Η συγγραφέας Έλενα Αρτζανίδου γράφει για το “Αύγουστος είναι…“, το αφιέρωμα του ELNIPLEX στον μήνα που αδειάζει τις πόλεις και γεμίζει τις αναγνώσεις και τις στιγμές.
Αύγουστος, πρώτη του μέρα και το τζιτζίκι από νωρίς δεν σταμάτησε να τερετίζει. Η ζέστη ανυπόφορη, χειρότερη όμως ήταν η πείνα που έκανε το στομάχι του να κολλήσει στην πλάτη.
-Μάνα, μύρισε ψωμί. Μάνα, η μυρωδιά του με λιγώνει. Μάνα, μια μόνο μπουκιά και σου υπόσχομαι να είμαι εντάξει. Μάνα πεινάω, δεν αντέχω.
Και εκείνη αμίλητη, μαραζωμένη και ας ήταν τόσο νέα γύρισε και τον κοίταξε. Χήρα, με πάντα άδειες τις τσέπες δεν είχε να προσφέρει.
– Μάνα άσε να πάω να του ζητήσω.
Τον κοίταξε κατάματα, το βλέμμα της έβγαζε φωτιές. Κατάλαβε και δεν είπε άλλη κουβέντα. Και τότε αυτή μαλάκωσε και του έδωσε νερό να πιει.
Και εκείνος έδωσε μια και βγήκε στα σοκάκια. Με όσο του επέτρεπαν τα πόδια έτρεξε. Πήρε την κατηφόρα και ιδρωμένος, ξέπνοος έφτασε έξω από τον φούρνο του κυρ Αντώνη. Μύρισε. Κατάπιε τη μυρωδιά. Έκλεισε τα μάτια και νόμισε πως πιπιλά την καυτή κόρα. Παρέμεινε για λίγο κι όταν τα άνοιξε, τα μάτια κόκκινα έβλεπαν το ένα μετά το άλλο το ψωμί να βγαίνει από τον πέτρινο τον φούρνο. Λιγομένος, με το στομάχι του γεμάτο πίκρα έκανε να φύγει.
– Ε, Αποστόλη, μπες μέσα γιε μου.
Του έδειξε τις τρύπιες τσέπες του.
– Δεν πειράζει έλα πάρε και δώσε και στα παιδιά. Και να θυμάσαι πως ο φούρνος του Αντώνη είναι για να τρώνε οι άνθρωποι ψωμί, έχουν δεν έχουν τις δεκάρες.
… Πέρασαν χρόνια από τότε δύσκολα. Μεγάλωσε. Πήρε το δρόμο για την Αθήνα. Βρήκε δουλειά και χόρτασε ψωμί. Σαν του Αντώνη όμως κανένα. Για αυτό, κάθε που έμπαινε ο Αύγουστος γυρνούσε πίσω στο χωριό, εκεί ψηλά στις Λεύκες, Πάρου.
Έτσι και τούτον τον Αύγουστο, μόλις το ημερολόγιο έδειξε 1η του μήνα έφτασε στο νησί. Ανέβηκε στις Λεύκες και όπως έκανε χρόνια τώρα, πριν ανάψει το κερί της μάνας του πήγε μπροστά στην πόρτα του Αντώνη.
– Με μάτια υγρά διάβασε
“Λεύκες,1923-1969”. Μπάρμπα, να ‘σαι όπου και αν είσαι καλά. Με το ψωμί σου έζησα και ζήσαν τα τρία μου αδέρφια. Σε ευχαριστώ, μουρμούρισε και άφησε ένα ζεστό, του Αυγούστου δάκρυ.
Και έμεινε εκεί, όπως κάθε χρόνο τέτοιο μήνα, στην κόκκινη πεζούλα να κάθεται και να αναπολεί τα παλιά.
Αύγουστος ήταν, Αύγουστος είναι.
Ελενα Αρτζανίδου.