές στην Σμύρνη και την Μικρά Ασία γενικότερα. Αναζητώντας τους χαμένους ήρωες, Μου μαθαίνετε να χαμογελάω, σας παρακαλώ; ακόμη και στο ιστορικό μυθιστόρημα με τίτλο Οι θεοί δεν πεθαίνουνε στην Πέλλα το οποίο αναφέρεται στον Μέγα Αλέξανδρο. Γιατί η Μικρά Ασία δεν είναι απλά ένας τόπος, είναι ιδέα και τρόπος ζωής, είναι εκείνο το πολύτιμο εμείς, μαζί με την αγάπη για το ωραίο και την προκοπή. Αυτή είναι η απάντηση σε όσους συνεχίζουν να αναρωτιούνται πώς κατάφεραν οι εξαθλιωμένοι πρόσφυγες του 1922 να ριζώσουν στην «αφιλόξενη» μητέρα Ελλάδα και να μεγαλουργήσουν. Είναι η κληρονομιά που μας άφησαν οι πρόσφυγες πρόγονοί μας, την οποία έχουμε χρέος να παραδώσουμε στις επόμενες γενιές.
Και για κάτι το οποίο είναι εξίσου σημαντικό: η Μικρασία ως ιδέα και τρόπος ζωής σηματοδοτεί όλα όσα δένουν εμάς, τους απογόνους των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής, με τις Αξέχαστες Πατρίδες μας, εκεί όπου για μεγαλύτερη αρετή στον άνθρωπο λογάριαζαν την ανθρωπιά του κι αυτό αφορά και τους δυο λαούς κι απ’ τις δυο πλευρές του Αιγαίου.
Όταν το ’22 σε συντρίβει και σε συγκινεί: η πολιτική, η ομορφιά της απλότητας, οι συνήθειες, η διαχείριση του πόνου και του ξεριζωμού.
Η ιστορία του Μικρασιατικού Ελληνισμού έχει απειράριθμα στοιχεία στα οποία μπορείς να σταθείς. Ωστόσο, το θλιβερό τέλος, σκεπάζει και σκιάζει τα πάντα. Υπάρχουν παράμετροι πραγματικά συγκλονιστικές και ήθελα να ρωτήσω ακριβώς αυτό τις πέντε συνομιλήτριές μου. Τι τις συγκινεί, τι τις συνθλίβει περισσότερο σε αυτή την ιστορία που ξεκινά χρόνια πριν, από τους Βαλκανικούς Πολέμους και έχει το 1922 ως κατάληξη;
Ελένη Δικαίου: Όταν ήμουν παιδί ακούγοντας για τις σφαγές, τους βιασμούς, τις λεηλασίες, αναρωτιόμουν “μα καλά τι έκαναν αυτοί οι άνθρωποι στη Σμύρνη, γιατί δεν πήραν τα όπλα να αντισταθούν;” Μέχρι που μπόρεσα να διαβάσω και να κατανοήσω, μέχρι που μέσα από ανεπηρέαστες πηγές διαπίστωσα ότι εμπόδισαν τον Χρυσόστομο Σμύρνης και την Μικρασιατική Άμυνα να εξοπλίσουν στρατό προκειμένου να υπερασπίσει ο κάθε Μικρασιάτης την εστία και την οικογένειά του.
Με γεμίζει ανήμπορο θυμό αυτό, με εξοργίζει το γεγονός ότι τα συμφέροντα των λίγων κάνουν εχθρούς τους πολλούς βάζοντας τους λαούς να σφάζονται μεταξύ τους.
Α.Π: Έγιναν απίθανα πράγματα τότε. Από τις απροσδόκητα χαμένες εκλογές του Βενιζέλου το 1920, βασιλιάδες που αλλάζανε, μέχρι μια προέλαση που έφτασε εκατοντάδες χιλιόμετρα μέσα δίχως λόγο, με τον στρατό να μένει ανεφοδίαστος.
Φωτεινή Στεφανίδη: Αυτό που με έχει συγκινήσει πιο βαθιά από όλα, είναι αυτό το καλοκαίρι που συγκέντρωσα το υλικό, το οποίο δεν το σημείωσα πουθενά παρά μόνο στην καρδιά και το κατέθεσα έτσι, καθώς το σημείωνα, έβλεπα πόσο αδύναμη είμαι σήμερα εγώ, και κάθε χρόνο που περνάει και χειρότερα. Η γιαγιά μου, απλά, ήρεμα, πότε πότε με δάκρυ, συχνά με το χαμόγελο, μετέφερε τη Μικρασία ολόκληρη στην αυλή μας μέσα σε δύο μήνες με όλα τα γεγονότα, τα πολιτιστικά στοιχεία, με όλη την καρδιά της. Όσο μιλούσε, δεν ήμασταν στο Ηράκλειο της Αττικής, ήμασταν στη Τρίγλια, στη Κωνσταντινούπολη, στην Οντέσσα, στη Ραφήνα και όλα αυτό τα αράδιαζε τόσο άμεσα την ώρα που έφτιαχνε το φαγητό, έβαζε το ουζάκι ή τύλιγε το μαλλί σε κουβάρια.
Τόσο απλά διαχειριζόταν ψυχικά όλο αυτό το τραγικό, το τεράστιο ιστορικό συμβάν. Σήμερα, εμείς πελαγώνουμε με το ασήμαντο, για το σημαντικό ούτε λόγος, καταρρέουμε. Τα πάντα άλλαξαν ραγδαία, έξω και μέσα στις ψυχές των ανθρώπων. Τότε, η μεγάλη αυτή Καταστροφή αντιμετωπίστηκε από τους Μικρασιάτες και ανθρώπινα και με μεγάλη αξιοπρέπεια αλλά και ζώντας όσο μπορούσαν πιο όμορφα την κάθε μέρα.
Ελένη Δικαίου: Να προσθέσω κάτι πάνω σε αυτό που λέει η Φωτεινή. Οι Μικρασιάτες δεν δούλευαν μόνο και πρόκοβαν πνευματικά και οικονομικά. Ήξεραν και να χαίρονται τη ζωή όπως οι Ίωνες πρόγονοί τους. Αγάπη για το ωραίο και την προκοπή, η Μικρασία ως ιδέα και τρόπος ζωής, αξίες και αρχές τις οποίες υπηρετούσαν με τη σωστή σειρά, το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο το οποίο κατάφεραν να σώσουν από την καταστροφή, πάνω σ’ αυτό στηρίχτηκαν για να χτίσουν καινούργιους κόσμους.
Φωτεινή Στεφανίδη: Αυτό έχει περάσει στο αίμα γιατί κι εμένα ο πατέρας μου ήρθε από εκεί το 1924, είμαι δεύτερης γενιάς Μικρασιάτισσα μα το έχω ακόμα.
Μπορεί να είμαι βιαστικός άνθρωπος, να τρέχω όλη μέρα, αλλά όταν κάτσω στο τραπέζι δεν σηκώνομαι εύκολα. Θέλω το μεσημεριανό τραπέζι να είναι μια γιορτή για δύο, για τρεις, ακόμα και για έναν. Και μόνη μου όταν είμαι. Και να μην έχω να μιλήσω, έχω να σκεφτώ πίνοντας το κρασάκι.
Ελένη Δικαίου: Αυτό προσπαθώ να περάσω στις δυο μου εγγονές, από τα πιο σύνθετα μέχρι τα πιο απλά πράγματα όπως για παράδειγμα το πόσο πολύτιμο είναι να συγκεντρώνεται η οικογένεια στο οικογενειακό τραπέζι, όλο αυτό προσαρμοσμένο βέβαια στις σημερινές συνθήκες, αλίμονο αν μέναμε σε συνήθειες του περασμένου αιώνα. Για παράδειγμα στις καλοκαιρινές διακοπές, συνήθως για δυο εβδομάδες πηγαίνουμε κάπου μαζί, εγώ και οι έφηβες πια εγγονές μου∙ χαίρομαι που τις έχω πείσει να τρώμε τα μεσημέρια όλες μαζί όσο αργά κι αν έχουν πάρει το πρωινό τους. Και μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι το χαιρόμαστε το ίδιο κι οι τρεις!
Αγγελική Δαρλάση: Αυτό που άγγιξε εμένα είναι το θέμα του ξεριζωμού και να το συνδέσω με αυτό που είπε η Φωτεινή πριν, το πώς κατάφεραν εκείνοι οι πρόγονοί μας και πως καταφέρνουν και σήμερα οι πρόσφυγες του τώρα να διαχειριστούν την αίσθηση του ξεριζωμού ∙ το πως καταφέρνεις και συνεχίζεις τη ζωή σου κάπου όπου είσαι ξένος. Πώς καταφέρνεις και ό,τι έχεις χτίσει εκεί το ξεχνάς, προκειμένου να συνεχίσεις;
Νομίζω τον προβληματισμό πάνω στο θέμα του ξεριζωμού είναι αυτό που πρέπει να παραδώσουμε και στις νέες γενιές. Όπως και του τι σημαίνει πατρίδα… Το πόσο σημαντική είναι αυτή η μικρή πατρίδα που φτιάχνει ο καθένας και καθεμία από εμάς, στο σπίτι, στην αυλή, στο χωράφι στη γειτονιά. Το πως πρέπει ξαφνικά να την ξεχάσεις και να αρχίσεις μια νέα ζωή σαν να μην υπήρχε η προηγούμενη.
Θυμάμαι στο ντοκιμαντέρ της Ανιές Σκλάβου για τα γεγονότα στην Παλαιά Φώκαια μια Μικρασιάτισσα προσφύγισσα έλεγε για τον ξεριζωμό τους ” μόνο την ψυχή μας πήραμε”. Πώς καταφέρνει η ψυχή σου να συνεχίζει να υπάρχει, ενώ η ζωή σου έχει ξεριζωθεί; Αυτό για μένα είναι το πιο συγκινητικό.
Φωτεινή Στεφανίδη: Και μια ψύχραιμη στάση απέναντι στα αντικείμενα.
Προσωπικά το κουβαλώ από την οικογένεια του πατέρα, δεν καίγομαι διόλου αν χάσω ολόκληρη βαλίτσα σε ταξίδι, καθόλου μα καθόλου δε με απασχολεί. Τα άλλα, τα βαριά, τα δυσεπίλυτα, μόνο αυτά…
Βρήκε η Μικρασιατική Καταστροφή τη θέση της στην Ιστορία;
Μια παράμετρος που με απασχολούσε πάντα ήταν η υποβάθμιση που αισθανόμουν ότι εισέπραττα πάντα ως προς τη θέση αυτού που εμείς ονομάζουμε Μικρασιατική Καταστροφή στην παγκόσμια ιστορία. Στη σύγκρουση του 1922 δεν εμπλέκονται μόνο Έλληνες, αλλά και Αρμένοι και Εβραίοι.
Λίλη Λαμπρέλλη: Ναι, η Μικρασιατική Καταστροφή πέρασε στα ψιλά της παγκόσμιας ιστορίας. Πολλά πράγματα είναι θολά, ιδίως οι διωγμοί των μη μουσουλμανικών πληθυσμών που ξεκίνησαν σχεδόν με την έναρξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Δεν γνωρίζουμε βασικά πράγματα ούτε εμείς, που το θέμα μας αφορά άμεσα. Αν γνωρίσουμε εμείς την Ιστορία μας, θα είναι πιο εύκολο να τη γνωρίσουν και οι άλλοι. Εγώ προσωπικά θεωρώ απαράδεκτο ότι δεν ξέρουμε την ιστορία των αμάχων και από τις δυο πλευρές. Δεν αξίζει να μάθουμε; Αξίζει ή όχι για τα παιδιά να ακουμπήσουμε το δάχτυλο σε πράγματα που μας πονάνε, όπως οι αγριότητες που έγιναν και από τη δική μας μεριά; Έτυχε να διαβάσω ένα πολύ ωραίο βιβλίο του ιστορικού Αντώνη Λιάκου το «1922 και οι πρόσφυγες- Μια νέα ματιά», το οποίο ξεκινά: “Η μνήμη είναι προϋπόθεση της ιδιότητας του πολίτη”. Το θέμα είναι ποια μνήμη; Η επιλεκτική μνήμη, η μνήμη που μας μπουκώνουνε, η μνήμη για το συνωστισμό στα καΐκια; Επίσης, ο Λιάκος συνιστά να προσφεύγουμε σε στρατιωτικά αρχεία γιατί δεν λογοτεχνίζουν, δεν υπάρχει τίποτα που ωραιοποιεί, είναι τα γεγονότα στεγνά, ανενδοίαστα. Βάσει αυτών των αρχείων ξέρουμε πως γίνανε αγριότητες και από τη δική μας μεριά.
Εμείς που γράφουμε για παιδιά πώς το διαχειριζόμαστε; Εγώ σιώπησα και θα σας πω γιατί. Σιώπησα γιατί δεν υπήρχε καμία αναφορά στη μαρτυρία του εννιάχρονου κοριτσιού για βία από τη μεριά των Ελλήνων, κι όχι μόνο δεν υπήρχε, αλλά οι Αϊβαλιώτες δεν είχανε ιδέα -και πιστεύω ότι αυτό ισχύει για το σύνολο των Μικρασιατών – κανείς τους δεν γνώριζε τι γινόταν στη βαθιά Τουρκία, στην Ανατολία. Δεν λέω ότι δεν είχανε δίκια οι Έλληνες, ότι δεν ήταν κουρασμένος ο στρατός, γιατί πολεμούσαν χρόνια πριν από τη Μικρασιατική Εκστρατεία, ότι δεν είχαν αγριέψει από τις βιαιότητες των Τσετών*, αλλά δεν είναι έτσι όλοι οι στρατοί; Έτσι ήταν και ο δικός μας, δυστυχώς.
Α.Π.: Σε αυτή την ιστορία δεν έχουμε ήρωες. Υπάρχουν ήρωες στην ήττα;
Λίλη Λαμπρέλλη: Είναι ήττα – και δεν είναι απλώς ήττα, είναι εθνική καταστροφή. Τώρα, γιατί δεν έχουμε ήρωες; Ίσως γιατί η ιστορία της περιόδου 1919-1922 δεν έχει γραφτεί ακόμα. Γιατί μετά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού έγινε, πράγμα που δεν γνωρίζουμε μόνο από τα στρατιωτικά αρχεία αλλά και από τα Αμελέ Ταμπουρού* (τάγματα εργασίας) και τον Βενέζη – μια συστηματική εκκαθάριση όχι μόνο Ελλήνων, αλλά και άλλων μεγάλων «μειονοτήτων». Αναρωτιέμαι: Γιατί, πέρα από τις εδαφικές μας παραχωρήσεις δεχτήκαμε να μπει στη Συνθήκη της Λοζάνης, το 1923, ότι παραβιάσαμε «τους νόμους του πολέμου», ενώ ένα χρόνο πριν διώχτηκε βίαια και σφαγιάστηκε ο πληθυσμός μας; Δεν υπήρχε λόγος. Επέμειναν οι Τούρκοι και μάλιστα τον πρόσθεσαν τελευταία στιγμή αυτό τον όρο, αιφνιδιάζοντας την Ελληνική αντιπροσωπεία που τελικά υπέγραψε. Ήταν ταπεινωτική ήττα και μείναμε με μια νοσταλγία, ένα παράπονο, με πολλούς νεκρούς, αγνοούμενους και κακοποιημένους ανθρώπους, με τα σχολικά ιστορικά βιβλία να θολώνουν τις πιθανές απαντήσεις στα ερωτήματα: Γιατί ήταν τόσο σκληρή η μοίρα των αμάχων κι από τις δυο πλευρές; Γιατί ξεχνάμε τον ρόλο των τότε συμμάχων στην «Καταστροφή»; Γιατί γνωρίζουμε μόνο από οικογενειακές ιστορίες τη φιλική σχέση ανάμεσα στους δυο λαούς;
Α.Π.: Τι κάνουμε, λοιπόν, με τα παιδιά, ξεκαθαρίζουμε ή όχι;
Λίλη Λαμπρέλλη: Ένας Τούρκος ιστορικός και συγγραφέας, ο Taner Timur, λέει κάτι που αφορά τους λογοτέχνες: «Οι Τούρκοι μαθαίνουν την ιστορία τους μέσα από τη λογοτεχνία…» «Ο μόνος τρόπος για να μάθουν την ιστορία τους οι Έλληνες και οι Τούρκοι είναι μέσα από τη λογοτεχνία που τολμάει να μιλήσει για όσα έγιναν στους αμάχους. Ας αναλάβουμε τις ευθύνες μας.»
Ο Αντώνης Λιάκος λέει: «Ο μόνος τρόπος να γίνει συμφιλίωση μεταξύ των λαών είναι ο ένας να κατανοήσει την οδύνη του άλλου μέσα από τη λογοτεχνία.»
Αλεξάνδρα Μητσιάλη: Ακριβώς αυτό το πρόταγμα αφορά η ανάλυση του Πωλ Ρικαίρ** για τη «δίκαιη μνήμη». Αυτός μιλάει για «δίκαιη μνήμη», για την αμοιβαία κατανόηση η οποία διευρύνει την οπτική γωνία και οδηγεί στην αποδοχή της πραγματικότητας που δεν αφορά μόνο εμάς αλλά και τους άλλους.
Ελένη Δικαίου: Σχετικά με αυτό το οποίο ανέφερε η Λίλη λίγο πριν θέλω να πω ότι και στα Κοριτσάκια με τα ναυτικά και στον Τελευταίο Έλληνα της Σμύρνης εμπεριέχονται «σκληρές σκηνές». Για παράδειγμα, στα Κοριτσάκια με τα ναυτικά, η σκηνή με τον Τούρκο αμαξά που πηγαίνει μέσα από τα καμένα τους δικούς μου προς την προκυμαία της Σμύρνης. Εκεί εντελώς ξεκάθαρα δυο Σμυρνιοί, μια Ελληνίδα κι ένας Τούρκος εκφράζουν τον πόνο, τον θυμό, το παράπονό τους για όσα έχουν συμβεί.
«Διψάνε τα καημένα…» λέει η γιαγιά μου για τα κοριτσάκια της. Κι ο αμαξάς «Α, καλά να πάθετε που οι στρατιώτες σας τις δικές μας τις τουρκάλες…» Κι ενώ θα περίμενε κανείς πως αυτός ο αγριεμένος άνθρωπος θα τους παρέδιδε στους πρώτους Τσέτες*** που θα συναντούσαν στον δρόμο τους τούς πήγε ως τα πλοία της σωτηρίας. Οι βιαιότητες, είναι αλήθεια, συμβαίνουν δυστυχώς σε έναν πόλεμο, αυτός είναι ο πόλεμος, αλλά η δίκαιη μνήμη, όπως είπε η Αλεξάνδρα πριν, πρέπει να είναι δίκαιη. Αυτό πρέπει να έχουμε πάντα κατά νου.
Αν η αλήθεια δεν μιλάει από μόνη της για την συνύπαρξη των λαών τότε τίποτε άλλο δεν μπορεί να το κάνει. Παρ’ όλα αυτά το τι έκανε ο κάθε πεινασμένος φαντάρος του ελληνικού στρατού, πιθανόν σημεία και τέρατα τα οποία φυσικά αναφέρουμε με αποτροπιασμό, δεν μπορώ να τα βάλω στον αντίποδα με τη διαταγή η οποία βγήκε επίσημα από το τουρκικό κράτος και τον τουρκικό στρατό και έλεγε “σφάξτε, βιάστε, λεηλατείστε“. Έχω την αντίγραφο αυτής της διαταγής στο αρχείο μου. Η δίκαιη μνήμη είναι ότι ο ελληνικός στρατός δεν είχε αντίστοιχη διαταγή, τελεία! Υπογράψαμε λοιπόν γιατί προδοθήκαμε και σα να μην έφτανε αυτό πρότειναν τον Κεμάλ για Νόμπελ Ειρήνης!
Αλεξάνδρα Μητσιάλη: Μένω στη λέξη «προδοθήκαμε». Αν αποστασιοποιηθούμε από τα ιδιωτικά μνημονικά ίχνη που φέρει η καθεμιά μας και δούμε το μεγάλο ιστορικό κάδρο της συγκυρίας, θα αναγνωρίσουμε πως όλα αυτά που συζητάμε είναι τ’ απόνερα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, του πρώτου μεγάλου ιμπεριαλιστικού πολέμου που ξεκίνησε από τις ισχυρές, αποικιοκρατικές χώρες της Ευρώπης ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης τους, μεταξύ άλλων, και για το ποια θα εξασφαλίσει τα περισσότερα κέρδη από το σώμα της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας -εδάφη, πλουτοπαραγωγικές πηγές, επενδύσεις σε έργα υποδομής, πολιτικό έλεγχο σε μια περιοχή που γειτόνευε εκτεταμένα με τη νέα χώρα που προέκυψε από την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Είναι, επίσης, η εποχή των εθνικισμών στην Ευρώπη –μην ξεχνάμε ότι στο όνομα του εθνικισμού «πείστηκαν» και οι λαοί της να φύγουν ενθουσιασμένοι για το μέτωπο- αλλά και στη δική μας γεωγραφική ζώνη, εποχή που η αστική τάξη κάθε έθνους-κράτους προσπαθεί να διαμορφώσει τα εκτενέστερα δυνατά σύνορα και να περιχαρακώσει τα ζωτικά της συμφέροντα έναντι όλων των άλλων –στα καθ’ ημάς ο Κεμάλ εκφραστής του τούρκικου εθνικισμού, ο Βενιζέλος ο εκφραστής του ελληνικού και ούτω καθεξής.
Το «προδοθήκαμε» από παντού, αν μιλάμε για τον λαό, είναι μια πραγματικότητα. Οι δικοί μας πολιτικοί ηγέτες μάς έβαλαν σε ένα «συμμαχικό» πόλεμο για να φτιάξουν τη νέα Μεγάλη Ελλάδα «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», αλλά οι Άγγλοι και οι Γάλλοι «σύμμαχοι» μόλις κατάλαβαν ότι ο Κεμάλ κερδίζει κατά κράτος και είναι έτοιμος να συμμαχήσει με τον Λένιν με τον οποίο είχε ήδη υπογράψει τις πρώτες συμφωνίες, μας εγκατέλειψαν και οι δικοί μας αξιωματούχοι πήραν δολοφονικές αποφάσεις αφήνοντας τον ελληνικό στρατό να προελαύνει μόνος και «εθνικά υπερήφανος» μέχρι το Αφιόν Καραχισάρ.
Και όσοι πρότειναν τον Κεμάλ για το Νόμπελ είναι οι ίδιοι που άφησαν τον ελληνικό στρατό αφύλακτο, τους Έλληνες της Μικράς Ασίας όχι μόνο αβοήθητους στην προκυμαία αλλά έκοβαν και τα χέρια όσων κολυμπούσαν μέχρι τα δικά τους αγγλογαλλικά καράβια προσπαθώντας να σκαρφαλώσουν επάνω για να σωθούν.
Αυτό το ευρύτερο πλαίσιο είναι που με συγκλονίζει. Το πλαίσιο μέσα στο οποίο οι άνθρωποι βιώνουν τις τραγικές ιστορίες τους, το πλαίσιο που διαμορφώνει τις τραγικές ιστορίες των ανθρώπων. Έχει νόημα και αξία νομίζω για τη λογοτεχνία να μπορεί να αναδεικνύει καθώς αφηγείται, είτε περισσότερο ιστορικά είτε περισσότερο μυθοπλαστικά, τις μικρές ιστορίες των μικρών ταλανιζόμενων ανθρώπων, αυτό το πλαίσιο.
Α.Π.: Στο σχολείο τι γίνεται; Συζητάμε για αυτά;
Αλεξάνδρα Μητσιάλη: Στο σχολείο το αν θα τα συζητήσουμε ή όχι, όπως τώρα τα συζητάμε εμείς εδώ, επιχειρώντας δηλαδή να συνδέσουμε το βίωμα του υπό διωγμό ανθρώπου με το ευρύτερο πλαίσιο για να κατανοήσουμε τους παράγοντες που επέδρασαν στη δημιουργία της τραγικής συνθήκης που ονομάζεται Μικρασιατική Καταστροφή, εξαρτάται κυρίως από την αποφασιστικότητα του εκπαιδευτικού. Από τη θέλησή του να παρακάμψει τις οδηγίες του αναλυτικού προγράμματος για να αφιερώσει περισσότερο χρόνο στην ενότητα και να μπει σε μεγαλύτερο βάθος στα γεγονότα και στις σημασίες τους. Η σχολική αφήγηση πολύ συχνά μένει εγκλωβισμένη στο κυρίαρχο εθνικό βλέμμα, που θέλει να βλέπει μόνο μεγάλους ηγέτες, ηρωικές θυσίες, δίκαιες νίκες και άδικες ήττες στη δική μας πλευρά και βάρβαρους από την άλλη.
Και για να απαντήσω στο αρχικό σου ερώτημα, Απόστολε, αν η Μικρασιατική Καταστροφή έχει βρει τη θέση της στην ιστορική αφήγηση, θα έλεγα ότι εδώ δεν έχει βρει τη θέση που της ταιριάζει στην παγκόσμια Ιστορία η μεγαλύτερη γενοκτονία όλων των εποχών που είναι αυτή των γηγενών πληθυσμών της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής.
Ο Κολόμβος εξακολουθεί να παρουσιάζεται από την πλευρά των κατακτητών σαν ένας μεγάλος ήρωας, ένας μεγάλος ηγέτης. Και δεν είναι μόνο αυτό. Η γενοκτονία των Τσιγγάνων, για τους οποίους έγραψε η Αγγελική στο τελευταίο της βιβλίο, είναι αναλογικά με τον πληθυσμό τους μεγαλύτερη από αυτή των Εβραίων, αλλά ήταν μέχρι πρόσφατα άγνωστη στους περισσότερους, γιατί οι Τσιγγάνοι δεν έχουν προφανώς την πολιτική δύναμη να την αναδείξουν.
Οι αντιστοιχίες με το σήμερα
Μεγάλοι πόλεμοι, ανακατατάξεις, εδαφικές αναδιατάξεις, προσφυγικές ροές, εθνικές και οικονομικές κρίσεις τεράστιες, χρηματιστήρια, ανεργίες, ακροδεξιά κόμματα. Τότε και τώρα.
Φωτεινή Στεφανίδη: Με δυο λέξεις, έρχεται ένα τσουνάμι. Δεν ξέρουμε πόσο θα σηκωθεί, τι θα σαρώσει, τι θα αφήσει.
Α.Π: Έχουμε την ποιότητα οι άνθρωποι στο σύνολό μας να το κρατήσουμε;
Φωτεινή Στεφανίδη: Πιστεύω ότι οι άνθρωποι της δουλειάς, οι καθαροί, θα πάρουν πάλι τα πράγματα στα χέρια τους. Οι άλλοι, αυτοί που κάνουν όλη την κρυμμένη δουλειά θα συνεχίσουν πάλι στην πλάτη του κόσμου. Δεν ξέρουμε πού θα πάει γιατί έχουμε δύο πλευρές, δεν είναι μόνο οι Ρώσοι αλλά και οι άλλοι, όλοι εμείς, οι τάχα μου «καλοί», τα φιλαράκια της Αμερικής.
Αγγελική Δαρλάση: Ξέρετε ότι έχω δύο αγόρια. Όταν γεννήθηκαν, έπιασα τον εαυτό μου να κλαίει και να μονολογεί “Θεέ μου, κάνε να μην χρειαστεί να πολεμήσουνε”. Δεν μπορεί η πολιτισμένη Ευρώπη του 21ου αιώνα να πηγαίνει αυτή τη στιγμή ολοταχώς σε ένα πόλεμό. Μου φαίνεται πραγματικά αδιανόητο το ότι δεν μπορούμε να λύσουμε τα θέματα με άλλον τρόπο και ξαφνικά έπρεπε να διαλέξουμε αν είμαστε με τον Πούτιν ή τον Ζελένσκι,να διαλέξουμε τον λιγότερο «κακό» για να τα πω σχηματικά; Γιατί ξαφνικά πρέπει να ζήσουμε τα ίδια πράγματα που ζούσαν πριν εκατό χρόνια; Ας ελπίσουμε ότι δεν θα επιβεβαιωθεί αυτό το σενάριο. Και μόνο στις νέες γενιές μπορούμε να ελπίζουμε, παρόλο που τις κατηγορούμε, για μια διαφορετική θεώρηση, για κάτι νέο και ριζοσπαστικό.
Μόνο στις νέες γενιές μπορώ να ελπίζω ίσως επειδή οι νεότεροι έχουν αρχίσει να συζητούν και να βλέπουν την Ιστορία όχι μόνο μέσα από την οπτική των νικητών ∙ συζητάνε και διεκδικούν ν’ ακουστεί και η ιστορία των απανταχού ηττημένων, αυτών που ως πρόσφατα δεν είχαν λόγο, όπως για παράδειγμα οι γηγενείς της Αμερικής. Γιατί τελικά, το ξέρουμε, η Ιστορία που μαθαίνουμε γράφτηκε κατά κύριο λόγο από τους νικητές και από τους Δυτικούς. Την ιστορία την «άλλη», την άλλη οπτική, δεν θέλουμε ποτέ να την ακούσουμε.
Ίσως, λοιπόν, οι νέες γενιές θα φέρουν το καινούριο, αυτό που δε θα προσβλέπει σε νικητές και ηττημένους. Ίσως… Αλλιώς, φοβάμαι, είμαστε καταδικασμένοι να ζήσουμε τα ίδια.
Αλεξάνδρα Μητσιάλη: Είναι αδιανόητο να παρακολουθούμε και να ακολουθούμε με το αίσθημα του αβοήθητου τους στρατοκράτες σε ένα πόλεμο για την κυριαρχία στον κόσμο και το νέο διαμοιρασμό των σφαιρών επιρροής∙ να πειθόμαστε, μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους, τόσο εύκολα από τα χολιγουντιανά σχήματα του «καλού» και του «κακού», του «δαιμόνιου» εχθρού και του «σύμμαχου» φίλου∙ να βλέπουμε την ανθρώπινη τραγωδία έξω από την ιστορική συγκυρία, έξω από το πλαίσιο μέσα στο οποίο έχει προκληθεί.
Τα χαμόγελα περίσσευαν. Οι ιδέες, αυτή η έξοχη αλληλεπίδραση σκέψεων, η ανταλλαγή βιωμάτων, αφετηριών, μικρών ιστοριών που γέννησαν τα βιβλία ήταν σχεδόν μυθιστορηματική. Αποφασίσαμε να την κρατήσουμε στη γοητεία του γραπτού λόγου παρότι και η βιντεοσκόπησή της ήταν θα έλεγα αψεγάδιαστη, σαν να είχαμε κάποια σκηνοθετική ροή.
Τις ευχαριστώ από καρδιάς με κάθε ειλικρίνεια και τις πέντε, τις θεωρώ σημαντικές, πολύτιμες και έντιμες μορφές της λογοτεχνίας για παιδιά και εφήβους και δίχως καμία επιφύλαξη τις συστήνω σε όλα τα παιδιά.
Παραπομπές
* Τα Τάγματα Εργασίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που χρησιμοποιήθηκαν από τους Νεότουρκους και τον στρατό του Κεμάλ Ατατούρκ από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι και τις εθνικές εκκαθαρίσεις του 1922. Στα τάγματα αυτά αναγκάζονταν να εργαστούν μη μουσουλμάνοι άνδρες υπό απάνθρωπες συνθήκες και σε εργασίες εξαιρετικά δύσκολες και βαριές.
** Πωλ Ρικαίρ (Paul Ricœur, 1913-2005): Γάλλος υπαρξιστής φιλόσοφος. Σπούδασε φιλοσοφία στα Πανεπιστήμια της Ρεν και της Σορβόννης και ασχολήθηκε με τη φαινομενολογία, τον υπαρξισμό, τη φιλοσοφία της γλώσσας και την ψυχανάλυση.
*** Τσέτες: στρατολογημένοι, οπλισμένοι Μουσουλμάνοι υπότροποι κατάδικοι, με δράση από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι και τις εθνικές εκκαθαρίσεις του 22′, υπεύθυνοι για χιλιάδες δολοφονίες, βαναυσότητες αμάχων και λεηλασίες περιουσιών, όλες σε συνεργασία με το βαθύ τουρκικό κράτος και παρακράτος.
Ακούστε
Θα με δικάσει – Σωτηρία Μπέλλου
από τον δίσκο Ο Άη Λαός του Δημήτρη Λάγιου
Το τραγούδι περιέχεται στον δίσκο με δύο εκτελέσεις, μία με τη Σωτηρία Μπέλλου και μία με χορωδία. Ακούστε τη δεύτερη αυτή εκτέλεση πατώντας εδώκαι την πρώτη πατώντας στο όνομα της Μπέλλου. Επίσης το δισκογράφησε εξαίρετα η Μάρθα Φριντζήλα το 2009. Επίσης, το έχω ακούσει live από τον Λεωνίδα Κουλίτση και τις Μικρές Περιπλανήσεις στο Τσάι στη Σαχάρα κάπου στα 1998, απ’ όπου προσωπικά γνώρισα το τραγούδι, και το μέταλλο της φωνής του ήταν από τις συγκλονιστικότερες στιγμές που έχω ζήσει.
Στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης
Μουσική: Δημήτρης Λάγιος
1. Σωτηρία Μπέλλου («Ο Άη Λαός»)
2. Μάρθα Φριντζήλα («Δυο νύχτες στα μέγαρα»)
Θα με δικάσει ο κούκος και τ’ αηδόνι
μα στην Αγιάσο σταυρουδάκι μου χρυσό
τις νύχτες που θα πέφτει άσπρο χιόνι
οι Τσέτες θα κρεμάνε το Χριστό.
Στον ουρανό που κάναμε ταβάνι
δε βλέπουμε τις νύχτες ξαστεριά
κουρσάροι, Φράγκοι, Βενετσιάνοι
μας πούλησαν για γρόσια και φλουριά.
Στην Τροία μεγαλώνουνε τα στάχυα
και στην Αγιάσο σε μιαν έρμη εκκλησιά
ζωγράφισε ο Θεόφιλος με αίμα
το χάρο να φοράει θαλασσιά.
Διαβάστε
Βιβλία για παιδιά και εφήβους για τη Μικρασιατική Καταστροφή: εκατό χρόνια μετά