Πολεμόχαρη φυλή των εκπαιδευτικών, εκπαιδευτών, μαστιγωτών και θηριοδαμαστών ελληνοπαίδων και μεταναστευσάντων, καλή χρονιά εύχομαι. Να ενημερώσω καταρχάς ότι τα ζάναξ και τα λοιπά ηρεμιστικά παρουσιάζουν ελλείψεις στα ράφια των φαρμακείωνε κάθε Σεπτέμβριο, όπως με ενημέρωσε ο φαρμακοτρίφτης της γειτονιάς μου, γι’ αυτό καλό θα ‘τανε να κάμετε τα κουμάντα σας γιατί δεν βλέπω να κάνουμε παρέλαση για το ΟΧΙ άνευ ψυχοτέτοιας υποστήριξης.
Σήμερα θα αναφερθώ σε εκείνο το αξιοθαύμαστο είδος ανθρώπου, που κάνει την εμφάνισή του κάπου Ιούνιο και Αύγουστο μεριά, το Homo Vlammenus Ekpedeftikus που τον Ιούνιο κλαίει με μαύρο δάκρυ που αποχωρίζεται τα παιδάκια στο σχολείο και μετά της Παναγιάς τον δεκαπενταύγουστο αρχίζει το πρόγραμμα:
“Μου λείπουν τα γλυκούλια μου” (δεν αναφέρεται σε εκλέρ, τους μαθητές της εννοεί).
“Σε λίγο θα γεμίσει η αυλή πάλι χαρούμενες παιδικές φωνούλες” (προφανώς δεν έχει δει τον Μιχάλη να τρέχει αυλή 200 τετραγωνικά σε 4 δευτερόλεπτα κάνοντας πως μαρσάρει σαν δέκα τριαξονικές νταλίκες μαζί που ακολουθούνται από κομβόι χάρλει ντάβιντσον με πειραγμένη εξάτμιση)
“Ανυπομονώ να αρχίσει η σχολική χρονιά και να συναντήσω τα καινούρια μου παιδάκια” (έχουμε κατέβει όλοι στο λιμάνι, κυρά μου, και κουνάμε σημαιάκια και ταμπέλες RENT A ROOM για να τα πάρουμε και οικόσιτα).
“Κάνουμε την πιο ωραία δουλειά του κόσμου” (εμείς και οι εργαζόμενοι στα τσουρέκια του Τερκενλή, γλυκούλα μου).
“Πλησιάζει η στιγμή που θα ξαναδώ γελαστά προσωπάκια” (δεν μιλάει για τα στρουμφάκια ούτε τα τελετάμπις, παιδιά, για τους μαθητές της λέει)
“Δε μου λες, καλή μου…”, της είπα μια φορά μίας που έτυχε να λέει τέτοιες μπούρδες σε ένα σεμινάριο πρώτων βοηθειών και ήμουν έτοιμη να της κρεμάσω επιγραφή νέον πάνω από το κεφάλι “εδώ ρίχνουμε σφαλιάρες λεύτερα”. “Σ’ έχει δει γιατρός τελευταίως; Όχι, παραϊατρικών επαγγελμάτων στη Ρουμανία, κανονικός γιατρός, με λευκή ποδιά, χωρίς σκούφο”. Με κοιτάει σαν ασβός που έχει δει μονοκοπανιά Γκέιμ οφ θρόουνς. “Τι εννοείς;” μου λέει. “Είναι δυνατόν να ανυπομονείς να τελειώσει το καλοκαίρι και να αρχίσει το σχολείο; Τον μήνα που όλοι κλαίμε, εσύ μας λες ότι χαμογελάς;”. Ήταν αποστομωτική η δεσποινίς, ανύπανδρη, δίχως τέκνα, ετών 31. “Ναι! Γιατί; Είμαι πολύ χαρούμενη. Κάνουμε μια υπέροχη δουλειά, έχουμε μεγάλες διακοπές, τις χαιρόμαστε, επιστρέφουμε με γεμάτες μπαταρίες, οπότε, ναι, ανυπομονώ”. Με ρούμπωσε, παιδιά, η μικρά. Αισθάνθηκα εγώ η Homo Nipiagogicus Ilithius. Η κορεσμένη, που τα δίνω όλα στη δουλειά, όσα έχω δηλαδής, αλλά όταν έρχεται η ώρα να κλείσει το σχολείο, το χαίρομαι βρε αδέρφια, δεν κρεμάω σημαιάκια στο μπαλκόνι, αλλά ένα χασαποσέρβικο καμιά 50αριά λεπτά το ρίχνω.
Όμως, ρε γαμώτο, κατιτίς με έτρωγε μέσα μου. Δε μπορεί ρε φίλε. Ένας άνθρωπος που χαίρεται που επιστρέφει στη δουλειά του δεν το φωνάζει σαν τον “Σάκη τον γλύκα” ή τον “Είναι μέλι είναι μέλι τα καρπούζια του Βαγγέλη”. Κάτι δεν μου κολλάει.
Ο διάολ… αυτός τέλος πάντων, έσπασε το πόδι του, ένα χρόνο μετά, όταν η δεσποινίς “πανηγυρίζω που στο σχολειό γυρίζω”, δούλευε με κολλητή μου από το πανεπιστήμιο. Αυτή η καρδουλίτσα μου, που περίμενε τα γλυκάκια να τρέχουν στην αυλή κάθε Σεπτέμβρη, ήταν η πιο χαμογελαστή σε όλο το σχολείο. Όσο οι γονείς ήταν παρόντες. Μόλις έκλειναν οι πόρτες, έφευγαν τα πέπλα της χαράς, η καρδουλίτσα μου γινότανε φράου -ας την πούμε- Ελένη, ούρλιαζε σαν την Ελένη Λουκά στα μικρόφωνα και κυνηγούσε τους στόχους του ιδιωτικού σχολείου για να λάβει τα μπράβο των ιδιοκτητών. Τα παιδιά της στην τάξη (νήπια) διάβαζαν στο τέλος της χρονιάς, έκαναν και γαμώ τις γιορτές και συμμετείχαν σε και γαμώ τα προγράμματα, αλλά δεν χαμογελούσαν ποτέ. Τα βίντεο το αποδεικνύουν.
Λοιπόν, κορίτσια και λοιποί συγγενείς, ανυπομονώ να γεμίσει ξανά η αυλή παιδικές φωνούλες, να τρέχω ξοπίσω του Μιχάλη που με έχει κάνει από το κυνηγητό του Γιουσέιν Μπολτ, να κυνηγάω την Μαρίνα να μην μαδάει εκείνη την πασχαλιά που έχουμε για να δει αν την αγαπάει ο Γιάννης, ο οποίος τελικά δεν της δίνει σημασία γιατί έχει καλύτερα πράγματα να κάνει (δηλαδή να ρίχνει τα αυτοκινητάκια του με φόρα από την τσουλήθρα και ακολούθως να πέφτει κι ο ίδιος), να σφουγγαρίζω την αμίτα μόσιον χορηγός θετικής ενέργειας της Άννας που μία πίνει και τρεις χύνει και να ακούσω εκείνον τον παλιατζή που περνάει κάθε Πεμπτοπαρασκευή απέξω φωνάζοντας σαν τον Βασίλη Καρρά και τα παιδιά τρέχουν να τον δουν και να τον μιμηθούν γεμίζοντας με κάτι σαν ρέψιμο την τάξη. Κι εγώ εκεί. Να χαίρομαι τις μικρές στιγμές της δουλειάς, αλλά να χαίρομαι και όταν το σχολείο τελειώνει και θα υπάρξει μια αποσυμπίεση το κέρατό μου. Κατάλαβες, Ελένη καρδουλίτσα μου;