Καιρό τώρα, η 12χρονη Τομασίν ζει στο σπίτι της “γιαγιάς” Χενριέτα (μικρότερης αδερφής του παππού του πατέρα της) μαζί με τον καταθλιπτικό πατέρα της, τον θείο Ντάνιελ, τη θεία Κάισα, τον άντρα της Σελ και τα ξαδέρφια της, την 13χρονη Βίλμα, την 5χρονη λιγομίλητη και φοβιτσιάρα Σίγκνε και τον παράξενο διανοητικά 7χρονο Έρλαντ. Το σπίτι της θείας Χενριέτα, ένα σπίτι 20 δωματίων, δέκα εκ των οποίων υπνοδωμάτια, έχει πολλά άδεια δωμάτια, με ελάχιστα παλιοπράγματα ακουμπισμένα στους τοίχους. Καθώς η Χενριέτα είχε πουλήσει ή χαρίσει τα περισσότερα έπιπλα, ο μπαμπάς της Τομασίν έλεγε ότι προετοιμαζόταν για το θάνατό της. Ίσως και να ήταν έτσι.
Η Τομασίν τους νιώθει όλους ξένους σ’ αυτό το σπίτι. Ο μπαμπάς της θρηνεί την απώλεια του γιου του και αδερφού της Τομασίν, Μάρτιν. Οι υπόλοιποι, όλοι αυτοί που ισχυρίζονται πως είναι η οικογένειά της, μοιάζουν να κινούνται σε έναν κόσμο συμφέροντος και ιδιοτελών κινήτρων με προφανή κενά στη ζωή τους. “Σας παρακαλώ, βοηθήστε μας σκέφτηκα κλείνοντας τα μάτια μου. Μεταμορφώστε μας σε κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που είμαστε. Σε κάτι καλύτερο”.
Το σπίτι όμως της Χενριέτα είχε και κάτι ακόμα αξιοσημείωτο. Δεν είχε καθρέφτες. Αυτό ήταν παράξενο πράγματι. Αλλά τελικά βρέθηκαν. Όλοι ήταν συγκεντρωμένοι στο μεσαίο φύλλο μιας μεγάλης ντουλάπας στον δεύτερο όροφο του σπιτιού, στο οκταγωνικό δωμάτιο. Την ανακάλυψη έκανε η μικρή Σίγκνε. Κατόπιν έφερε την Τομασίν στον κόσμο των παράξενων καθρεφτών της ντουλάπας. Κι εκεί, στο καθρέφτισμα εκείνο, μέσα στην ντουλάπα, η Τομασίν βρίσκει έναν άλλον κόσμο, πιο ενδιαφέροντα από εκείνη την ανίκητη θλίψη γύρω της, έναν κόσμο που την παίρνει μέσα του, που την μεταμορφώνει, που αναδεικνύει τις ελλείψεις της, τις ανάγκες και τις τριβές της. Γιατί εκείνα τα κομμάτια καθρέφτη εκεί μέσα, αναδείκνυαν πάνω απ’ όλα εκείνο που είχες ανάγκη.
Με φόντο την ετοιμοθάνατη γιαγιά Χενριέτα που δεν καταλαβαίνεις αν κοιμάται ή αν έχει πεθάνει, αλλά που μάλλον τελικά προσμένει τον θάνατο, ένα τεράστιο σπίτι, αντικείμενο κληρονομιάς, γίνεται το πεδίο ανάδειξης των θλίψεων των μεγάλων, των διαφωνιών τους, των εσωτερικών και εξωτερικών συγκρούσεών τους, αλλά και εξερεύνησης και περιπέτειας για τους μικρούς της υπόθεσης. Πάνω απ’ όλα εξερεύνησης του εαυτού, της ζωής που χάνεται, της ζωής που προχωρά, που ονειρεύεσαι, που αναζητείς, που εύχεσαι.
Ο Σουηδός συγγραφέας Μόρτεν Σαντίν δημιουργεί ένα απίστευτο νεανικό δοκίμιο εξιχνίασης της ζωής, της διαχείρισης της θλίψης, της αγάπης, των οικογενειακών δεσμών. Γρατζουνά μοναδικά τον κόσμο των ευχών, τους τρόπους που μικροί και μεγάλοι διαχειρίζονται αυτό που ονομάζουμε ζωή, την ανάγκη για απόδραση από την πεζή πραγματικότητα. Με διάχυτη αυτήν την ελκυστική σκανδιναβική μελαγχολία που αναδεικνύει μέσα από το μουντό της πέπλο ποιότητες και αναζητήσεις, αφηγείται μέσα από την Τομασίν μια θαυμάσια ιστορία, με κομψή γραφή, τρομερά σφιχτοδεμένη, χωρίς πλατειασμούς, με ευρηματικές οικονομίες στην αφήγηση, με πραγματική διείσδυση στους χαρακτήρες και ουσιαστικά ένα λογοτεχνικό μάθημα πως φτιάχνεις κάτι τόσο πλήρες μέσα σε λιγότερο από 150 σελίδες και μάλιστα μεγέθους 14 Χ 20.
Θαρρώ θα γοητεύσει όλους τους βιβλιόφιλους. Διαβάζεται απνευστί μέσα σε πολύ λίγες ώρες και καθηλώνει.
Βραβείο Άστριντ Λίντγκρεν για το 2015. Μετάφραση από την Αργυρώ Πιπίνη.
Βραβείο Astrid Lindgren 2015
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ | |
---|---|
Τίτλος: | Ένα σπίτι χωρίς καθρέφτες |
Συγγραφέας: | Marten Sanden |
Τίτλος πρωτοτύπου: | A house without mirrors |
Μετάφραση | Αργυρώ Πιπίνη |
Εκδόσεις: | Παπαδόπουλος, Οκτώβριος 2016 |
Σελίδες: | 160 |
Μέγεθος: | 14,5 Χ 20,5 |
ISBN: | 978-960-569-631-3 |