“Στη δεύτερη και ωριμότερη συγγραφική της περίοδο που κατά τη γνώμη ξεκινά το 2014 με την Αλίκη στην πόλη για τους εφήβους και νέους και Το δικό τους ταξίδι για τα μικρότερα παιδιά, δημοσιεύει το ένα εξαίρετο βιβλίο μετά το άλλο: 2016 το κορυφαίο και διακεκριμένο παντού Μελάκ, μόνος (εικ. Αχ. Ραζής), το πανέμορφο Καλοκαίρι, φθινόπωρο χειμώνας άνοιξη καλοκαίρι (εικ.: Ι. Σαμαρτζή) και το πιο διαφορετικό της ήδη από το σχήμα Αν θες να πας ταξίδι στο φεγγάρι (εικ.: Εριφύλη Αράπογλου), 2017 Η Βιολέτα και ο ιππότης (εικ.: Έφη Λαδά), 2018 και ανά έτος ως το 2021 έχουμε τα πολυβραβευμένα Μικρά Γατικά με τα Περικλής και Ασπασία, Αντώνιος και Κλεοπάτρα, Ναπολέων και Ιωσηφίνα και Όθων και Αμαλία (εικ.: Ιφ. Καμπέρη), ενώ το 2019 έχουμε το λυρικό Καλοκαίρι στο κουτί (εικ.: Αχιλλέας Ραζής) και το 2020 το θαυμάσιο concertina book Όταν ο ήλιος πάει για ύπνο (εικ.: Ι. Σαμαρτζή).
Για να φτάσουμε στο 2021, λίγο πριν ξημερώσει 2022, και τη Ζάζα. Μια ιστορία για τα αδιανόητα της ανθρώπινης ύπαρξης, με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση μιας κούκλας να προκαλεί συγκίνηση. Και δεν είναι που αυτό το βιβλίο πάει… τσάφ τσουφ… τρένο για διακρίσεις. Είναι που η εγχώρια παιδική λογοτεχνία για ολοκαύτωμα μόλις απέκτησε τον απόλυτο μηχανοδηγό της.
Η σπουδαία συγγραφέας Αργυρώ Πιπίνη σε #Συνέντευξη στο #ELNIPLEX.
Δε γίνεται να αποφύγω την κλισέ ερώτηση. Υπάρχει κάποια αφόρμηση στην έμπνευσή σου για τη Ζάζα;
Έχω διαβάσει πολλά βιβλία στρατοπεδικής λογοτεχνίας, μαρτυρίες, μυθοπλασία. Από τον Πρίμο Λέβι και τον Γουίλιαμ Στάιρον μέχρι τον Zαν-Kλωντ Γκραμπέρ. Έχω μεταφράσει αντίστοιχα βιβλία. Κι έχω δει ταινίες και ντοκυμανταίρ· Νύχτα και ομίχλη του Ρενέ, Θα πέσει η νύχτα των Μπερνστάιν, Κρόσμαν και Χίτσκοκ, τον Γιό του Σαούλ του Νάμες, τον Πιανίστα του Πολάνσκι και πολλές ακόμα. Και πάντα το σοκ είναι μεγάλο. Ήθελα λοιπόν να το γράψω για να το αντέξω. Να μάθουν την ιστορία και τα παιδιά, για να μην ξεχάσει ποτέ κανείς πως το Ολοκαύτωμα το προκάλεσαν άνθρωποι.
Γιατί αποφάσισες να τη γράψεις, να την κάνεις ιστορία εν έτει 2021-22;
Γράφω ιστορίες και κρατάω σημειώσεις ακολουθώντας μια εσωτερική φωνή, μια σκέψη, μια παρόρμηση. Κι όταν τις ολοκληρώνω τις αφήνω ― άλλες φορές ξαναγυρίζω σ’ αυτές κι άλλες τις ξεχνάω. Τώρα λοιπόν ήρθε, θα έλεγα, η στιγμή, η ‘αποφασιστική στιγμή’ γι’ αυτό το βιβλίο.
Γιατί επέλεξες αυτή τη φόρμα και αυτό το κοινό, που θα το τοποθετούσαμε γενικά και στο περίπου στο 8+;
Ξεκίνησα να γράφω την ιστορία για να γίνει εικονογραφημένο βιβλίο. Και της έδωσα τον τίτλο Τσαφ-τσουφ. Την τελείωσα αλλά, όσο και να είμαι οπαδός της άποψης πως στα παιδιά λέμε πάντα αλήθειες και δύσκολες αλήθειες, κατάλαβα πως για το Ολοκαύτωμα δεν μπορείς να μιλήσεις στα πολύ μικρά παιδιά. Εγώ τουλάχιστον δεν μπορώ. Πώς να μιλήσεις για το Μεγάλο Κακό;
Τότε άρχισα να την αλλάζω, κρατώντας στοιχεία από την πρώτη ιστορία. Αλλά και πάλι δίστασα όταν έφτασα στο τέλος και τότε άφησα στην άκρη το κείμενο. Πέρυσι το καλοκαίρι που πήγα στο Βερολίνο επισκέφθηκα το Μνημείο του Ολοκαυτώματος. Κι όταν γύρισα στο σπίτι, τελείωσα την ιστορία. Ήθελα ένα καλό τέλος ― ήταν ξεκάθαρο και αδιαπραγμάτευτο.
Υπάρχει κάποιο παρασκήνιο στο γιατί επιλέγεις το όνομα Ζάζα;
Ήθελα ένα όνομα ηχοποιημένο που να μιλάει με τις υπόλοιπες ηχοποιημένες λέξεις του βιβλίου ― τσαφ-τσουφ, μπαμ-μπουμ. Ψάχνοντας υλικό βρήκα την ιστορία ενός μικρού κοριτσιού, της Zofia, που αρχικά ζούσε στο γκέτο στη Βαρσοβία και μετά κρυβόταν εδώ κι εκεί. Είχε λοιπόν μια κούκλα που τη φώναζε Zuzhia. Η Zuzhia δεν προφέρεται Ζάζα αλλά με οδήγησε στη Ζάζα.
Έχεις κάποιο παιχνίδι ή αντικείμενο που θα γινόταν η δική σου Ζάζα αν μας συνέβαινε κάτι τόσο θλιβερό όπως σε τόσους ανθρώπους τότε;
Δεν θέλω να το σκέφτομαι, πραγματικά. Πιστεύω πως πρέπει να είμαστε ενεργοί και εναργείς για να μη συμβεί ποτέ ξανά.
Πιστεύεις ότι τα αντικείμενα έχουν ένα είδος όρασης, αλληλεπίδρασης ή «ψυχής» μαζί μας ή είναι δικές μας συναισθηματικές επενδύσεις όλα αυτά;
Είμαι πολύ δεμένη με πράγματα ― ένα πάνινο κουκλάκι που παίρνω μαζί μου όταν ταξιδεύω, ένα ξύλινο ναυτάκι-μινιατούρα που μου είχε δώσει ο άντρας μου, ένα πολύ παλιό μου φόρεμα που δεν θέλω να αποχωριστώ. Η ψυχή των πραγμάτων ορίζεται από το χέρι που τα κράτησε, ή σου τα δώρισε, από τη στιγμή που αυτά τα αντικείμενα πρωτοήρθαν στα χέρια μας και τη ζωή μας. ‘Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων’.
Τι σε συντρίβει περισσότερο στην ιστορία των Ζάζα και των Εστρέα του κόσμου στα 1939-1945;
Πόσο ανοχύρωτες ήταν οι ζωές όλων αυτών των ανθρώπων. Ήταν γυμνοί μπροστά στην αβεβαιότητα και τη σκληρότητα. Πόσο υπέφεραν ― όσα είδαν, όσα έζησαν. Πώς συνεχίζεις μετά απ’ αυτό!
Επισκέφθηκες ποτέ κάποιο μουσείο με τέτοιου τύπου εκθέματα;
Το καλοκαίρι του ’20, μετά τον πρώτο εγκλεισμό, πήγα στο Βερολίνο κι έμεινα κάμποσες μέρες. Το Εβραϊκό Μουσείο ήταν κλειστό αλλά πήγα στο Μνημείο του Ολοκαυτώματος. Δε θα ξεχάσω αυτή την επίσκεψη. Πέρα από το σφίξιμο που σε πιάνει με το που βλέπεις το μνημείο, αυτά τα δεκάδες μαύρα παραλληλόγραμμα κουτιά, ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο μαύρα κουτιά, και λίγο πιο πέρα το Ράιχσταγκ με τη σημαία ν’ ανεμίζει, υπάρχει κι ένα κτίσμα κάτω από τη γη με είσοδο, χώρους εκθέσεων και πωλητήριο. Το επισκεπτόμασταν σε γκρουπ.
Στην ομάδα μας δεν μπορούσαν να κρατήσουν τους λυγμούς τους και ακούγαμε πίσω από τις μάσκες ήχους δυνατούς και ρουφήγματα μύτης. Κάποια στιγμή κλαίγαμε όλοι. Γυναίκες, άντρες.
Βλέπαμε φωτογραφίες και χάρτες στους τοίχους ―Πολωνία, Ελλάδα… από πολλές χώρες― οικογενειακές φωτογραφίες στην εξοχή, γιορτές και όμορφα σπίτια, και στο δάπεδο προβάλλονταν ταυτόχρονα σημειώματα και γράμματα ανθρώπων ένα βήμα πριν τον θάνατο, ανθρώπων νέων και γέρων, απορημένων και τρομοκρατημένων, που προσπαθούσαν να καταλάβουν τι συνέβαινε, που έγραφαν χωρίς να ξέρουν αν θα έφτανε το σημείωμά τους και σε ποιους. Ήταν τόσο σπαρακτικά αυτά τα γράμματα. Στο γκρουπ μας ήταν και μια κυρία που είδε σε μια φωτογραφία κάποιο συγγενή της και πήρε μια κοφτή ανάσα κι όταν βγήκαμε έξω μίλησε γι’ αυτόν. Αυτή ήταν η επίσκεψη στο Μνημείο του Ολοκαυτώματος. Και μια μέρα έχω σκοπό να πάω στο Άουσβιτς.
Στον Πέτρο Μπουλούμπαση είπες κάτι δίνοντάς του το κείμενο; Είναι το πρώτο σας βιβλίο μαζί αν δεν κάνω λάθος. Τον διάλεξες γιατί του ταίριαζε η ιστορία σου ή ήταν και μια “εκκρεμότητα” να κάνετε μαζί ένα βιβλίο;
Ναι, είναι το πρώτο βιβλίο που κάνουμε. Του έδειξα απλώς ένα απόκομμα εφημερίδας με μια κούκλα από το Γιαντ Βασέμ. Καμία εκκρεμότητα – δεν λειτουργώ έτσι. Αγαπώ τη δουλειά αρκετών εικονογράφων και θα ήθελα, κάποια στιγμή, με αφορμή κάποιο κείμενό μου να συνεργαστώ μαζί τους. Μίλησα με την Αλέξα Αποστολάκη για τις εικόνες. Και συμφωνήσαμε. Ο Πέτρος Μπουλούμπασης ήταν η αποκλειστική επιλογή για τη Ζάζα. Ένιωθα ενστικτωδώς ότι δεν θα ταίριαζε στην ιστορία ένας εικονογράφος με ‘ρεαλιστικές’ καταβολές ― ήθελε κάτι υπαινικτικό, κάτι που θα ισορροπούσε με το ύφος του κειμένου.
Ποτέ ξανά, ποτέ ξανά, ώστε να μην ξεχάσει κανείς. Πώς βλέπεις σήμερα τα πράγματα; Θυμόμαστε; Λησμονάμε;
Δεν είμαι πολύ αισιόδοξη. Το Βερολίνο ―η Θεσσαλονίκη, οι Βρυξέλλες και πολλές ακόμα πόλεις―, είναι γεμάτο με λίθους μνήμης. Έχουν μουσεία για το Ολοκαύτωμα, μνημείο για τους διωγμούς των ομοφυλοφίλων κατά το Ράιχ, για τις εκτελέσεις των Σίντι και των Ρομά.
Δεν θέλουν να ξεχάσουν. Φοβούνται να ξεχάσουν. Οι ενοχές είναι νωπές. Αλλά ένα μεγάλο κομμάτι των πολιτών είναι βαθιά, βαθιά συντηρητικό. Κι όχι μόνο στη Γερμανία.
Σήμερα η πληροφορία διακινείται πολύ πιο γρήγορα, σίγουρα, κι αυτό είναι θετικό γιατί μαθαίνουμε πράγματα και αντιδρούμε, αλλά δεν σου αφήνει και πολλά περιθώρια χρόνου για την επαλήθευσή της.
Καλοτάξιδο!
Ευχαριστούμε.