More
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_dora_1068x150
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_dora_1068x150
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_dora_1068x150
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_405x150
    patakis_dora_405x150
    patakis_tallek_405x150 (1)
    ΑρχικήELNIPLEX+Στοχασμοί"Αύγουστος είναι..."- Απόστολος Πάππος

    “Αύγουστος είναι…”- Απόστολος Πάππος

    Προτού, αφήσω κι εγώ, τιμητικά για όλους και όλες όσες και όσοι έγραψαν σε αυτό το αφιέρωμα, έναν δικό μου ταπεινό Αύγουστο, οφείλω να ευχαριστήσω θερμά εκ μέρους όλων στο ELNIPLEX τη συγγραφέα Θεοδώρα Κατσιφή από την οποία προέκυψε η ιδέα του “Αύγουστος είναι…“, καθώς σε μια χαλαρή συζήτησή μας, μάς πρότεινε να κάνουμε ένα αφιέρωμα στον Αύγουστο με τους δημιουργούς. Και ήταν, αλήθεια, μια ιδέα που μας γοήτευσε, αγκαλιάσαμε αμέσως και υλοποιήθηκε χάρη στην ανταπόκριση των δημιουργών τους οποίους και τις οποίες ευχαριστούμε: Μάνος Κοντολέων, Έλενα Αρτζανίδου, Μαρία Παπαγιάννη, Θοδωρής Παπαϊωάννου, Λίλη Λαμπρέλλη, Μαρία Ανδρικοπούλου, Σοφία Μαντουβάλου, Κυριάκος Χαρίτος, Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Τατιάνα Ζωγράφου, Γιάννης Παπαδάτος, Ντανιέλα Σταματιάδη, Κώστας Χαραλάς, Πολυχρόνης Κουτσάκης, Γιώτα Αλεξάνδρου, Μαρία Ρουσάκη, Λίνα Μουσιώνη, Ελένη Γερουλάνου, Χρυσούλα Καρολίδου, Κατερίνα Καρόγιαννη, Αργυρώ Πιπίνη, Πέτρος Πανάου, Βασίλης Κουτσιαρής, Φωτεινή Στεφανίδη, Χριστίνα Φραγκεσκάκη, Μαριέττα Κόντου, Δέσποινα Σουγιούλ, Ελένη Τσαλδίρη, Κωνσταντίνος Μπουτόπουλος, Φωτεινή Κωστάκου, Κατερίνα Τζαβάρα Νικολέτα Καπίλλα, Ελένη Γεωργοστάθη, Τζένη Κουτσοδημητροπούλου,  Ελένη Μπετεινάκη, Φυτούλα Βακανά, Γεωργία Μουντζούρη, Μαρία Γιαγιάννου, Θεοδώρα Κατσιφή, καθώς και τους Ελισάβετ Τάρη, Ελένη Αλεξίου, Έφη Σακκά και Γιώργο Γκουντή.

    Καλή αντάμωση με όλους και όλες στις όμορφες θάλασσες.

    #diavazoume #augoustos

    Κάποτε ήρθε ένας Αύγουστος που ήταν καλύτερα να μην είχε έρθει. Ήταν 1922, 1944  ή 2014. Δεν θυμάμαι πια. Έχω ζήσει πολύ για να θυμάμαι. Το άρωμά σου δεν πλανιόταν πια τριγύρω και στο σώμα σου δεν κολλούσε άμμος ή κάποιο ξεχασμένο φύκι. Το ρετσίνι από τα πεύκα είχε λαμπαδιάσει. Το ίδιο και τα σπίτια μας. Το ίδιο και τα μάτια σου. Τα καράβια έφευγαν, οι φάλαινες επέπλεαν, τα παιχνίδια σώνονταν. «Καίγομαι. Καίγομαι». Πες μου πού με πας;

    Κάποτε ήρθε ένας Αύγουστος που έπρεπε να έρθει. Ήμουν δυο πόδια δεκανίκια και δυο χέρια κρεμασμένα ως το πάτωμα. Ήθελα να μάθω και δεν πετούσε κοντά μου ούτε μέλισσα να βουίξει τα νέα της γύρης από τα λουλούδια του μπαλκονιού σου, έστω. Με μια βαλίτσα στο χέρι στύβω τους δρόμους να βρω βήματά σου. Με έχουν λιώσει οι χρηστικότητες, οι αντικανονικότητες, οι άγονες μέρες. Είμαι σπέρμα, αίμα, ψέμα. Τελειώνω. Φθείρομαι σαν φήμη και λάσπη. Εκρήγνυμαι σαν νάρκη.

    Κάποτε ήρθε ένας Αύγουστος που καλύτερα ήταν να είχε έρθει από τη μέση και κάτω. Ήταν 1967, 2015 ή 2019. Δεν θυμάμαι πια. Σε κουβαλούσα στα χέρια όλο το καλοκαίρι. Καθόμασταν στα σκαλιά για να μη νιώθεις μόνη. Κοιτούσες και δεν έβλεπες. Η ανάσα σου ήταν η πυρκαγιά εκείνης της χρονιάς. Σε τύλιξα σε μια κουβέρτα. Κατάλαβα ότι θα φύγεις. Η τελευταία ανάσα που έβγαλες ακούστηκε σαν κατολίσθηση. Έτσι μου είπε η Κατερίνα, καθώς σου έκλεινε τα μάτια. Τα δικά μου είχαν καεί ήδη. Για μήνες έκλαιγαν προκαταβολικά σε κάθε γάβγισμα.

    Κάποτε ήρθε ένας Αύγουστος που άξιζε μόνο στην προτελευταία του μέρα. Να! Σαν σήμερα πρέπει να ‘ταν! Από την πρώτη στιγμή, το βλέμμα σου ήταν ένα προσάναμμα, η δική σου φωτιά ήταν θέμα χρόνου σ’ ένα δάσος που πρέπει να καεί. “Στάχτη να γίνεις, σατανά!” Θα σε κρατήσω εγώ, μπαμπά. Είμαι εγώ εδώ για σένα. Η φωτιά σταματάει με φωτιά, οι παλιοί το ξέρουν. Ανάβω κι ενώνομαι μαζί σου. Δεν τα ξέρω όλα. Δεν ξέρω τα περισσότερα απ’ όσα θα σου χρειαστούν κι ας τα περιμένεις από μένα. Θα αυτοσχεδιάσω μια ζωή για σένα. Θα σου δώσω δυο πόδια. Και τράβα όπου έχει νόημα για τον κόσμο σου. Όταν το βρεις, θα είμαι κάπου εκεί, να πυροδοτήσω ένα χαμόγελο. Όταν δεν τα καταφέρνεις, θέλω να φταίω εγώ.

    Κάποτε ήρθε ένας Αύγουστος που ήταν καλύτερα να μην είχε έρθει, αλλά μετά μετάνιωσα∙ καλά έκανε κι ήρθε. Ξάπλωσα. Ήταν όνειρο∙ και δεν ήταν. Και θα ‘ταν δυο φιλιά, δυο και ένα χάδι, μια αγκαλιά κι ακόμη μία κι ίσως δυο τρεις ματιές, ίσως και ακόμη μία. Και θα ‘ταν ένα χάδι, κάπου στο γόνατο και ένα γέρσιμο εκεί στον ώμο, στον λαιμό και στο λακκάκι του. Και θα ‘ταν ένα όνομα κι ακόμα ένα, που χώρισαν και γίνηκαν δυο τρόμοι. Μα όχι ακόμη. Και θα ‘ταν ένα κούνημα στο τρένο, ένα κι άλλο ένα πιο μεγάλο καθώς μου έλεγες «θα σε προσμένω». Και θα ‘ταν δύο κόσμοι, ένας και ένας ακόμη, κι έσμιξαν, βράχηκαν κι ύστερα χωρίστηκαν ο ένας κι άλλος ένας, οι κόσμοι εκείνοι που έσμιξαν, που περπάτησαν, που βράχηκαν, που κρύφτηκαν και έγιναν ένας και τώρα πια κανένας. Και θα ‘ταν μια σιωπή μονάχα, μία να ‘χα να σε κρατούσα, “μια κίτρινη σιωπή” κι ύστερα ας γινόσουνα απούσα. Και θα ‘ταν μια πληγή και άλλη μία… Κι όταν τις έκλεισα δεν έμεινε καμία. Ήταν μια στιγμή και άλλη μία. Ήταν σε μια ζωή. Σε μια κι άλλη καμία.

    Κάποτε ήρθε ένας Αύγουστος που είχε αργήσει πολύ να έρθει. Η ζωή μου αλλάζει διαρκώς. Τώρα κοιτά το δέντρο από πάνω, κοιτά το νερό στα ίσια, το κολυμπά, το πίνει, το βαφτίζεται. Η ζωή μου καθαγιάζεται και αμαρτάνει, καθρεφτίζεται στον ουρανό, παραμερίζει το χώμα, εκεί ήταν και κάποτε εκεί θα ξαναπάει∙ όχι ακόμα. Η ζωή μου έχει αξία. Γειτονεύει με το όνειρο, είναι μέσα σ’ αυτό, δεν το κλέβει λαθραία πίσω από κάποια κουρτίνα. Την ξαναγέννησα, από τις στάχτες. Την αγαπώ. Είμαι κυματισμός. Είμαι απόπειρα. Είμαι απομεσήμερο κάτω από μεγάλο δέντρο. Είμαι λυγμός, ελιγμός, τριγμός. Σκασμός. Απανθρακώνομαι σε μια ζώνη αντιπυρική και βλέπω τα ταπεινά υλικά μου να υψώνονται γιορτινά. Με περιφέρω στο όμορφο. Αλλά τώρα δεν με παραχωρώ πουθενά. Πουθενά.

    Κάποτε ήρθε ένας Αύγουστος που… Ανοίγω την ξεφτισμένη πράσινη πόρτα της γιαγιάς, με το μάνταλο, δίχως κλειδί. Σχεδόν με περιμένει στο παράθυρο, πίσω από την πλεχτή κουρτίνα. “Σε είδα και ξεπόνεσα”, μου στόλισε. Το ξύλινο πάτωμα τρίζει όπως πάντα. Δυο ποντικοί χορεύουν πάνω απ’ το συμπιεσμένο χαρτόνι που παριστάνει το ταβάνι. Οι δίπλες είναι πάνω στο σερβάν, πυρόξανθες, σαν τις πλαγιές του Βουρκάνου που φλέγονται. Καμπάνες βαρούν. Όπως πάντα. Το τρένο σφυρίζει, το ακούς από τον Μελιγαλά. Όπως πάντα. Δεν ξέρεις τι απ’ τα δύο ακούς πιο δυνατά. Οτομοτρίς θα είναι. Η φωνή της θα ‘ναι. Θα μείνω δέκα μέρες. Ίσως δώδεκα. Σε λίγο θα έρθουν να με πάρουν. Του χρόνου η γιαγιά δε θα είναι εκεί. Ήταν 1993. Αυτό το θυμάμαι. Κι ας ήταν Ιούνιος. Ο Αύγουστος εκεί δε θα ξαναυπάρξει ποτέ ίδιος.

    ————-

    Με υπόκρουση:

    Καίγομαι-καίγομαι

    Πες μου πού με πας

    Από το παράθυρό σου

    Ο Απόστολος Πάππος

    Γεννήθηκα στις 17 Νοεμβρίου 1976 στα Εξάρχεια, την ώρα μιας μεγάλης συγκέντρωσης. Ζω στον Πειραιά. Από τις Εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορεί το τελευταίο βιβλίο μου με τη Μαίρη Μπιρμπίλη με τίτλο “Πρόσωπο Ζώο Πράγμα“. Θεωρώ το ELNIPLEX ένα κομμάτι προσφοράς στον πολιτισμό.

    Απόστολος Πάππος
    Απόστολος Πάππος
    Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1976. Νηπιαγωγός. Κάποτε έφτιαξε το ELNIPLEX. Τώρα γράφει γι' αυτό μόνο όποτε του αρέσει κάτι.
    RELATED ARTICLES

    Most Popular