More
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 1068x150
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 1068x150
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 1068x150
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_405x150
    patakis_tallek_405x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 405x150
    ΑρχικήΓλώσσαΛογοτεχνία & ΠοίησηΑξιόλογα ποιήματα για το 1821

    Αξιόλογα ποιήματα για το 1821

    Ποιήματα τα οποία μπορούν να αποτελέσουν τον πυρήνα μιας όμορφης γιορτής δίχως κεντρικό θέμα αλλά με πλούσια ποιητική γλώσσα και υψηλή αισθητική.

    Θούριος
    (Ρήγας Φεραίος ή Βελεστινλής)
    {απόσπασμα}

    Ως πότε παλικάρια να ζούμεν στα στενά,
    Mονάχοι σα λιοντάρια, σταις ράχαις στα βουνά;
    Σπηλιές να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά,
    Nα φεύγωμ’ απ’ τον Kόσμον, για την πικρή σκλαβιά.
    Nα χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα, και Γονείς,
    Tους φίλους, τα παιδιά μας, κι’ όλους τους συγγενείς.

    Καλλιώ ‘ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
    Παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά, και φυλακή.

    Τι σ’ ωφελεί αν ζήσης, και είσαι στη σκλαβιά,
    Στοχάσου πως σε ψένουν καθ’ ώραν στη φωτιά.

    Βεζύρης, Δραγουμάνος, Aφέντης κι αν σταθής,
    O Tύραννος αδίκως, σε κάμει να χαθής.
    Δουλεύεις όλ’ ημέρα, σε ό,τι κι αν σοι πη,
    Kι’ αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιη.

    Ο Σούτζος, κι’ ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής,
    Γγίκας, και Μαυρογένης, καθρέπτης, είν’ να ιδής.

    Ανδρείοι Kαπετάνοι, Παπάδες, λαϊκοί,
    Σκοτώθηκαν κι’ Aγάδες, με άδικον σπαθί.
    Kι αμέτρητ’ άλλοι τόσοι, και Τούρκοι, και Ρωμιοί,
    Zωήν, και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά ‘φορμή.

    Ελάτε μ’ έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
    Nα κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον Σταυρόν.
    Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν,
    Nα βάλλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.

    Oι νόμοι νάν’ ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
    Kαι της πατρίδος ένας, να γένη Aρχηγός.
    Γιατί κ’ η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
    Nα ζούμε σα θηρία, είν’ πλιο σκληρή φωτιά.

    Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον Oυρανόν,
    Aς πούμ’ απ’ την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.

    Εμπρός!
    (Κωστής Παλαμάς)

    Εμπρός! Ολόρθοι, ατρόμαχτοι.
    Μαυρίλα. Αστροπελέκι.
    Μα το σπαθί γοργάστραψε,
    και νά! η βροντή τουφέκι!

    Στον Πίντο απ’ τον Ταΰγετο,
    και στα Μπαλκάνια, ως πέρα,
    μια η φλόγα, μια η φοβέρα,
    κι ένας ο νους. Εμπρός!

    Εμπρός, αδέρφια, ατράνταχτοι!
    Κι αν πέφτει αστροπελέκι,
    να! το σπαθί γοργάστραψε,
    βρόντησε το τουφέκι.

    Κρήτη, ο Μωριάς, η Ρούμελη,
    εμπρός! η Ελλάδα λάμπει,
    αχολογάν οι κάμποι,
    καίνε οι καρδιές. Εμπρός!

    Από το Αναγνωστικό της Γ’ τάξης του Δημοτικού, ΟΕΣΒ, 1955
    (Οργανισμός Εκδόσεων Σχολικών Βιβλίων)

    Παπαφλέσσας
    (Νίκος Μαραγκός)

    Φλογάτη η σκέψη μου γυρνάει σε σένα
    πολέμαρχε, πανάξιε ρασσοφόρε,
    κι απ’ τη λεβέντισσα γενιά του Εικοσιένα,
    πελώριε γυπαητέ, τροπαιοφόρε.

    Σαν του βοριά την άγρια ανεμοζάλη
    πρόλαβες με την πύρινη ρομφαία
    να κρούσεις του τυράννου το κεφάλι
    θανατερής οργής, βροντή μοιραία.

    Κι όταν η Αραπιά μπήκε στη χώρα,
    ν’ απλώσει τη φωτιά πέρα ως πέρα,
    σίφουνας ξεσηκώθηκες και μπόρα
    κι έπεσες με τα στήθια στο Μανιάκι,
    κρατώντας την ατίμητη παντιέρα,
    που δόξασαν Κανάρηδες και Διάκοι.

    Το Ελληνόπουλο
    (Βίκτωρ Ουγκώ σε μετάφραση Κωστή Παλαμά)

    Τούρκοι διαβήκαν, χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.
    Η Χίο, τ’όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,
    με τα κρασιά, με τα δεντρά
    τ’ αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια
    και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια
    καθρέφτιζε μεσ’ τα νερά.

    Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνου εκεί στο βράχο,
    στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
    κάθεται, σκύβει θλιβερά
    το κεφαλάκι, στήριγμα και σκέπη του απομένει
    μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη
    μες την αφάνταστη φθορά.

    -Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες
    για να μην κλαις λυπητερά, τ’ ήθελες τάχα να ‘χες
    για να τα ιδώ τα θαλασσά
    ματάκια σου ν’αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι
    και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι
    με τα μαλλάκια τα χρυσά;

    Τι θέλεις άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω
    για να τα πλέξεις ξέγνοιαστα, για να τα καμαρώσω
    ριχτά στους ώμους σου πλατιά
    μαλλάκια, που του ψαλιδιού δεν τάχει αγγίξει η κόψη
    και σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψη
    και σαν την κλαίουσα την ιτιά;

    Σαν τι μπορούσε να σου διώξει τάχα το μαράζι;
    Μήπως το κρίνο απ’ το Ιράν που του ματιού σου μοιάζει;
    Μην ο καρπός απ’ το δεντρί
    που μες στη μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει,
    κι έν’ άλογο χρόνια εκατό κι αν πηλαλάει, δε σώνει
    μες απ’ τον ίσκιο του να βγει;

    Μην το πουλί που κελαηδάει στο δάσος νύχτα μέρα
    και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;
    Τι θες κι απ’ όλα τ’ αγαθά
    τούτα; Πες. Τ’ άνθος, τον καρπό; Θες το πουλί;
    -Διαβάτη,
    μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:
    Βόλια, μπαρούτι θέλω, να!

     

    Επέσανε τα Γιάννενα
    (Αριστοτέλη Βαλαωρίτη)

    Επέσανε τα Γιάννενα, σιγά να κοιμηθούνε,
    εσβήσανε τα φώτα τους, εκλείσανε τα μάτια.
    Η μάνα σφίγγει το παιδί βαθιά στην αγκαλιά της,
    γιατί είναι χρόνοι δίσεχτοι και τρέμει μην το χάσει.
    Τραγούδι δεν ακούγεται, ψυχή δεν ανασαίνει.
    Ο ύπνος είναι θάνατος και μνήμα το κρεβάτι,
    κι η χώρα κοιμητήριο κι η νύχτα ρημοκλήσι.
    Άγρυπνος ο Αλη-πασάς, ακόμη δε νυστάζει,
    κι εις ένα δέρμα λιονταριού βρίσκεται ξαπλωμένος.
    Το μέτωπό του είναι βαρύ, θολό, συγνεφιασμένο
    και το ΄βαλεν αντίστυλο το χέρι του, μην πέσει.
    Χαϊδεύει με τα δάχτυλα τα κάτασπρά του γένια,
    που σέρνονται στου λιονταριού τη φοβερή τη χαίτη.
    Αγκαλιασμένα τα θεριά, σου φαίνονται πως έχουν
    ένα κορμί δικέφαλο , το μάτι δε γνωρίζει
    ποιο τάχα ναν΄ το ζωντανό και ποιο το σκοτωμένο.

     *

    Η Νίκη (Κωστής Παλαμάς)
    Εδώ στο Ελληνικό το χώμα, το στοιχειωμένο και ιερό,
    που το ίδιο χώμα μένει ακόμα απ’ τον αρχαίο τον καιρό,

    στο χώμα τούτο πάντα ανθούνε κι έχουν αθάνατη ζωή
    και μας θαμπώνουν, μας μεθούνε νεράιδες, ήρωες, θεοί.

    Εδώ στο Ελληνικό το χώμα, το στοιχειωμένο κι ιερό,
    που το ίδιο χώμα μένει ακόμα απ’ τον αρχαίο τον καιρό,

    Είδα τη Νίκη τη μεγάλη, τη Νίκη τη παντοτινή,
    την είδα εμπρός μου να προβάλλει με φορεσιά ολοφωτεινή.

    *

    Ο Φακής
    (Βασίλης Ρώτας)

    Εμπρός, ένα δυο, προσοχή!
    Εμένα με λένε Φακή.
    Κορμί κορδωμένο,
    μουστάκι στριμμένο,
    γαλόνια χρυσά και σπαθί.

    Χαιρέτα με γη και ουρανέ,
    τα μάτια σας όλοι σε με!
    Σε κάθε μου βήμα μου κάνουν το σχήμα
    κι εγώ δε λυγίζω ποτέ!

    Η σάλπιγγα τα-ρα τα-τα.
    σπαθί και ντουφέκι χτυπά,
    μπαμ μπουμ το κανόνι,
    μπουμ μπαμ το τρομπόνι.

    Ποιός βγαίνει σε μένα μπροστά;
    Γυρεύω παντού τον εχτρό.
    Κι ας ειν’ αντρειωμένοι σωρό,
    γιγάντοι και δράκοι,
    θεριά με φαρμάκι,
    καπνός μόλις πρόλαβα εγώ.

    Μονάχα ξαφνιάζομαι-ωχού!
    τρομάζω απ’ τους ίσκιους-χουχού!
    Ένα φύσημα αγέρα,
    κι ας είναι και ημέρα,
    μου παίρνει κι αντρεία και νου.

    Ο θάνατος του κλέφτη
    (Ιούλιος Τυπάλδος)
    Έχετε γεια, ψηλά βουνά και κρυσταλλένιες βρύσες,
    χαράματα με τις δροσιές, νύχτες με το φεγγάρι,
    και σεις, μαύρα κλεφτόπουλα, που στην Τουρκιά ετρομάξτε!
    Αρρώστια δε με πλάκωσε και πηαίνω να πεθάνω,
    κι αν πάρει βόλι το κορμί, πάλι, η ψυχή απομένει.
    Μαύρο πουλάκι θα γενώ, μαύρο χελιδονάκι,
    να ‘ρθω το γλυκοχάραμα να ιδώ που πολεμάτε,
    και σα σχολάσει ο πόλεμος κι εβγεί τ’ αχνό φεγγάρι,
    πάλι θε να ‘ρθω να σταθώ σ’ ένα κυπαρισσάκι
    τα λίγα τα κλεφτόπουλα, που βρω στη γη να κλάψω,
    μέσα στης νύχτας την ερμιά, στον ύπνο που κοιμούνται,
    Ν’ ακούσουν οι μανάδες τους να τα μοιρολογήσουν.
    -Για ιδές η θύρα του Πασά, και πάψε το τραγούδι!
    Έχετε γεια, ψηλά βουνά, τρεχούμενα ποτάμια.
    Αδέλφια, να με θάψετε σε μια ψηλή ραχούλα,
    ν’ ακούω τ’ αηδόνια που ‘ρχονται και φέρνουν τον Απρίλη.

    25η Μαρτίου 1821
    (Στέλιος Σπεράντσας)

    Ακρίτα στης Ευρώπης τους πυλώνες
    η Μοίρα σ’ έχει τάξει, Μάννα Ελλάδα,
    τη λευτεριά να διαφεντεύεις στους αιώνες.
    Χαρά σου, όταν Φειδίες με λαμπεράδα
    στη γη σου πελεκούνε Παρθενώνες
    κι Αισχύλοι ανάβουν θεία ανέσπερη λαμπάδα

    Μα ο πόνος σου βαθύς, όταν βαραίνει
    τυράννων μαύρη σκιά τ’ άγιο σου χώμα
    και της ελπίδας τους ανθούς αργομαραίνει.
    Κακό όμοιο εκράτει κάποτε -κι ακόμα
    πιο ασήκωτο- την όψη σου θλιμμένη.
    Κι ήταν πικρόχολο, που σώπαινε το στόμα
    Μια αυγή όμως -της φυλής την αμαρτία
    το πλήρωμα του χρόνου είχε ξεπλύνει-
    το βλέμμα ρίχνοντας στην που έσβηνεν εστία,
    Τινάχτεις, Κι ήταν Μάρτης, οι άσπροι κρίνοι
    ευώδιαζαν. Τινάχτεις την αιτία
    για να μετρήσεις του κακού, που φρένα λύνει
    Κι ως στάθηκες ψηλά στο μετερίζι,
    με ορμή, που ξεπερνούσε και του ανέμου,
    το κοφτερό έσυρες σπαθί σου, που σπιθίζει.
    Και φώναξες τρανά: «Καιρός πολέμου.
    Με ανθούς του ονείρου η γη ξαναγεμίζει.
    Ανάστα τώρα με την άνοιξη, λαέ μου».

    Ελεύθεροι πολιορκημένοι (Διονύσιος Σολωμός)
    (απόσπασμα από το Β’ σχεδίασμα)
    Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
    λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
    Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
    στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα καί κλαίει:

    «Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;
    οπού συ μού ΄γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».

    Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε
    κι οσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
    Και μες τη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
    κι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.

    Και μες της λίμνης τα νερά, οπ’ έφθασε μ’ ασπούδα
    έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα.
    Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο
    το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κ’ εκείνο.

    Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
    η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι
    Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:
    όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.

    Ο Δήμος και το καριοφύλι του
    (Αριστοτέλης Βαλαωρίτης)
    Εγέρασα, μωρέ παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
    τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τωρ’ αποσταμένος
    θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ’ η καρδιά μου.
    Βρύση το αίμα το ‘χυσα, σταλαματιά δε μένει.

    Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ’ το λόγγο
    να ‘ναι χλωρό και δροσερό, να ‘ναι ανθούς γεμάτο,
    και στρώσε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω.

    Ποιος ξέρει απ’ το μνήμα μου τι δένδρο θα φυτρώσει!
    Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ίσκιο του από κάτω
    θα ‘ρχονται τα κλεφτόπουλα τ’ άρματα να κρεμάνε.
    Να τραγουδούν τα νιάτα μου και την παλικαριά μου.
    Κι αν κυπαρίσσι όμορφο και μαυροφορεμένο,
    θα ‘ρχονται τα κλεφτόπουλα τα μήλα να μου παίρνουν,
    να πλέουν τις λαβωματιές, το Δήμο να σχωράνε.

    Έφαγ’ η φλόγα τ’ άρματα, οι χρόνοι την ανδριά μου.
    Ήρθε κι εμένα η ώρα μου. Παιδιά μου, μη με κλάψτε.
    Τ’ ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη.
    Σταθήτ’ εδώ τριγύρω μου, σταθήτ’ εδώ σιμά μου,
    τα μάτια να μου κλείσετε, να πάρτε την ευχή μου.
    Κι έν’ από σας το νιώτερο ας ανεβεί τη ράχη,
    Ας πάρει το τουφέκι μου, τ’ άξιο μου καριοφύλι.
    Κι ας μου το ρίξει τρεις φορές και τρεις φορές ας σκούξει.

    «Ο Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει».
    Θ’ αναστενάξ’ η λαγκαδιά, θα να βογγύξει ο βράχος
    θα βαργομήσουν τα στοιχειά, οι βρύσες θα θολώσουν
    και τ’ αγεράκι του βουνού, όπου περνά δροσάτο,
    θα ξεψυχήσει θα σβηστεί θα ρίξει τα φτερά του,
    για να μη πάρει τη βοή άθελα και τη φέρει
    και τήνε μάθει ο Όλυμπος και την ακούσει ο Πίνδος
    και λιώσουνε τα χιόνια τους και ξεραθούν οι λόγγοι.

    Τρέχα, παιδί μου, γλήγορα, τρέχα ψηλά στη ράχη
    και ρίξε το τουφέκι μου. Στον ύπνο μου επάνω
    θέλω για ύστερη φορά ν’ ακούσω τη βοή του.
    Έτρεξε το κλεφτόπουλο σαν νά ‘τανε ζαρκάδι,
    ψηλά στη ράχη του βουνού και τρεις φορές φωνάζει

    «Ο Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει».
    Κι εκεί που αντιβοούσανε οι βράχοι, τα λαγκάδια
    ρίχνει την πρώτη τουφεκιά, κι έπειτα δευτερώνει.
    Στην τρίτη και την ύστερη, τ’ άξο το καριοφύλι
    βροντά, μουγκρίζει σαν θεριό, τα σωθικά του ανοίγει,
    φεύγει απ’ τα χέρια, σέρνεται στο χώμα λαβωμένο,
    πέφτει απ’ του βράχου το γκρεμό, χάνεται, πάει, πάει.
    Άκουσ’ ο Δήμος τη βοή μες στο βαθύ τον ύπνο,
    τ’ αχνό του χείλι εγέλασε, εσταύρωσε τα χέρια…

    «Ο Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει».
    Τ’ ανδρειωμένου η ψυχή του φοβερού του Κλέφτη
    με τη βοή του τουφεκιού στα σύγνεφ’ απαντιέται
    αδερφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβήωνται, πάνε.

    *

    Ο βράχος και το κύμα
    (Βαλαωρίτης Αριστοτέλης)

    «Μέριασε, βράχε, να διαβώ!» το κύμα ανδρειωμένο
    λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
    «Μέριασε! μες τα στήθη μου, που ‘σαν νεκρά και κρύα
    μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.

    Αφρούς δεν έχω γι’ άρματα, κούφια βοή γι’ αντάρα,
    έχω ποτάμι αίματα, με θέριεψε η κατάρα
    του κόσμου, που βαρέθηκε, του κόσμου που ‘πε τώρα:
    «Βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου η ώρα!»

    Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο,
    και σούγλυφα και σούπλενα τα πόδια δουλωμένo,
    περήφανα μ’ εκοίταζες και φώναζες του κόσμου,
    να δει την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου.

    Κι αντίς εγώ κρυφά κρυφά, εκεί που σ’ εφιλούσα,
    μέρα και νύχτα σ’ έσκαφτα τη σάρκα σου εδαγκούσα
    και την πληγή που σ’ άνοιγα, το λάκκο πούθε κάμω,
    με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο

    Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη,
    τα θέμελά σου τα ‘φαγα, σ’ έκαμα κουφολίθι
    Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι
    θα σε πατήσει στο λαιμό…Εξύπνησα λιοντάρι…»

    Ο βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος,
    αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
    Του φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες,
    του φεγγαριού, που ‘ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.

    Ολόγυρα του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν
    και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματα αρμενίζουν,
    καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
    τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.

    Το μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα,
    χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αθέρα
    ν’ αντιβοά τρομαχτικά χωρίς καν να ξυπνήσει,
    και σήμερα ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει.

    «Κύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις;
    Ποιος είσαι συ κι ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις,
    αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις,
    και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,

    εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ’ αφρούς στεφανωμένο;
    Όποιος κι αν είσαι μάθε το, εύκολα δεν πεθαίνω!»
    «Βράχε, με λένε Εκδίκηση. Μ’ επότισεν ο χρόνος
    χολή και καταφρόνεση. Μ’ ανάθρεψεν ο πόνος.

    Ήμουνα δάκρυ μια φορά και τώρα κοίταξέ με,
    έγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ με.
    Εδώ μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις, δεν έχω φύκη,
    σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη,

    ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του άδη μου τ’ αχνάρια…
    Μ’ έκαμες ξυλοκρέβατο… Με φόρτωσες κουφάρια…
    Σε ξένους μ’ έριξες γιαλούς… Το ψυχομάχημά μου
    το περιγέλασαν πολλοί και τα πατήματά μου

    τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη.
    Μέριασε βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη,
    καταποτήρας είμαι εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου,
    γίγαντας στέκω εμπρός σου!»

    Ο βράχος εβουβάθηκε. Το κύμα στην ορμή του
    εκαταπόντησε μεμιάς το κούφιο το κορμί του.
    Χάνεται μες την άβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει
    σα να ‘ταν από χιόνι

    Επάνωθέ του εβόγγιζε για λίγο αγριεμένη
    η θάλασσα κι εκλείστηκε. Τώρα δεν απομένει
    στον τόπο που ‘ταν το στοιχειό, κανείς παρά το κύμα,
    που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.

     

    RELATED ARTICLES

    Most Popular