Πρώτα διάβασα το “Δέντρο που είχε φτερά“. Λίγους μήνες μετά από εκείνη την άναγνωση βγήκε το πιο πρόσφατο βιβλίο της, “Το Παλιόπαιδο“. Ήταν ξεκάθαρο ότι είχα να κάνω με μια συγγραφέα που όχι απλά ξέρει να γράφει καλά τις ιστορίες της αλλά γνωρίζει να τις σηκώνει σε ένα τέτοιο ύψος απ’ όπου ο καθένας μπορεί α) να τις αντικρίσει, β) να τις κατανοήσει και γ) να δώσει την δική του περίμετρο στην ιστορία, ταλέντο που δεν το λες και συχνό. Ήθελα να τη γνωρίσω, να μιλήσω μαζί της. Τα καταφέραμε μια παγωμένη Παρασκευή του Φεβρουαρίου στο Μοναστηράκι. Με ξενάγησε ως άσχετο Πειραιώτη σε μερικά όμορφα καφέ, καθίσαμε μάλλον στο καλύτερο πιο διαθέσιμο και ξεκινήσαμε να μιλάμε σα να είχαμε πιει μια ντουζίνα καφέδες ακόμη. Κάποια στιγμή ανοίξαμε το ηχογραφητήρι, κάτι έπρεπε να καταγράψουμε και στα μηχανήματα, όχι μόνο στη μνήμη. Στη μνήμη μου έμεινε το πάθος στις ιδέες της κι η αγάπη της για τους ανθρώπους. Στα μηχανήματα καταγράφηκε η παρακάτω συζήτηση. Στο elniplex σήμερα η συγγραφέας (και όχι μόνο) Αγγελική Δαρλάση.
Συζήτηση με τον Απόστολο Πάππο
Τον Αύγουστο έχει πολλή ζέστη για να γεννηθεί κανείς. Πιστεύεις περισσότερο στη μοίρα, την τύχη, στις πράξεις των ανθρώπων ή σε κάποιον συνδυασμό;
Πιστεύω σε συνδυασμό. Και στη μοίρα και στην τύχη και στην συγκυρία, αλλά πιστεύω πάρα πολύ και στις πράξεις των ανθρώπων οπότε σίγουρα είναι συνδυασμός.
Την ορίζουμε τη μοίρα δηλαδή;
Μπορούμε κατά κάποιο τρόπο να τη γνωρίσουμε. Καμιά φορά πιστεύουμε λίγο κι αυτό που λέγανε οι παλιοί ότι δηλαδή “είναι γραμμένο στ’ άστρα”. Ίσως είναι κι ωραίο παραμύθι να το πιστεύουμε…
Ότι κάτι καλό σε περιμένει;
Ναι! Κι είναι κι ένας τρόπος να ξορκίσεις και το άγνωστο έτσι. Επειδή το μέλλον, αν αρχίσεις και το πολυσκέφτεσαι, σε φοβίζει. Υπό αυτήν την έννοια είναι μια παρηγοριά, ένα παραμύθι όμορφο. Επειδή λοιπόν μου αρέσουν εκείνα τα παραμύθια που δίνουν ελπίδα, σε κάνουν να ονειρεύεσαι και σε βοηθούν να προχωρήσεις, από αυτήν την άποψη μου αρέσει. Περισσότερο πιστεύω στο “συν Αθηνά και χείρα κίνει” κι ας είναι τετριμμένο. Τίποτε δεν σου χαρίζεται στη ζωή. Για τους περισσότερους τουλάχιστον. Για κάποιους λίγους εκλεκτούς ίσως ναι. Και για κάποιους άλλους δυστυχώς η μοίρα μοιάζει να είναι τόσο σκληρή που ό, τι και να κάνουν να μοιάζει μάταιο ή να μην μπορούν πραγματικά να κάνουν κάτι… Είναι αυτό που λέμε «δεν έχει στον ήλιο μοίρα».
Στα βιβλία ποια μοίρα σε σπρώχνει εσένα;
Νομίζω ότι έτσι γεννήθηκα, όσο περίεργο και να ακούγεται. Πιστεύω πως κάθε άνθρωπος έχει το δικό του χάρισμα, τη δική του κλίση. Εμένα από μικρή μου άρεσε να διαβάζω. Μου άρεσε να γράφω. Είναι ο τρόπος έκφρασης κι επικοινωνίας μου, ύπαρξής μου κατά κάποιο τρόπο. Η επιθυμία μου να αφήσω πίσω μου ένα όμορφο χνάρι. Οπότε εγώ νομίζω ότι γεννήθηκα έτσι: να αγαπάω τα βιβλία. Βέβαια ήμουν και σε ένα περιβάλλον ανάλογο…
Μαμά εκπαιδευτικός…
Μαμά εκπαιδευτικός για παιδιά με ειδικές ανάγκες, μπαμπάς ηθοποιός, συγγραφέας και με πάθος για την ιστορία και τη λαογραφία. Μας θυμάμαι με την αδερφή μου να ξεφυλλίζουμε συνέχεια βιβλία. Οπότε μεγαλώνοντας με τα βιβλία, δεν μπορούσα παρά να τα αγαπήσω. Ήταν παιδικό όνειρο να γίνω συγγραφέας.
Πότε σου σφηνώθηκε η ιδέα;
Την πρώτη ιστορία την έγραψα γύρω στα 7 μου χρόνια και πάνω σ’ αυτήν την ιστορία βασίστηκε “Το Δέντρο που είχε φτερά”. Την ξαναβρήκα το 2009, έχοντας τελειώσει το “Τότε που κρύψαμε έναν Άγγελο” σ’ ένα ξεκαθάρισμα του γραφείου μου μέσα σε μια κούτα δική μου που είχε φυλάξει η μάνα μου. Ανάμεσα σε ξεχασμένα παιδικά μου τετράδια, το μυθιστόρημα που έγραφα στην εφηβεία μου…
Την πρωτόλεια ιστορία του Δέντρου;
Ακριβώς! Που ήταν για μια Μαργαρίτα και μια Πεταλούδα. Την είχα εικονογραφήσει μάλιστα κιόλας…
Έτρεμε η Σαμαρτζή με την εικονογράφησή σου την πρωτόλεια (γέλια);
Όχι! Γιατί δεν το ήξερε αυτό, δεν της το ‘χα πει! Σαμαρτζή! Τι ωραία περίπτωση!
Πες μου γι’ αυτήν…
Την Ίριδα δεν την ήξερα. Μετά το βραβείο στους “Ονειροφύλακες” ήμουν στην κριτική επιτροπή των κρατικών βραβείων, ως είθισται. Εκεί πρωτοείδα δουλειά της. Κι είδα πολλές δουλειές και πραγματικά την ξεχώρισα. Κι όταν ήρθε η ώρα και πήγα στον Παπαδόπουλο και ψάχναμε, είπα στην Ελένη Κατσαμά “να το κάνει η Σαμαρτζή;”. Νομίζω πως έχουμε ταιριάξει. Μου αρέσει το γεγονός ότι εμπνέεται κάθε φορά από το κείμενο. Έχει το στυλ της το οποίο της αρέσει να εξελίσσει κάθε φορά, κάτι που κάνω κι εγώ. Δεν μου αρέσει να μένω στάσιμη, δηλαδή “βρήκα αυτό, να το κάνω μανιέρα”. Γενικώς δεν μου αρέσει η ευκολία. Με ιντριγκάρει το να εκφράζομαι κάθε φορά διαφορετικά. Αυτό αρέσει και στην Ίριδα. Χωρίς όλα αυτά να τα έχουμε πει ρητά. Φαίνεται όμως στο έργο μας. Το Δέντρο και το Παλιόπαιδο είναι δύο διαφορετικές δουλειές, από τους ίδιους ανθρώπους, όπου κι εγώ έχω κρατήσει το στυλ μου κι η Ίρις το δικό της. Νομίζω ότι αυτό το πάντρεμα μας έκατσε όμορφα. Δεν ξέρω τι θα είναι το επόμενο, αλλά την πιστεύω πολύ. Μου αρέσει να πειραματίζομαι βέβαια. Αν είναι κάτι που νομίζω πως ταιριάζει σε κάποιον άλλον… Κι η Ίρις το ξέρει αυτό. Είναι άνθρωπος που θα προτείνει αντίστοιχα. Γενικά πιστεύω ότι έχουμε ωραίους εικονογράφους…
Πώς μπαίνει στην καθημερινότητα ενός παιδιού το διάβασμα; Πώς τρυπώνει;
Από το σπίτι βασικά.
Είναι μόνο η μαμά κι ο μπαμπάς;
…και το ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον. Αλλά είναι κυρίως η μαμά κι ο μπαμπάς, αν σκεφτούμε ότι τα πρώτα χρόνια της ζωής του το παιδί τα περνάει κυρίως με τους γονείς. Εμένα με θυμάμαι να θηλάζω και να έχω και βιβλίο μαζί και τα μωρά όταν κοίταζαν γύρω τους να βλέπουν τη βιβλιοθήκη, παντού βιβλία. Είναι ένα βίωμα. Όπως ένα παιδί μαθαίνει να έχει τα παιχνίδια του ή να υπάρχει ανοιχτή τηλεόραση στο σπίτι και, θέλει δε θέλει, μετά από λίγο θα τη συνηθίσει, αν υπάρχουν βιβλία, θα συνηθίσει. Μπορεί στην πορεία να έχει τις προτιμήσεις του. Εμένα ο μεγάλος μου γιος για παράδειγμα διαβάζει πολλή ιστορία, τη λογοτεχνία δεν την προτιμά και τόσο. Δεν είναι όμως δυνατόν σε ένα σπίτι που υπάρχουν βιβλία να μη διαβάσει… Το σπίτι είναι σημαντικό. Μετά καθοριστικό ρόλο παίζει και ο εκπαιδευτικός, το σχολείο. Είναι σημαντικό το διάβασμα να είναι βίωμα, απαραίτητη συνήθεια, καθημερινότητα.
Σου έχει τύχει να μπεις σε σπίτι χωρίς βιβλιοθήκη;
Ναι! Πολλές φορές!
Πώς αισθάνεσαι;
Λείπει κάτι βασικό.
Από τα πιο βασικά έπιπλα, ε;
Αν δεν υπάρχει μουσική και βιβλία σε ένα σπίτι τότε; Το να κάτσεις είναι το θέμα; Αν δεν υπάρχει καρέκλα, κάπου θα κάτσεις, στο πάτωμα, σ’ ένα μαξιλάρι. Αλλά αν δεν υπάρχει βιβλιοθήκη ή έστω ένας χώρος για βιβλία, εμένα το σπίτι μου φαίνεται γυμνό.
Σταρ πώς έγινες στις εκθέσεις των συμμαθητών;
Οι εκθέσεις μου κάνανε το γύρο του σχολείου. Όλοι ήξεραν πως έγραφα καλά. Κι οι συμμαθητές μου μού έδιναν να διορθώνω τις δικές τους. Και μου άρεσε. Από τότε φαίνεται είχε αρχίσει ήδη να μου αρέσει και η επιμέλεια κειμένων. Και μέσα από τα μαθήματα δημιουργικής γραφής που εισηγούμαι, αυτό μου αρέσει περισσότερο: να βοηθώ τους άλλους να βρίσκουν τη δική τους φωνή και ει δυνατόν να ξετρυπώσω και καινούριες, αξιοπρόσεκτες φωνές.
Πού τα κάνεις αυτά τα μαθήματα;
Συνεργάζομαι με δημόσιους κι ιδιωτικούς φορείς, με σχολεία, δήμους, με μουσεία, σε εκπαιδευτικά προγράμματα. Δηλαδή αυτό το «μικρόβιο» του δασκάλου το ‘χω κι εγώ… (γέλια).
Αγγελική, στα σχολεία η έκθεση είναι λίγο περίεργο μάθημα, ε;
Στο δημοτικό όχι τόσο. Εκεί είναι πιο ελεύθερα τα πράγματα. Μετά μπαίνει σε καλούπι. Η καλουπωμένη σκέψη ως ζητούμενο. Παράδειγμα στο Λύκειο, ο φόβος των καθηγητών μου -που μ’ αγαπούσαν και ήθελαν να περάσω, έτσι;- ήταν η έκθεση. Που ξέρανε ότι γράφω και τους άρεσαν τα γραπτά μου. Και δε θα ξεχάσω στην Γ Λυκείου που μου λέγανε “κοριτσάκι μου, μη διαβάζεις λογοτεχνία και προς θεού μη διαβάζεις ποίηση”. Θέλανε οι άνθρωποι να με προστατεύσουνε, γιατί έτσι όπως έγραφα, δεν υπήρχε περίπτωση να περάσω.
Την άκουσες τη συμβουλή τους;
Ε, κατά κάποιο τρόπο την άκουσα! Αλλά ήταν βάσανο. Υπέφερα λόγω της έκθεσης στο Λύκειο. Και φυσικά δεν πήρα καλό βαθμό, το γραπτό μου πήγε σε αναβαθμολόγηση και ο χαμηλότερος βαθμός μου ήτανε στην έκθεση. Δεκατέσσερα!
Ωραία πράγματα! Τα ίδια περίπου έπαθα κι εγώ με την έκθεση… Θέλω να μου πεις για το Παλιόπαιδο. Πώς ερωτεύεσαι αυτήν την ιστορία;
Είχα δει το ντοκιμαντέρ του Εξάντα…
Του Αυγερόπουλου…
Βλέπω λοιπόν το ντοκιμαντέρ του Αυγερόπουλου και παθαίνω αυτό που λέμε “πλάκα”. Το αντιλήφθηκα ως επανάσταση. Μια επί της ουσίας εκπαιδευτική χρήση της μουσικής, της τέχνης για να αναδείξεις ό,τι πιο καλό έχουν μέσα τους τα παιδιά. Όλα τα παιδιά κι ιδιαίτερα αυτά που θεωρούν οι πολλοί «χαμένες περιπτώσεις». Δεν υπάρχει παιδί ή άνθρωπος που να μην έχει όμορφο κομμάτι απλά συνήθως, ανάλογα με τις καταστάσεις, μπορεί και ν’ αναγκαστούμε να μάθουμε να το κρύβουμε. Πραγματικά συγκλονίστηκα. Το κουβαλούσα για καιρό μέσα μου εκείνο το ντοκιμαντέρ. Κάποια στιγμή λοιπόν ξαναέπεσα πάνω σε κάτι που αφορούσε το Sistema, ξαναδιάβασα τα λόγια του Αμπρέου για το τι είναι φτώχεια και τι σημαίνει τελικά απώλεια ταυτότητας -που αργότερα μαθαίνω ότι ήταν βασισμένα σε αντίστοιχα λόγια της Μητέρας Τερέζας- και λέω “αυτό είναι”. Αν σκεφτείς ότι η φτώχεια δεν είναι μόνο η έλλειψη τροφής και στέγης αλλά αυτή η ανωνυμία κι αυτό που λέγαμε πριν “δεν έχω στον ήλιο μοίρα”. Σε συνδυασμό δε με το γεγονός πως πολύ συχνά με απασχολούσε η ευκολία με την οποία βάζουμε ταμπέλες και πόσο στιγματίζει και καθορίζει ένα παιδί η οποιαδήποτε ταμπέλα. Και πως μπορεί κάποιος που πιστεύει σε σένα να σου αλλάξει για πάντα τη ζωή. Όπως άλλαξε το όραμα του Αμπρέου τη ζωή χιλιάδων παιδιών. Ήταν μεγάλη η ανάγκη μου να μιλήσω γι’ αυτά τα “παλιόπαιδα”.
Τι μας κάνει παλιοπαιδα;
Νομίζω η έλλειψη αυτοεκτίμησης, εμπιστοσύνης κι εκτίμησης των άλλων. Γιατί είμαστε κοινωνικά όντα. Θέλουμε να ανήκουμε. Και είναι σκληρό, ειδικά για τα παιδιά, να μην ανήκουν κάπου. Οπότε το να μην εκτιμάει και να μην αξιολογεί κάποιος αυτό που πραγματικά είσαι και τις δυνατότητές σου, μπορεί ευκολότερα απ’ ό, τι πιστεύουμε να σε κάνει παλιόπαιδο. Και στις δικές μας κοινωνίες… Να προτιμήσει για χίλιους δυο λόγους ένα παιδί την παραβατικότητα. Όλοι έχουμε ανάγκη κάποιον που θα μας πει «πιστεύω σε σένα», πόσο δε μάλλον ένα παιδί. Γι’ αυτό και πιστεύω σε ένα ωραίο εκπαιδευτικό σύστημα και γι’ αυτό θεωρώ σημαντικότατη τη δουλειά των δασκάλων.
Τι έχει σε αδρές γραμμές ένα εκπαιδευτικό σύστημα που αποκαλείς “ωραίο”;
Την αναγνώριση της διαφορετικότητας, την αναγνώριση των δεξιοτήτων, των ταλέντων και την παροχή ουσιαστικής γνώσης και κριτικής σκέψης και όχι την άμετρη συσσώρευση γνώσεων. Την κοινωνικοποίηση. Τη συνειδητοποίηση του τι σημαίνει να είσαι πολίτης. Να αποσκοπεί στο βγάζει ωραίους και συνειδητοποιημένους πολίτες. Δεν αρκεί το να είναι κάποιος μόνο καλός μαθητής. Δεν μπορεί να αρχίζει και να τελειώνει το εκπαιδευτικό σύστημα στο τι βαθμό παίρνεις ως προς το γνωστικό σου αντικείμενο.
Έχουμε κάνει πρόοδο; Από τότε που ήσουνα μαθήτρια ας πούμε;
Ναι!
Κάτι έχουμε πετύχει ε;
Έχουμε κάνει πρόοδο. Έχουμε κι ωραίους εκπαιδευτικούς. Γι’ αυτό και θεωρώ τις επιθέσεις προς τους εκπαιδευτικούς άδικες. Ίσως επειδή δε μπαίνουν όλοι στις τάξεις και δεν έχουν επαφή του τι σημαίνει να συναναστρέφεσαι με παιδιά και πόσο δύσκολο έργο είναι. Αλλά αλίμονο στην κοινωνία που δε σέβεται τους δασκάλους. Στην τελική εμπιστευόμαστε τα παιδιά στους εκπαιδευτικούς τόσες ώρες την ημέρα. Αν δεν τους έχουμε εμπιστοσύνη, τότε πώς τα αφήνουμε; Εντάξει, δεν είναι όλοι το ίδιο αλλά είναι πολύ σημαντικός ο ρόλος τους. Θυμάμαι ακόμα το δάσκαλό μου στην Πέμπτη και την Έκτη Δημοτικού. Ήταν ο δάσκαλος που μας βοήθησε να βγάλουμε εφημερίδα, μας πήγαινε εκδρομές, μας έλεγε άλλα πράγματα, για το χωριό του -ένα ορεινό χωριό στην Κρήτη- μας μετέφερε την αγάπη του για τη φύση. Αλλά και αργότερα, στο πανεπιστήμιο. Όλοι χρωστάμε κάτι, έστω μικρό, σε κάποιο δάσκαλο. Κι όταν το συνειδητοποιήσουμε αυτό, ίσως αλλάξουμε και γνώμη για τους δασκάλους.
Αλλάζω λίγο. Θέλω να μου πεις για τα… θεατρικά σου. Έκανες πολλά πράγματα.
Εγώ στην ουσία από το θέατρο ξεκίνησα παρόλο που η πεζογραφία ήταν η κρυφή μου αγάπη. Είχα καλλιτεχνική κλίση, το θέατρο το αγαπούσα, είχα μεγαλώσει μέσα σε αυτό, δεν μπορούσα να με φανταστώ κάτι άλλο. Σπούδασα θεατρολογία, χάρη και σε μια φιλόλογο που είχα στο φροντιστήριο, έφυγα για μεταπτυχιακά στο εξωτερικό, έκανα αρκετές σκηνοθεσίες και δειλά-δειλά άρχισα να γράφω. Και το πρώτο μου βραβείο ήταν για το πρώτο μου θεατρικό, “Η μυστική συνταγή της Φραντσέσκα Ντρίμερ», στο θέατρο Αμόρε. Και συνέχισα να γράφω θέατρο, κάποια παίχτηκαν, κάποια περιμένουν στο συρτάρι υπομονετικά. Το θεατρικό κείμενο θέλει και τις κατάλληλες συγκυρίες. Κάποια έργα μου αποδείχτηκαν μάλλον προφητικά. Όταν γράφεις το 2004 “Πόλη σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης” και περιγράφεις αυτά που γίνανε το 2010 και 2011, πώς να σε καταλάβουν; Το θέατρο είναι μία τέχνη συνώνυμη της εποχής της. Άρα ήταν κακό timing να γράψω εκείνο το έργο τότε. Παρόλα αυτά παίχτηκε. Αλλά μάλλον ήταν δύσκολο να γίνει αντιληπτό τότε.
Γράφτηκε μέσα στο πανηγύρι και την τρελή χαρά…
…ναι και μου λέγανε “καλά, που τα βλέπεις όλα αυτά;”. Το να γράφεις θέατρο είναι μια διαφορετική διαδικασία από τη συγγραφή βιβλίων. Μ’ αρέσει να γράφω έχοντας στο μυαλό μου μια ομάδα, κάποιους ηθοποιούς. Υπάρχει άλλου είδους διάδραση…
Στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για παιδιά και νέους της Ολυμπίας τι κάνεις;
Είμαι εξωτερική συνεργάτης. Στην ουσία είμαι θαυμάστρια του φεστιβάλ και τα τελευταία χρόνια έχω τη μόνιμη σχεδόν θέση να είμαι πρόεδρος στην επιτροπή του ευρωπαϊκού τμήματος του Κάμερα Ζιζάνιο. Συντονίζω την επιτροπή των παιδιών όπου τους βοηθάω να μπορούν να κρίνουν στην ουσία τις ταινίες που βλέπουμε. Εκεί βλέπεις το πόσο σκληρά είναι τα παιδιά στην αξιολόγηση, πιο σκληρά από εμάς τους μεγάλους πρέπει να πω.
Και πώς τα παντρεύεις όλα αυτά με τη μουσική;
Α, η μουσική είναι το κρυφό μου απωθημένο γιατί έκανα μουσική και τη σταμάτησα. Είναι το ένα πράγμα που μετανιώνω που τη σταμάτησα εξαιτίας των πανελληνίων εξετάσεων.
Βρήκες όμως μια διέξοδο, έτσι;
Ναι (γέλιο) παντρεύτηκα συνθέτη, και μαζί φτιάξαμε τη Puzzlemusik που από το 2006 έχει μεγαλώσει πολύ κι είμαστε περήφανοι πολύ και γι’ αυτό μας το «παιδί». Ακούμε συνέχεια μουσική, γράφω συνήθως με μουσική, με κάποιο soundtrack που συνοδεύει τα κείμενά μου. Νομίζω ότι είναι ίσως η πιο άμεση τέχνη, μια άλλη γλώσσα που μπορούμε να επικοινωνήσουμε όλοι, ανεξαρτήτως γλώσσας που μιλάμε…
Το soundtrack του “Παλιόπαιδού” ποιο ήτανε;
Ήτανε βασικά το Danzon No2, ενός μεξικάνου συνθέτη, του Μάρκες, που το άκουγα από τη συμφωνική Bolivar σε διεύθυνση του Γκουστάβ Ντουνταμέλ. Το Παλιόπαιδο, παρόλο που ήταν μικρή φόρμα, πήρε καιρό να γραφτεί. Με παίδεψε. Το πρώτο χέρι δεν άρεσε στο μεγάλο μου γιο. Μου είπε πως ήταν πολύ… θλιμμένο. Δεν το ήθελα αυτό. Ήθελα να μπορούν να συμμετέχουν τα παιδιά τόσο ώστε να μην τα τσακίζει. Κι ούτε ήθελα να είναι«μελό» ή σκοτεινό. Γιατί τελικά πιστεύω ότι μέσα από αυτό βγαίνει μια ελπίδα. Ότι αν προσπαθήσουμε μπορούμε να αλλάξουμε πράγματα γιατί το παράδειγμα του El Sistema αυτό μας δείχνει. Για μένα είναι φωτεινό παράδειγμα το ότι αν θέλουμε μπορούμε να αλλάξουμε πράγματα. Από προσωπικά οράματα μπορούμε να ταυτιστούμε και να βρεθούμε πολλοί άνθρωποι μαζί.
Υπάρχει κάτι που λες στα παιδιά σου για να παίξουν με επιτυχία το θέατρο της ζωής;
Η ζωή θέλει αλήθεια. Όπως κι η τέχνη. Αυτό λοιπόν που φροντίζω και θέλω να πετύχω είναι να γίνουν ωραίοι άνθρωποι κι ό,τι και να κάνουν, να κάνουν αυτό που αγαπάνε και να το κάνουν σωστά. Κι ότι όλα στη ζωή κερδίζονται με πολλή δουλειά, αγάπη, υπομονή, αλήθεια και αφοσίωση.
Τι φτιάχνεις αυτόν τον καιρό;
Υπάρχει στα σκαριά ένα καινούριο θεατρικό. Ένα μυθιστόρημα νεανικό αλλά και ένα καθαρά ενηλίκων που δουλεύω κάποιο καιρό τώρα. Επίσης χαίρομαι γιατί πρόσφατα διασκεύασα τους “Ονειροφύλακες” για θέατρο και θα παιχτεί το καλοκαίρι από την ομάδα του Δήμου Ταύρου-Μοσχάτου, ωραία ομάδα με πολλά χρόνια ιστορίας και θα δώσει παραστάσεις σ’ όλη την Αττική. Αυτά.
Επισήμως και ανεπισήμως σ’ ευχαριστώ.
Κι εγώ σ’ ευχαριστώ!