Γεννήθηκε στην Γκρενόμπλ της Γαλλίας από Αρμένιους γονείς. Φοίτησε στο Αρμένικο Κολέγιο της Βενετίας και ακολούθως γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Σαπιέντσα της Ρώμης, το μεγαλύτερο της Ευρώπης και ένα από τα μεγαλύτερα στον κόσμο (21 σχολές, 257 τμήματα και ινστιτούτα, 21 μουσεία, 150+ βιβλιοθήκες) και μετά συνεχίζει τις σπουδές του στην Μπολόνια, όπου παίρνει το πτυχίο του στη Βιομηχανική Χημεία.
Στον στίβο της επαγγελματικής του ζωής τον συναντάμε σε Ηνωμένες Πολιτείες και Καναδά ως area manager στο χημικό τμήμα μεγάλης αμερικάνικης εταιρείας. Πηγαίνει στην Αλγερία, μένει αρκετά χρόνια και κατόπιν μετακομίζει σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, για να καταλήξει στη Φλωρεντία, όπου υλοποιεί την ιδέα που ωρίμαζε στο μυαλό του από καιρό, να ασχοληθεί με τα προβλήματα του περιβάλλοντος. Υπεύθυνος ενός εργαστηρίου αναλύσεων και συμβουλευτικής για το περιβάλλον, δραστηριοποιείται τόσο στον ιδιωτικό όσο και τον δημόσιο τομέα, δημοσιεύει άρθρα σε εξειδικευμένα περιοδικά του τομέα και είναι σύμβουλος για σχετικά θέματα σε εθνικό επίπεδο. Τον ελεύθερο χρόνο του τον αφιερώνει στο ερασιτεχνικό θέατρο και περιστασιακά τον βρίσκουμε να παίζει στον κινηματογράφο.
Η ποίηση υπήρξε για εκείνον μια πιστή φίλη. Η συλλογή με τίτλο Sottovoce (Εκδόσεις Ibiskos Ulivieri 2017), περιλαμβάνει ποιήματα που γράφτηκαν από το 2003 ως το 2008. Όταν οι Εκδόσεις Καλέντη έφεραν στην Ελλάδα σε μετάφραση της Άννας Παπασταύρου το πρώτο του βιβλίου με τίτλο «Το παιδί και οι άνεμοι της Αρμενίας» (“Il bambino e i venti d’Armenia“), προκάλεσαν μια μικρή αμηχανία εντάσσοντάς το στην σειρά ελληνικών ιστορικών στιγμών και προσωπικοτήτων Μικρές ιστορίες για Μεγάλα γεγονότα. Όποιος διάβαζε, ωστόσο, το βιβλίο, όχι μόνο δικαίωνε απόλυτα την επιλογή των εκδοτών, αλλά απολάμβανε ένας μοναδικής ομορφιάς μυθιστόρημα που μπορούν να διαβάσουν με την ίδια άνεση έφηβοι και ενήλικες και να αποκομίσουν αντίστοιχη απόλαυση, γνώση και ενσυναίσθηση.
Το βιβλίο απέσπασε το Α’ Βραβείο του 11ου Διεθνούς Διαγωνισμού «Συγγραφείς για την Ευρώπη» 2014 (Autori per l’Europa 2014) και βρέθηκε στη Βραχεία Λίστα στη ΧVIII Έκδοση Διεθνούς Βραβείου Ποιήματος και Μυθιστορήματος «Φλωρεντία, πρωτεύουσα της Ευρώπης» (Firenze Capitaled’Europa, 2016). Επίσης έλαβε το Ειδικό Βραβείο Ποίησης Sacravita 2015-2016, Misericordia di Firenze, 2016.
Ο Αρτούρο Αλεξανιάν αφήνει ποτάμι τη ζωή του σε μια ζωντανή #Συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης στο #ELNIPLEX, στο Μητροπολιτικό Κολέγιο Αθηνών, κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα στις 19-20 Δεκεμβρίου 2022.
Εξαίρετη διερμηνεία από τα ιταλικά από την Άννα Νούση με την ευγενική μεσολάβηση της Κέλλυς Ιωαννίδου-Καλέντη και των Εκδόσεων Καλέντη τους οποίους ευχαριστούμε θερμά.
«Αποφάσισα λοιπόν να σκαλίσω το παρελθόν, θέλοντας ν’ αποφύγω να κρύψω τις ιστορίες μέσα σ’ ένα κουτί, σαν να ήταν ένα δώρο που μου άνηκε και που το άνοιγα για να δώσω νόημα στη ζωή μου. Αν στ’ αλήθεια υπήρξα ο πραγματικός τους ήρωας, έπρεπε να μείνω γυμνός, όπως μένει μια μαργαρίτα που της μαδάς τα πέταλα». Αλήθεια, πώς ήταν η Γκρενόμπλ;
Η Γκρενόμπλ είναι η γενέτηρά μου και όταν την βλέπω από μακριά δεν ξέρω τι μου προκαλεί. Όσο ζούσε κάποια αδερφή μου εκεί, πήγαινα και με αντιπροσώπευε σε ένα βαθμό. Όλα τα υπόλοιπα μου προκαλούσαν μία κρίση.
Μπορεί στη Γκρενόμπλ να γεννήθηκα, να πήγα στο δημοτικό σχολείο, αλλά ακόμα και οι γονείς μου όταν πήγαν στη Μασσαλία τους υποδέχτηκαν πάρα πολύ άσχημα και ζητούσε ο Δήμαρχος από τον Νομάρχη «Παρακαλώ στείλτε τους πίσω, στείλτε πίσω αυτά τα γουρούνια».
Ήταν τρομερό. Και τώρα η ιστορία επαναλαμβάνεται. Έτσι λοιπόν στη Γκρενόμπλ δεν έχει μείνει για εμένα τίποτα, μόνο τα κτήρια, το σχολείο που φοίτησα, αλλά δεν μου δημιουργεί καμία νοσταλγία. Είναι μία ωραία πόλη, γεμάτη βουνά, αλλά δεν είναι κάτι για εμένα. Ούτε η ίδια η Γαλλία, που είμαι Γάλλος.
Και ακολουθεί στη ζωή σας η Βενετία, η Μπολόνια, η Φλωρεντία. Πώς έρχεται η Ιταλία στη ζωή σας; Ένας αρμενικής καταγωγής Γαλλογεννημένος άνθρωπος, πώς ήταν η ζωή σας εκεί;
Επιστρέφοντας στη Γκρενόμπλ, όταν τελείωσα το κολέγιο στη Βενετία και πήρα το πτυχίο, επέστρεψα για να γραφτώ στο Πανεπιστήμιο MAPC και εντωμεταξύ είχα κάνει αίτηση για να καταταγώ στο στρατό. Τότε ήταν σε εξέλιξη και ο πόλεμος της Αλγερίας. Περίμενα λοιπόν και την αναγνώριση του διπλώματος και είχα δώσει και τις εισαγωγικές εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο, όπου και μπήκα. Φοίτησα τον Οκτώβριο, τον Νοέμβριο και δεν μου είχε έρθει ακόμα ούτε η αναγνώριση ούτε η κλήση για να καταταγώ στο στρατό και στις 10-12 Δεκεμβρίου εκείνης της χρονιάς έλαβα την ενημέρωση για να καταταγώ στις 15 Ιανουαρίου.
Τότε σκέφτηκα πως ο πατέρας μου είχε συμμετάσχει σε τρεις πολέμους ως στρατιώτης στην Οθωμανική περίοδο, όταν οι Έλληνες μπήκαν στον Μπαντερμά και είδα που ανέμιζαν τη σημαία, έπειτα στον Β’ Παγκόσμιο με τη Γαλλία, οπότε κι εγώ σκέφτηκα πως δεν θα πάω τώρα στην Αλγερία κι έτσι έφυγα. Δεν μπορούσα να επιστρέψω στη Γαλλία καθώς δεν είχα υπηρετήσει στο στρατό, παρά μόνο στην πρεσβεία της Ρώμης όπου μου έκαναν και κάποιες ίντριγκες με εξετάσεις γιατί ήμουν και πάρα πολύ αδύνατος και μόνο με εκείνο το χαρτί μπόρεσα να επιστρέψω στη Γαλλία η οποία είναι μία χώρα που δεν είχα τύχει καλής υποδοχής και δεν είναι μία πόλη με την οποία είμαι δεμένος, δεν με ενδιαφέρει πλέον. Έχω, ναι, καλές αναμνήσεις αλλά μέχρι εκεί.
Οπότε χθες ήσασταν με την Αργεντινή στον τελικό του Μουντιάλ;
Στον αγώνα ήμουν και με τους δύο γιατί παντρεύτηκα μια κοπέλα από τη Φλωρεντία η οποία δε ζει πια, αλλά είχε ζήσει μεγάλο μέρος της ζωής της στην Αργεντινή, στη Κόρδοβα συγκεκριμένα, έτσι χθες τα παιδιά μου υποστήριζαν, ο ένας από το Σαν Φρανσίσκο τη Γαλλία, η άλλη από την Βαρκελώνη την Αργεντινή. Εγώ στο ποδόσφαιρο είμαι Μπολόνια, που χάνει πάντα. Οπότε ο αγώνας εχθές μου ήταν το ίδιο. Νιώθω πάντα Γάλλος. Υπάρχει και ένα σχετικό κεφάλαιο στο βιβλίο μου, το Dissertare/ Ερημώνω. Το παράδοξο, το οξύμωρο είναι πως πήγα μεν στην Αλγερία αλλά όχι για τον πόλεμο, όπως είπαμε, αλλά για να δουλέψω. Αν δεν είναι παράδοξο, είναι μια σύμπτωση της ζωής.
Είστε ένας κοσμοπολίτης, έχετε ζήσει σε πάρα πολλά μέρη. Προσδιορίζουν οι πατρίδες τους ανθρώπους;
Νωρίτερα στο Αμερικανικό κολέγιο μου έκαναν κάποιες ερωτήσεις παιδιά που είχαν διαβάσει το βιβλίο και μία κοπέλα με ρώτησε «Όμως για εσάς πατρίδα ποια είναι;»
Η αλήθεια είναι πως για εμένα δεν υπάρχει πατρίδα, δεν έχω πατρίδα. Ασφαλώς έχω ανακτήσει σε μεγάλο βαθμό την Αρμενικότητα, αλλά δεν νιώθω πως έχω πατρίδα και είμαι εντάξει με αυτό. Δεν είναι πρόβλημα για εμένα. Εγώ πάντα την πατρίδα την θεωρούσα ως συνώνυμο της στολής, να την φορέσουμε να πάμε να πολεμήσουμε. Φτάνει με αυτά τα όρια.
Προσπαθήσατε λοιπόν μέσα από μνήμες της οικογένειάς σας να πείτε την ιστορία χιλιάδων οικογενειών της Αρμενίας και κατ’ επέκταση να πείτε όλο το δράμα της Αρμενίας. Γιατί το κάνατε; Ήταν μια ανάγκη σας να ξαναβρείτε αυτήν την Αρμενικότητα;
Όταν τελείωσα το κολέγιο, που ήταν αυτό με το μεγαλύτερο γόητρο, γιατί όταν τελείωνες αυτό το κολέγιο ήσουν Αρμένιος και με τη βούλα, παρόλα αυτά δεν ανήκα σε κάποια κοινότητα, όπως για παράδειγμα στο Παρίσι ή στη Μασσαλία. Μετά υπήρχε η ζωή, η δουλειά, να παντρευτείς. Εγώ δεν παντρεύτηκα με κάποια κοπέλα από την Αρμενία, όπως έκανε η αδερφή μου που παντρεύτηκε Αρμένιο, ενώ η άλλη παντρεύτηκε ένα Γάλλο που γνώρισε στο λεωφορείο, οπότε ήμασταν μία απλή οικογένεια. Πήγα να δουλέψω στην Αλγερία, έπειτα στη Γένοβα.
Εντελώς τυχαία, δίχως να έχω προγραμματίσει τίποτα, πήγα στις ΗΠΑ για να ζήσω και δεν ήξερα καν τι θα κάνω. Είχα πάρει και την κιθάρα μου μαζί και γνώρισα εκεί κάποιον από το Σουδάν ο οποίος είχε ήδη ένα πλάνο πως σε πέντε χρόνια θα είχε αγοράσει αυτοκίνητο, σε τριάντα χρόνια θα είχε φτιάξει ένα σπίτι, θα είχε κάνει τέσσερα παιδιά, στο Ντιτρόιτ το 1969 όλα αυτά. Και εγώ σκέφτηκα, εάν μέσα σε έξι μήνες έναν μαύρο από το Χαρτούμ μπόρεσαν να τον μετατρέψουν τόσο πολύ, εγώ που είμαι και λευκός μέσα σε τρεις μήνες θα με είχαν αφομοιώσει. Έτσι είπα στις θείες μου το σκεπτικό μου αυτό και χάρηκαν. Πίστευαν κιόλας πως ήμουν κομουνιστής. Αυτές δούλευαν στο εργοστάσιο της FORD κι έτσι μου αγόρασαν ένα εισιτήριο και μου είπαν “φύγε”.
Τρεις μήνες οι γονείς μου δεν ήξεραν που είμαι γιατί εγώ ντρεπόμουν, έβλεπα τη φυγή μου από τις ΗΠΑ ως μια αποτυχία γιατί ο στόχος μου ήταν να πάω στην Αμερική και να μείνω εκεί. Έτσι επέστρεψα στη Μπολόνια όπου με ζήτησε ο καθηγητής μου για βοηθό του και μετά από ενάμιση χρόνο πήγα στην Αλγερία. Δεν έμεινα ούτε εκεί, πήγα στη Γένοβα και στη συνέχεια στη Φλωρεντία κατά τύχη, όπου πήγα να βρω έναν φίλο και εκεί αποφάσισα να ανοίξω το 1977 ένα εργαστήριο χωρίς να έχω πάρα πολλά χρήματα∙ περίπου 5.000.000 λιρέτες. Όλοι μου έλεγαν “τι πας να κάνεις, είσαι τρελός, δεν είσαι από εδώ”.
Το 1980 παντρεύτηκα τη γυναίκα μου. Στην αρχή ήταν δύσκολα, δεν βγαίναμε, δεν πηγαίναμε σε εστιατόρια, πεινούσαμε. Εκείνη είχε φύγει από την Αργεντινή και τα είχε χάσει όλα. Εξαιτίας του πληθωρισμού το διαμέρισμά της δεν άξιζε τίποτα, όμως εγώ είπα όχι θα το προσπαθήσω. Τώρα είναι ένα μεγάλο εργαστήριο στο οποίο δουλεύουν δεκαπέντε με είκοσι άτομα. Το έχω αφήσει σε αυτούς. Είναι ένα εργαστήριο περιβαλλοντικής χημείας και ποιος ξέρει για ποιο λόγο εγώ ωθήθηκα να ανοίξω αυτή τη δραστηριότητα. Δεν ήθελα να είμαι υπάλληλος κάπου, ήθελα να έχω δική μου επιχείρηση που είναι αρκετά μεγάλη τώρα και πιστεύω πως εάν μπορούσε ο πατέρας μου να με δει από τον τάφο του θα μου έλεγε “μπράβο”.
Η γραφή σας είναι πολλή ποιητική. Τι αισθάνεσθε; Έχετε τόσες πολλές ιδιότητες που αν σας ρωτούσε κάποιος πως θα περιγράφατε τον εαυτό σας; Ως ποιητή, ως συγγραφέα; Ως χημικό; Πώς θα αυτοπροσδιοριζόσασταν;
Είναι δύσκολο γιατί έγραφα πάντα ποίηση ακόμα και όταν ήμουν είκοσι χρονών. Τα ποιήματα είναι ένας τρόπος μετάδοσης μιας φαντασίας που μπορεί να έχει κάποιος. Μου έκαναν μάλιστα σχετικές ερωτήσεις και τα παιδιά που διάβασαν το βιβλίο μου. Εγώ γενετικά είμαι αποδεδειγμένα μετανάστης και όλα βασίζονται στην ανάκτηση όπως είπα της Αρμενικότητας γιατί μπορεί κάποιος να πει πως έχω ανακτήσει αυτή την Αρμενικότητα και τότε είναι καλά. Για παράδειγμα μπορείς να την ανακτήσεις μέσω του να είσαι γνωστός, να έχεις καταξιωθεί. Το να είσαι Αρμένιος σημαίνει πάρα πολλά πράγματα. Εγώ καταξιώθηκα μέσω της δουλειάς μου, ως χημικός. Συνεργάστηκα με δικαστήρια, έκανα πολλές συμβουλευτικές μαζί τους σχετικά με τον αμίαντο και τότε υπήρξε μια σύμπτωση που μου άνοιξε όλες τις πόρτες και με καλούσαν και με σεβόντουσαν όλοι.
Έτσι μέσω της δουλειάς μου δεν είχα πια αυτή την αίσθηση γιατί ένιωθα την αποδοχή. Εκείνη λοιπόν τη στιγμή που σε αποδέχεται η αστική κοινωνία, αυτό γίνεται μέσω της δουλειάς, γιατί έτσι μπορείς να πεις στον εαυτό σου «ναι εγώ είμαι από την Αρμενία».
Για παράδειγμα όταν ήμουν μέσα στο λεωφορείο και άκουγα τους γονείς μου να μιλούν Αρμένικα, ντρεπόμουν, οπότε έπρεπε να ανακτήσω αυτή την Αρμενικότητα. Έτσι κι εγώ είμαι μεν χημικός, γράφω πολύ και για την χημεία, αλλά είχα αυτόν τον σπόρο που εάν όμως δεν είχε βρει πρόσφορο έδαφος δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί∙ έτσι λοιπόν έγινα αποδεκτός μέσα από τη δουλειά μου. Όχι ότι πριν δεν ήμουν ή με έδιωχναν. Γιατί το να γίνεις αποδεκτός δεν είναι κάτι το απτό, είναι το πώς νιώθει κάποιος.
Και τώρα όταν μου λένε για το τελευταίο μου βιβλίο με τίτλο Il calice frantumato, ότι τους μάγεψε και έχει πάρει μάλιστα πρώτο βραβείο στη Φλωρεντία, με ρωτάει ο γιος μου «Μπαμπά τελικά εσύ τι είσαι, είσαι χημικός, είσαι συγγραφέας;» Κι εγώ τους λέω «είμαι πάντα χημικός, αλλά έχει παρεισφρήσει και το στοιχείο του συγγραφέα». Η δουλειά είναι λοιπόν θεμελιώδους σημασίας για να ανακτήσει κανείς την ταυτότητά του.
Κλείνοντας, με δυο λόγια, τι σας ενώνει με την Ελλάδα;
Οι γονείς μου γεννήθηκαν στον Ελλήσποντο, στην περιοχή του Μπανταμά και μιλούσαν και οι δύο Ελληνικά. Δεν ήταν παντρεμένοι, ήταν απλά από την ίδια πόλη. Εγώ έρχομαι πάρα πολύ συχνά στην Ελλάδα, έχω φίλους εδώ και πιστεύω πως έχουμε πολλά κοινά, όπως για παράδειγμα ότι εκδιωχθήκαμε το 1922 και είχαμε το ίδιο πεπρωμένο. Μάλιστα ο πατέρας μου είχε κρυφτεί σε έναν Έλληνα στην Κωνσταντινούπολη που δούλευε ως υποδηματοποιός και προσποιούνταν ότι ήταν Έλληνας, γιατί ήξερε πάρα πολύ καλά τα Ελληνικά. Στη Ρώσικη έκδοση του βιβλίου μου υπάρχουν εικόνες, που ήθελαν να τις δημοσιεύσουν, από την περιοχή που έζησαν οι γονείς μου, με γυναίκες, την ελληνική σημαία και τον πατέρα μου δίπλα, γιατί τότε πίστευαν ότι η Ελλάδα θα μας έσωζε αλλά τελικά τίποτε από αυτά δεν συνέβη παρά μόνο υπήρχε αίμα παντού. Έτσι, λοιπόν, δεν μπορούμε να πούμε πως δεν έχω σχέση με την Ελλάδα, είναι κάτι που κουβαλάω μέσα μου. Την αγαπάω και κάθε φορά που έρχομαι θέλω να φιλήσω το έδαφος. Όπως λέμε δεν είμαι ο Πάπας για αυτό δεν το κάνω, όμως είναι μία χώρα που αγαπώ πολύ.