Η συγγραφέας Λίνα Μουσιώνη γράφει για το “Αύγουστος είναι…“, το αφιέρωμα του ELNIPLEX στον μήνα που αδειάζει τις πόλεις και γεμίζει τις αναγνώσεις και τις στιγμές.
Ο ήλιος κάθεται πάνω στο καπέλο του που μοιάζει με θρόνο από ψαθί. Αλμυρά νησιά κολυμπούν στο ιδρωμένο σώμα του λαχταρώντας να βουτήξουν στη θάλασσα ξανά. Στα ξανθά μαλλιά του χορεύουν μικρά μελτέμια και κείνος ξεκαρδίζεται στα γέλια και χοροπηδά. Τότε οι πατούσες του γράφουν στην αμμουδιά τα πιο ωραία ποιήματα. Ένας γλάρος προλαβαίνει και τα μεταφράζει πριν τα σβήσει το αφρισμένο κύμα. Κοκκινίζουν όσοι γνωρίζουν τη γλώσσα των πουλιών και τα διαβάζουν. Και ύστερα τα ξεχνούν. Όπως ξεχνούν τις υποσχέσεις τους. Κυκλοφορεί γυμνός. Σαν εκείνα τα αγάλματα των ξεχασμένων θεών. Η ανάσα του μυρίζει αλμυρίκι και υγρή σάρκα αχινού. Τον ακολουθούν στρατιές παιδιών με σωσίβια και κουβαδάκια, νεαρά αγόρια και κορίτσια με τατουάζ, νοικοκυρές με ταψιά από γεμιστά και μουσακάδες. Εκείνος χορταίνει την πείνα του με φρέσκα σύκα και ξεδιψά με καρπούζι κατακόκκινο, μαχαιρωμένο στην καρδιά.
Τα μεσημέρια κάθεται κάτω από μια μεγάλη κληματαριά και διαβάζει ακούγοντας την επαναλαμβανόμενη συμφωνία των τζιτζικιών. Πότε κουνάει τα χέρια του για να διώξει μια μύγα και πότε τις φωνές των παιδιών που παρακούν τις μανάδες τους και ξεγλιστρούν από τα σκοτεινά δωμάτια με τους ανεμιστήρες. Τα μαλώνει και ύστερα τα κανακεύει με παραμύθια και ιστορίες. Άλλοτε με γοργόνες και τέρατα θαλασσινά, άλλοτε με αρχαία ναυάγια και πολιτείες βυθισμένες. Τότε τα παιδιά ησυχάζουν και κείνος τα κερνά παγωτά και δροσερές λεμονάδες.
Τα βράδια φοράει ένα λινό λευκό πουκάμισο και σεργιανά μέσα στις πολιτείες που καίγονται ακόμη, γυρεύοντας μυρωδιές από ποτισμένο βασιλικό και γιασεμί. Επιστρέφει απογοητευμένος κρατώντας στα χέρια του δυο φεγγάρια, μα δυσκολεύεται να βρει ποιο έχει πιο πολύ αγαπηθεί. Ξαγρυπνά μετρώντας αστέρια με δευτερόλεπτα καλοκαιριού κι αποκοιμάται μόνο όταν τελειώνει το καλοκαίρι. Αύγουστος είναι.